Η σχέση Ελλάδας - ΗΠΑ θεωρείται ότι διανύει την καλύτερη εποχή της. Η επιλογή δε ο Μπλίνκεν να έρθει στην Αθήνα για τις συνομιλίες στο πλαίσιο του Στρατηγικού Διαλόγου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μία έμμεση «ψήφος εμπιστοσύνης»
Στις 21 Φεβρουαρίου αναμένεται να είναι στην Αθήνα ο Αντονι Μπλίνκεν. Την πληροφορία για έναν αρχικό προγραμματισμό περιοδείας του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, η οποία θα περιλαμβάνει εκτός από την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ισραήλ, επιβεβαιώνουν και ανώτατες διπλωματικές πηγές. Μία επίσκεψη σε Αθήνα και Αγκυρα σε προεκλογικό χρόνο, που διπλωματικά χαρακτηρίζεται «δύσκολη».
Ο Μπλίνκεν θα φτάσει στην περιοχή – εφόσον επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες – μερικές μέρες αφού οι κάλπες στην Κυπριακή Δημοκρατία θα έχουν αναδείξει τον νέο πρόεδρο, ενώ Ελλάδα και Τουρκία θα έχουν μπει στην τελική ευθεία των εκλογών που έχουν χαρακτηριστεί από τούρκο διπλωμάτη ως η «τέλεια καταιγίδα».
Η παρουσία του σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις ίσως είναι και μία προσπάθεια των ΗΠΑ να δηλώσουν την απαίτησή τους για ηρεμία και σταθερότητα. Αυτό έδειξε άλλωστε και η αναφορά στην κοινή δήλωση Μπλίνκεν – Τσαβούσογλου περί ανάγκης σταθερότητας και ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Μαρτυρώντας ότι τουλάχιστον ζητήθηκε να πέσουν οι τόνοι.
Η σχέση Ελλάδας – ΗΠΑ θεωρείται ότι διανύει την καλύτερη εποχή της. Η επιλογή δε ο Μπλίνκεν να έρθει στην Αθήνα για τις συνομιλίες στο πλαίσιο του Στρατηγικού Διαλόγου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μία έμμεση «ψήφος εμπιστοσύνης». Οι ΗΠΑ δείχνουν να έχουν αναγνωρίσει στην Ελλάδα έναν συγκεκριμένο γεωπολιτικό ρόλο, μέσω των βάσεων που χρησιμοποιούν, αλλά και σαν ενεργειακό hub. Η «Wall Street Journal» προχώρησε πριν από την επίσκεψη Τσαβούσογλου στις ΗΠΑ σε μία διαρροή περί προθέσεως της Ουάσιγκτον να εγκρίνει το ελληνικό αίτημα για την απόκτηση των F-35.
Η διαρροή
Μία διαρροή που έγινε παράλληλα με αυτήν της πρόθεσης της διοίκησης Μπάιντεν να στείλει στο Κογκρέσο το αίτημα της Τουρκίας για τα F-16. Με τη διευκρίνιση ότι οι δύο περιπτώσεις δεν συνδέονται. Το δημοσίευμα ωστόσο συνέδεσε το τουρκικό αίτημα για τα F-16 με το τέλος του τουρκικού βέτο στην είσοδο Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Η συνάντηση Τσαβούσογλου – Μπλίνκεν δεν έδωσε λύση στο ζήτημα, με την Αγκυρα να μην παίρνει την απάντηση για τα F-16 διαμηνύοντας στην Ουάσιγκτον να μην το συσχετίζει με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Ο Τούρκος ΥΠΕΞ πήρε τα εύσημα για τη συμβολή της Αγκυρας στη διαμεσολάβηση μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας για τον διάδρομο των σιτηρών, αλλά πέραν αυτού ουδέν. Οι υποσχέσεις ανανεώθηκαν με τις ΗΠΑ να μπαίνουν στο διπλωματικό παζάρι και να επιχειρούν να βάλουν τους δικούς τους όρους στον Ερντογάν. Και αν η διοίκηση Μπάιντεν εμφανίζεται πρόθυμη να δώσει F-16 στην Αγκυρα, τον ρόλο του αρνητή παίζει το Κογκρέσο με το σίριαλ να συνεχίζεται. Και το συμβόλαιο να εκτιμάται ότι θα καθυστερήσει, αλλά τελικά μάλλον θα υπογραφεί.
Ακόμα και αν οι σχέσεις Αγκυρας – Ουάσιγκτον περνούν κρίση οι ΗΠΑ θέλουν να κρατήσουν τον δύσκολο σύμμαχο στη Δύση και στο ΝΑΤΟ. Παρότι τα διεθνή ΜΜΕ, όπως ο «Economist», αναφέρονται σε αναλύσεις τους στην «επαπειλούμενη δικτατορία στην Τουρκία», η επίσκεψη Μπλίνκεν τη δεδομένη στιγμή στην Αγκυρα θα επιχειρηθεί να αξιοποιηθεί από τον Ερντογάν προεκλογικά. Είτε επιχειρώντας να αναδειχθούν τα κέρδη, είτε ανεβάζοντας τους τόνους στη συνέχεια.
Ανώτατες διπλωματικές πηγές στην Αθήνα αναγνωρίζουν το σχετικό αδιέξοδο που εμφανίζουν οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας και μία ευκαιρία για την Αθήνα. Ενώ δεν πέρασαν απαρατήρητες από το ΥΠΕΞ και οι επιθέσεις Τσαβούσογλου τόσο στον γερουσιαστή Μενέντεζ για τα F-16, όσο και στις ΗΠΑ, με αιχμή την «στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου με αμερικανικά όπλα», με την Αγκυρα να απαιτεί επιστροφή στις ισορροπίες. Οι ίδιες πηγές του ΥΠΕΞ τονίζουν δε ότι πλέον οι εταίροι της Ελλάδας βλέπουν επικριτικά τη στάση της Αγκυρας τόσο απέναντι στην Αθήνα, όσο και σε σχέση με την πολιτική της στη Λιβύη, στη Συρία και κυρίως στο ζήτημα της Σουηδίας και της Φινλανδίας.
Η περιοδεία Μπλίνκεν στην περιοχή και οι επισκέψεις σε Τουρκία – Ελλάδα και Ισραήλ δείχνουν και τη σαφή διάθεση των ΗΠΑ για διατήρηση ισορροπιών. Με τις όποιες λύσεις να αναβάλλονται για μετά τις εκλογές.