Η κυβέρνηση της Ουκρανίας πιέζει να αποκτήσει βαριά άρματα μάχης σχετικά πρόσφατης γενιάς. Αυτό φέρνει αντιμέτωπες τις χώρες της Δύση με κρίσιμα διλήμματα
Παρότι αρκετοί αναλυτές θεωρούσαν ότι στην εποχή των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και της μεγάλης βελτίωσης στα πυραυλικά συστήματα ικανά για χτυπήματα ακριβείας, τα δεν θα μπορούσαμε πια να δούμε μεγάλες πολεμικές επιχειρήσεις που να στηρίζονται στα άρματα μάχης. Για αρκετούς, η επέλαση εκατοντάδων τανκ σε μια ανοιχτή έκταση σήμαινε ότι απλώς πολλαπλασιάζονταν οι εύκολοι στόχοι για τον αντίπαλο. Μάλιστα, αυτό φάνηκε να επιβεβαιώνεται και στην Ουκρανία όταν οι μεγάλες φάλαγγες τεθωρακισμένων που είχε στείλει η Ρωσία έξω από το Κίεβο, ως επίδειξη δύναμης, σύντομα εξελίχθηκαν σε βασική επισφάλεια των ρωσικών ουκρανικών δυνάμεων.
Όμως, τις διαπιστώσεις αυτές δεν φαίνεται να συμμερίζεται η ουκρανική κυβέρνηση, που το τελευταίο διάστημα έχει επιδοθεί σε μια συστηματική προσπάθεια να εξασφαλίσει τανκ αν όχι τελευταίας, τουλάχιστον πιο πρόσφατης γενιάς από τους δυτικούς συμμάχους της. Αυτό φαίνεται να προκύπτει από δύο αναγκαιότητες που έχουν αναδειχθεί στο ίδιο το πεδίο των μαχών στην Ουκρανία.
Η πρώτη αφορά τον τρόπο που διεξάγονται οι συγκρούσεις, συχνά δρόμο το δρόμο, μέσα στις κατοικημένες περιοχές, που άλλωστε είναι και οι μόνες που προσφέρουν κάποια οχύρωση σε ένα τοπίο χωρίς πολλά σημεία με φυσική οχύρωση. Σε αυτές ένα τανκ, με ισχυρό πυροβόλο και τον υψηλό βαθμό θωράκισης φαντάζει να είναι μια αποτελεσματική μορφή να διεξαχθούν οι επιχειρήσεις.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Ουκρανία δεν θέλει να διαμορφωθεί μια νέα «γραμμή επαφής», όπως έγινε το2014 και μετά, μια που αυτό ντε φάκτο θα κατοχυρώνει τη ρωσική κατοχή σημαντικού μέρους της ουκρανικής επικράτειας. Κατά συνέπεια είναι πολύ σημαντικό να συγκεντρώσει όρους μας αντεπίθεσης την άνοιξη που θα βελτιωθούν και οι καιρικές συνθήκες. Μόνο που μια τέτοια αντεπίθεση προϋποθέτει σημαντικό αριθμό και τανκ και τεθωρακισμένων.
Η δυσκολία των συμμάχων να συνεισφέρουν
Μέχρι τώρα η Δύση έχει υπάρξει αρκετά γενναιόδωρη στη βοήθεια που έχει προσφέρει στην Ουκρανία. Τα περισσότερα αιτήματα ικανοποιούνταν γρήγορα και μερικά αυτά όντως τροποποίησαν τους όρους του πολέμου, όπως για παράδειγμα η αποστολή πυραυλικών συστοιχιών μεγάλης ακρίβειας HIMARS. Κάποια αιτήματα είναι αλήθεια ότι δεν ικανοποιήθηκαν, όπως ήταν για παράδειγμα η χορήγηση πυραυλικών συστοιχιών μεγάλων αποστάσεων που θα επέτρεπαν χτυπήματα σε ρωσικό έδαφος, για προφανείς λόγους που αφορούσαν ότι θα δινόταν το δικαίωμα στη Ρωσία να καταγγέλλει ότι δυτικά όπλα χτυπούν το ρωσικό έδαφος, αλλά ειδικά το ουκρανικό πυροβολικό πήρε γενναίες ενισχύσεις και σε πυροβόλα και σε πυρομαχικά.
Όμως, με τα τανκ τα πράγματα είναι κάπως πιο δύσκολα. Είναι αλήθεια ότι η Ουκρανία έχει πάρει ικανό αριθμό από σοβιετικής εποχής και τεχνολογίας τανκ από γειτονικές χώρες που τα διέθεταν όπως και διάφορες παραλλαγές τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού (συμπεριλαμβανομένων και BMP-1 από την Ελλάδα), όχι όμως πιο πρόσφατα, πιο μεγάλα και πιο ισχυρά.
Οι ΗΠΑ για παράδειγμα έχουν αρνηθεί να χορηγήσουν μέχρι τώρα τανκ M1 Abrams επικαλούμενες κυρίως ζητήματα τεχνικών προδιαγραφών και επιμελητείας (εκτός όλων των άλλων γιατί αρκετά από αυτά έχουν στροβιλοκινητήρες που καταναλώνουν καύσιμο αεροπλάνων). Κυρίως, όμως, φαίνεται είναι μια απροθυμία να σταλούν τα μεγάλα και ακριβά τανκ σε ένα πεδίο μάχης όπου αρκετά θα καταστραφούν.
Αντιθέτως, οι Βρετανοί έχουν δεσμευτεί ότι θα στείλουν τανκ Challenger 2, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιούν πυρομαχικά διαφορετικά από αυτά άλλων χωρών.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι το βάρος πέφτει σε μεγάλο βαθμό πάνω στη Γερμανία. Τα τανκ Leopard, στις διάφορες παραλλαγές τους είναι τα πιο διαδεδομένα στην Ευρώπη και αποτελούν το βασικό άρμα μάχης αρκετών ευρωπαϊκών στρατιωτικών στρατών. Ωστόσο, η ίδια η Γερμανία έχει αρνηθεί μέχρι τώρα να στείλει και – που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία – έχει αρνηθεί να δώσει άδεια για να συνεισφέρουν τα δικά τους και οι χώρες στις οποίες τα είχε πουλήσει στο παρελθόν. Σημειώνουμε εδώ ότι στο πλαίσιο των χρόνιων προβλημάτων των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, αυτή τη στιγμή αξιόμαχο και σε λειτουργία είναι μέρος μόνο των Leopard 2 που έχει η Μπούντεσβερ και αυτό είναι ένας ακόμη λόγος δισταγμού να στείλουν στην Ουκρανία κάποια από αυτά.
Η συνάντηση στη βάση του Ράμσταϊν
Η πίεση προς τη Γερμανία να στείλει τανκ στην Ουκρανία και να επιτρέψει να στείλουν και άλλες χώρες τα γερμανικής κατασκευής Leopard που διαθέτουν εντάθηκε και στη συνάντηση που έγινε ανάμεσα σε δυτικούς υπουργούς Άμυνας, παρουσία του Ουκρανού ομολόγου τους, στην αεροπορική βάση του Ράμσταϊν στη Γερμανία. Ωστόσο και πάλι ο νέος Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους απέφυγε να πάρει θέση, δηλώνοντας ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι υπέρ της αποστολής των τανκ στην Ουκρανία όπως και σοβαροί λόγοι εναντίον της αποστολής, όπως και ότι το όλο ζήτημα χρειάζεται συνεννόηση και συμφωνία μεταξύ των συμμάχων. Άλλοι ομόλογοι του, όπως π.χ. ο Πολωνός, ήταν πιο εμφατικοί ως προς το ότι τελικά θα σταλούν βαριά άρματα μάχης στην Ουκρανία.
Από τη δική του μεριά ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενπεργκ υπογράμμισε ότι εκτός από νέα οπλικά συστήματα, η Ουκρανία χρειάζεται και αρκετά πυρομαχικά για τα οπλικά συστήματα που ήδη έχει. Σημειώνουμε εδώ ότι στα μέτωπα του πολέμου στην Ουκρανία έχει ήδη αναλωθεί και από τις δύο πλευρές ένας τεράστιος όγκος πυρομαχικών, ιδίως βλημάτων πυροβολικού.
Τα στρατηγικά διλήμματα
Πίσω από αυτές τις ταλαντεύσεις κρύβονται και συνολικότερα στρατηγικά διλήμματα. Είναι σαφές ότι αυτή τη στιγμή η κυρίαρχη γραμμή στη Δύση είναι αυτή της ακόμη μεγαλύτερης ενίσχυσης της Ουκρανία με την ελπίδα ότι αυτό θα αλλάξει το συσχετισμό δύναμης και θα οδηγήσει στην ήττα της Ρωσίας. Το τελευταίο στοιχείο, η ήττα της Ρωσίας ως βασικός στόχος εντός των νέων παγκόσμιων διαχωριστικών γραμμών, είναι βασική παράμετρος που εξηγεί και γιατί δεν υπάρχουν από τη μεριά της Δύσης προτάσεις για κάποιου τύπου ειρηνευτική διαδικασία και κατάπαυση του πυρός καθώς οποιαδήποτε ενδεχόμενη συμφωνία, ακόμη και με όρους συμβιβασμών θα σημαίνει ότι στο τέλος η Ρωσία θα βρίσκεται να ελέγχει ένα σημαντικό μέρος της μέχρι τώρα επικράτειας της Ουκρανίας, συνθήκη που δεν θα μπορούσε να οδηγήσει και σε ρήγματα στο σύστημα εξουσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Όμως, η Ρωσία αυτή τη στιγμή. τόσο με τη μερική επιστράτευση, όσο και με ενδεχόμενη νέα επιστράτευση, αλλά και μέσα από τις βιομηχανικές δυνατότητες που διαθέτει για την παραγωγή οπλισμού, δείχνει να έχει αντισταθμίσει το βασικό πλεονέκτημα της ουκρανικής πλευράς που ήταν ότι μπορούσε να έχει μεγάλους αριθμούς στρατεύσιμων στα μέτωπα και κυρίως στις αντεπιθέσεις. Αυτό έχει διαμορφώσει μια συνθήκη όπου η Ρωσία μπορεί να πλέον να κάνει αυτή εκ νέου σχεδιασμό για μεγάλης κλίμακας επιθέσεις, ακόμη και για διεύρυνση των περιοχών που έχει υπό τον έλεγχό της, την ώρα που συνεχίζει αδιάκοπα τον πόλεμο φθοράς στοχοποιώντας ουκρανικές στρατιωτικές και πολιτικές υποδομές.
Αυτό γεννά ταυτόχρονα την πίεση για να χορηγηθεί ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια και ακόμη πιο αναβαθμισμένος εξοπλισμός στην Ουκρανία, πίεση που εκφράζει η ίδια η ουκρανική κυβέρνηση αλλά και οι πιο φιλικές δυνάμεις προς αυτήν, όμως, την ίδια στιγμή αυξάνει και τον προβληματισμό για το εάν είναι εφικτή μια τέτοιας κλίμακας ουκρανική νίκη και άρα για το εάν αξίζει τον κόπο να χορηγηθεί τόσο ακριβός εξοπλισμός σε μια σύγκρουση που δεν είναι δεδομένο ότι μπορεί να καταλήξει στο αποτέλεσμα που θα ήθελαν οι δυτικοί.