Έγραψε ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και το τραγούδι, κερδίζοντας το προσωνύμιο «το παιδί του λαού»
Θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο και στους θαυμαστές του έχει προκαλέσει ο θάνατος του Νίκου Ξανθόπουλου. Το «παιδί του λαού» άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 89 ετών, σε ιδιωτική κλινική στο Αιγάλεω.
Τον τελευταίο καιρό ο αγαπημένος ηθοποιός αντιμετώπιζε σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα και έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή αλλά δεν τα κατάφερε.
Με τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους στις ταινίες Ένα έγραψε ιστορία και σφράγισε μια ολόκληρη εποχή, ερμηνεύοντας κυρίως το λαϊκό παιδί που ζει μέσα στη δυστυχία αλλά τελικά λυτρώνεται.
Η Νέα Ιωνία, η ΑΕΚ και η φτώχεια
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1934 στη Νέα Ιωνία, την προσφυγική γειτονιά της Αθήνας. Παιδί ποντίων προσφύγων μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια. Ο πατέρας του ήταν κατά περίσταση τσαγκάρης και ψαράς, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής φυλακίστηκε για τη αντιστασιακή του δράση.
Μεγάλωσε με τη μητέρα του, καθώς ο πατέρας του είχε τη συνήθεια να «εξαφανίζεται» για μεγάλα χρονικά διαστήματα. «Μια μέρα πήγε να φέρει κρασί κι έκανε 6 μήνες να γυρίσει» γράφει στην αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε το 2005 με τίτλο «Όσα Θυμάμαι και Όσα Αγάπησα». Στα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ, της οποίας και παρέμεινε πιστός οπαδός μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ίνδαλμά του ο Μάνος Κατράκης
Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, έχοντας ως ίνδαλμά του τον Μάνο Κατράκη. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κι έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1957 στο θίασο της Κατερίνας με την κομεντί του Μ. Αντρέ «Βιργινία». Από το 1957 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60, εκτός από τον θίασο της Κατερίνας, που υπήρξε μεγάλη δασκάλα γι’ αυτόν, έπαιξε τον Ορέστη στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη, συνεργάστηκε με τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ έπαιξε για λίγο στο μουσικό θέατρο.
Το 1958 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το Εισπρακτοράκι». Στην αρχή έπαιξε ρόλους κακού, σκληρού και γενικά δευτερότριτους ρόλους, σε κωμωδίες, δράματα, ακόμη και σε «τολμηρές» για την εποχή τους ταινίες, ώσπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη και παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο απογείωσε την καριέρα του.
Με την ίδρυση της εταιρείας των Τεγόπουλου/Καράμπελα «Κλακ Φιλμ» το 1963, ο Νίκος Ξανθόπουλος έγινε ο βασικός πρωταγωνιστής της. Με σκηνοθέτη τον Τεγόπουλο και σπουδαίους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου στους υπόλοιπους ρόλους, ο Νίκος Ξανθόπουλος τυποποιήθηκε σε ρόλους κατατρεγμένου και αδικημένου, σε ταινίες μελό, όπως «Περιφρόνα με γλυκειά μου» (1965), «Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» (1967), «Άδικη κατάρα» (1967), «Ξεριζωμένη γενιά» (1968), «Η σφραγίδα του Θεού» (1969), «Φτωχογειτονιά αγάπη μου» και το λαϊκό έπος «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1969).
Πολλές από αυτές τις ταινίες δεν προβλήθηκαν καν στην πρώτη προβολή, αλλά απευθείας στις συνοικίες της Αθήνας, όπου γινόταν χαλασμός κόσμου, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι διανοούμενοι τις λοιδωρούσαν και οι κριτικοί τις περιφρονούσαν, αλλά ο κόσμος γέμιζε ασφυκτικά τους λαϊκούς κινηματογράφους και οι πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς που ζούσαν ακόμη τότε αποθέωναν «το παιδί του λαού».
Τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα
Σ’ αυτές τις ταινίες ο Νίκος Ξανθόπουλος συνήθιζε να τραγουδά, ενώ συνθέτες όπως ο Απόστολος Καλδάρας έγραψαν τραγούδια γι’ αυτόν. Η παρουσία του στη δισκογραφία περιλαμβάνει 9 μεγάλους δίσκους και 55 σινγκλ. Εμφανίστηκε ως τραγουδιστής σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα και πραγματοποίησε πολλές περιοδείες στο εξωτερικό στα κέντρα της ελληνικής διασποράς.
Από τη δεκαετία του ‘70 και μετά την κατάρρευση του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου επανήλθε στο θέατρο και εμφανίστηκε σποραδικά στην τηλεόραση. Το 1996 εμφανίστηκε για τελευταία φορά στον κινηματογράφο, στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο», δίπλα στη Βάνα Μπάρμπα.
Ο παράδεισος στην Παιανία
Ο Νίκος Ξανθόπουλος τα τελευταία χρόνια διέμενε στο κτήμα του στην Παιανία, για το οποίο κάθε φορά που μιλούσε ξεχείλιζε από περηφάνια. Το μέρος αυτό ήταν πάντα για εκείνον ο επίγειος παράδεισός του. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί εκεί, έχοντας στήριγμα τη λατρεμένη του σύζυγο Εριφύλλη, τα παιδιά του και τα εγγόνια του.
Η σύζυγός του ήταν εκείνη που, όπως πάντοτε έλεγε, τον κρατούσε στη ζωή. Εκείνη ήταν που φρόντιζε όλο το κτήμα, δίνοντας ζωή στις λεμονιές στις τριανταφυλλιές και τις πορτοκαλιές του κυρ Νίκου. Εκείνη όργωνε τη γη για να φυτέψει τα δικά του ζαρζαβατικά με σκοπό να φάει ολόκληρη η πολυμελής οικογένειά τους
Αυτός είναι και ο λόγος που μέσα από τη διαθήκη του όρισε ως βασική κληρονόμο του κτήματος αυτού τη σύζυγό του και αργότερα τα παιδιά και τα εγγόνια του. «Πρόκειται για ένα κτήμα πολλών στρεμμάτων μέσα στο οποίο έκαναν τα πρώτα τους βήματα τα εγγόνια του», έχει πει χαρακτηριστικά πρόσωπο από το περιβάλλον του.
Τα δικαιώματα των ταινιών του
Τόσο τα παιδιά όσο και τα εγγόνια του, σύμφωνα με το περιοδικό «χάι», πρόκειται να κληρονομήσουν και τα ακίνητα του ηθοποιού, αλλά και τους τραπεζικούς του λογαριασμούς.
«Όλη η περιουσία του εκτιμάται περίπου στα 2 εκατομμύρια ευρώ» φέρεται να έχει δηλώσει πρόσωπο από το περιβάλλον του. Η σημαντικότερη ωστόσο κληρονομιά του Νίκου Ξανθόπουλου είναι τα πνευματικά δικαιώματα από τις δεκάδες ταινίες που πρωταγωνίστησε μέσα από τις οποίες άγγιξε βαθιά την καρδιά όλων των Ελλήνων.
Ο ίδιος άλλωστε μέσα από τους ρόλους και τους χαρακτήρες που υποδύονταν δίδασκε ήθος και αξιοπρέπεια, στοιχεία που δυστυχώς σπανίζουν στις μέρες μας. Μόνο τυχαίο άλλωστε δεν είναι ότι κατάφερε να δημιουργήσει εκτός από μια αξιόλογη περιουσία και μια οικογένεια υπόδειγμα, από την οποία φρόντιζε να μην λείπει το παραμικρό.
*Με στοιχεία από sansimera.gr