Έντεκα μήνες μετά τη ρωσική εισβολή, εξακολουθούν να υπάρχουν τμήματα του ουκρανικού πληθυσμού που θα προτιμούσαν να ανήκουν στη Ρωσία
Παρά την καθημερινή ειδησεογραφία για τον πόλεμο στην Ουκρανία – ή ίσως και ακριβώς εξαιτίας της – τείνουμε να ξεχνάμε ότι πριν την 24η Φεβρουαρίου, στα ανατολικά της χώρας, ήδη επί οκτώ χρόνια μαίνονταν συγκρούσεις, οι οποίες, παρά τη ρωσική υποστήριξη προς τους αυτονομιστές (ή και την υποκίνησή τους από τη Μόσχα), είχαν χαρακτηριστικά εμφύλιας σύρραξης. Μεγάλα τμήματα του (ρωσόφωνου) πληθυσμού της περιοχής, δυσαρεστημένα από τα γεγονότα στο Μαϊντάν και την ανατροπή του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, είχαν στραφεί κατά των φιλοδυτικών δυνάμεων που ανήλθαν στην εξουσία.
Καθώς οι Ρώσοι επιδιώκουν να αποσπάσουν από την Ουκρανία ακριβώς τις περιοχές που βρέθηκαν στο επίκεντρο εκείνων των συγκρούσεων και το Κίεβο επιχειρεί να τις ανακαταλάβει, συχνά ένας κρίσιμος παράγοντας μένει εκτός συζήτησης: σε ποια χώρα θέλουν να ανήκουν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Και, όπως αναδεικνύει πρόσφατο ρεπορτάζ του Economist, οι απαντήσεις δεν είναι πάντα ξεκάθαρες.
Η Κουπιάνσκ, σκιά του εαυτού της
Η οικονομική εφημερίδα επισκέφθηκε την απελευθερωμένη εδώ και μήνες πόλη Κουπιάνσκ, που βρίσκεται σε απόσταση μιας ώρας από τα σύνορα με τη Ρωσία. Εκεί, ο Αντρέι, ένας ουκρανός εθελοντής που μοίραζε τρόφιμα στους κατοίκους, εξήγησε στους δημοσιογράφους ότι αρκετοί από τους τελευταίους ήταν κάτι λιγότερο από ευχαριστημένοι από την ανάκτηση της πόλης τους από την Ουκρανία. Για την ακρίβεια, ορισμένοι εξ αυτών είχαν αναλάβει εθελοντικά ρόλο κατασκόπων μέσω Telegram, αποστέλλοντας πληροφορίες στους Ρώσους για τα τεκταινόμενα στην περιοχή.
Η Κουπιάνσκ, που άλλοτε είχε 57.000 κατοίκους, πλέον είναι μια σκιά του εαυτού της, αφού μόλις οι 17.000 παραμένουν στην πόλη. Οι ουκρανοί στρατιώτες δήλωσαν στον Economist ότι έχουν οδηγίες να μην δέχονται τρόφιμα από τους ντόπιους, από φόβο ότι ίσως επιχειρήσουν να τους δηλητηριάσουν, ενώ μέχρι και σήμερα οι τηλεοράσεις παίζουν προπαγανδιστικές ρωσικές εκπομπές, το σήμα των οποίων δεν έχουν καταφέρει να μπλοκάρουν οι Ουκρανοί. «Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων εδώ ήταν ρωσόφιλοι» πριν τον πόλεμο, εξηγεί ο Αντρέι – και έκτοτε δεν έχουν αλλάξει πολλά.
Χωρίς αντίσταση
Άλλωστε, οι ρωσικές δυνάμεις δεν συνάντησαν αντίσταση όταν εισέβαλαν στην πόλη τις πρώτες μέρες του πολέμου. Ο τότε δήμαρχος και το μεγαλύτερο μέρος του δημοτικού συμβουλίου συνεργάστηκαν με τους εισβολείς ενώ περισσότεροι από 200 από τους 214 εργαζομένους του Δήμου, όπως και ο δήμαρχος πιστεύεται ότι μετά την απελευθέρωση διέφυγαν στη Ρωσία. Όσο έμειναν στην πόλη, οι Ρώσοι άνοιξαν ραδιοφωνικό σταθμό, μοίρασαν αντίτυπα του ρωσικού συντάγματος και ρωσικές «κίτρινες» εφημερίδες, ενώ άρχισαν να εκδίδουν και μια νέα, με τίτλο «Χάρκοβο Ζ», γεμάτη άρθρα για τις ηρωικές προσπάθειες της Ρωσίας να σώσει την Ουκρανία από τους «Ναζί». Ταυτόχρονα, μπλόκαραν τις τηλεπικοινωνίες και το internet για να αποκόψουν τον πληθυσμό από τις υπόλοιπες πηγές πληροφόρησης.