Η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη με όλο το κόστος και τις προκλήσεις μιας ενδεχόμενη νίκης της.
Όταν ξεκίνησε η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», ήταν σαφές ότι η ρωσική ηγεσία εκτιμούσε ότι θα μπορούσε κατά βάση να κάνει μια επίδειξη δύναμης, να στείλει το μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις και να πετύχει τους βασικούς της στόχους μέσα από μια πολιτική διαπραγμάτευση που θα εξασφάλιζε την ασφάλεια των περιοχών που ήθελε να θέσει υπό έλεγχο και να ενσωματώσει στη ρωσική επικράτεια και λάβει εγγυήσεις ότι από εδώ και πέρα η Ουκρανία δεν θα ήταν η αιχμή του δόρατος της πίεσης της Δύσης απέναντι στη Ρωσία.
Η στρατηγική αυτή προσέκρουσε τόσο στην ουκρανική αντίσταση, όσο και στην πίεση των δυτικών χωρών που δεν ήθελαν έναν σχετικά σύντομο συμβιβασμό που θα αναβάθμιζε ακόμη περισσότερο τη θέση της Ρωσίας. Αυτό φάνηκε στην κατάρρευση των πρώτων διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη και οδήγησε στην κλιμάκωση του πολέμου και τις σταδιακές αλλαγές του ρωσικού σχεδιασμού.
Διαβάστε επίσης: Qatargate: Η μέρα της κρίσης για την Εύα Καϊλή – Νέα δεδομένα μετά το «κελάηδημα» του Παντσέρι
Την ίδια στιγμή κλιμακώθηκε και η δυτική βοήθεια σε εξοπλισμό, εκπαίδευση και παροχή πληροφοριών προς την Ουκρανία και διαμορφώθηκε το περίγραμμα μιας δυτικής γραμμής που ορίζοντα είχε την ήττα της Ρωσίας και –ει δυνατόν– ακόμη και την πολιτική κατάρρευση του «συστήματος Πούτιν».
Η ρωσική απάντηση, ήταν η μερική επιστράτευση και η προσπάθεια να διαμορφωθεί μια γραμμή αντιπαράθεσης όπου το κόστος θα ήταν μικρότερο και ταυτόχρονα πιο εύκολη η δυνατότητα και επιθετικών ενεργειών, κυρίως στο Ντονμπάς. Παράλληλα ξεκίνησε –και συνεχίζεται ακόμη– μια συστηματική καταστροφή των ουκρανικών υποδομών, στρατιωτικών πρώτα και πολιτικών στη συνέχεια, σε μια προσπάθεια να υποχρεωθεί η ουκρανική πλευρά σε συνθηκολόγηση.
Η τακτική αυτή σε συνδυασμό με ορισμένες τακτικές αναδιπλώσεις της ρωσικής πλευράς οδήγησε σε μια σταθεροποίηση των μετώπων και σε μια εκ νέου προσπάθεια κατάληψης κρίσιμων θέσεων ιδίως στο Ντονμπάς.
Η επιμονή της Δύσης στη ρωσική ήττα
Η ισορροπία που διαμορφώθηκε και το γεγονός ότι η Ρωσία φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει έναν συστηματικό πόλεμο φθοράς έφεραν τόσο την ουκρανική κυβέρνηση όσο και τις Δυτικές κυβερνήσεις αντιμέτωπες με το ερώτημα των επόμενων κινήσεων.
Παρότι φαίνεται ότι εξετάστηκε το σενάριο της κατάπαυσης του πυρός και σε παρασκηνιακές επαφές, εκτιμήθηκε ότι κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή θα σήμαινε ότι η Ρωσία θα ήταν ως ένα βαθμό νικήτρια, εφόσον θα διατηρούσε σημαντικό μέρος της ουκρανικής επικράτειας. Αυτό δεν μπορούσαν να το δεχτούν ούτε οι Ουκρανοί ούτε οι δυτικές κυβερνήσεις.
Όμως, το πρόβλημα που υπάρχει είναι ότι από τη στιγμή που η Ρωσία αποφάσισε να διεξάγει πόλεμο και όχι απλώς «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», μέσα από τη μερική επιστράτευση (που μπορεί ανά πάσα στιγμή να επεκταθεί) και την αναδιάταξη των δυνάμεών της, η ουκρανική πλευρά βρέθηκε σε δυσμενή θέση, καθώς πια δεν μπορούσε να στηρίζεται κυρίως στο βασικό της πλεονέκτημα που ήταν η ικανότητα να κινητοποιούν μεγάλο αριθμό στρατεύσιμων οι οποίοι μάλιστα πολεμούσαν και για την πατρίδα τους.
Αντιθέτως, το κλειδί γινόταν ξανά το είδος του οπλισμού, δηλαδή το να αποκτήσει η ουκρανική πλευρά ακόμη πιο αποτελεσματικό οπλισμό. Μόνο που αυτό αναγκαστικά σήμαινε ακόμη μεγαλύτερη δυτική βοήθεια.
Αυτό εξηγεί και την ιδιαίτερη σημασία που έχει αποδοθεί στο να αποκτήσει η Ουκρανία τανκ σχετικά πιο προηγμένης τεχνολογίας (και μεγαλύτερα) από αυτά που διαθέτει αυτή τη στιγμή, καθώς υπάρχει η εκτίμηση ότι αυτά θα επέτρεπαν πολύ αποτελεσματικότερες αντεπιθέσεις και επιχειρήσεις εντός των οικισμών που αποτελούν στην πράξη και τις μόνες όντως οχυρές θέσεις μέσα στη μορφολογία του πεδίου των μαχών.
Όμως, αυτό σημαίνει και ότι ο πόλεμος αυτός δεν πρόκειται να σταματήσει στο άμεσο χρονικό διάστημα.
Η πραγματική δυσκολία της Ρωσίας
Ο πόλεμος αυτό διαμορφώνει ένα ριζικά νέο τοπίο για τη Ρωσία. Με αυτό δεν αναφερόμαστε τόσο στον τρόπο που συχνά στα δυτικά ΜΜΕ ανακοινώνεται συχνά η σύντομα αναμενόμενη συντριβή της Ρωσίας ή η εξάντληση των αποθεμάτων της σε οπλισμό, στοιχεία που απέχουν από την πραγματικότητα. Η βασική δυσκολία για τη Ρωσία βρίσκεται στην ίδια τη έννοια της νίκης της και τι αυτή συνεπάγεται.
Όπως έχει σημειωθεί, ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η Ρωσία εμπλέκεται σε μια μείζονα πολεμική σύγκρουση χωρίς να έχει συμμαχίες με τη Δύση, σε αντίθεση και με τους δύο παγκοσμίους πολέμους του 20ου αιώνα. Όχι μόνο δεν έχει συμμάχους στη Δύση, δεν έχει καν ενδιάμεσους συνομιλητές και «μεσολαβητές», καθώς ακόμη και ουδέτερες παραδοσιακά χώρες στην Ευρώπη παίρνουν θέση με τη δυτική γραμμή.
Η Ρωσία μπορεί να υπολογίζει στο γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του παγκόσμιου Νότου έχει αρνηθεί να συμπορευτεί με τις δυτικές κυρώσεις και αυτό σίγουρα έχει βοηθήσει, πρωτίστως στο να παραμένουν καλά τα οικονομικά δεδομένα της Ρωσίας. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ενεργές συμμαχίες. Ακόμη και η συμπόρευση με την Κίνα αφορά τον ορίζοντα μιας ενδεχόμενης ευρασιαστικής σύγκλισης στο μέλλον ανάμεσα σε δύο χώρες που στο παρελθόν είχαν συγκρουστεί, ενώ και με την Ινδία οι καλές σχέσεις δύσκολα ορίζουν συμμαχία. Μόνο με το Ιράν μπορεί κανείς να δει εκείνου του είδους του την υποστήριξη που όντως αντιστοιχεί σε μια συμμαχία.
Την ίδια στιγμή η Ρωσία έχει να διαχειριστεί τις περιοχές που έχει πλέον υπό την κατοχή της. Αυτό δεν αφορά μόνο τη δυνατότητα να τις υπερασπίζεται απέναντι στις αναμενόμενες συνεχείς ουκρανικές αντεπιθέσεις, αλλά και το ενδεχόμενο σε κάποιες περιοχές οι ρωσικές δυνάμεις να αντιμετωπίζονται ως δυνάμεις κατοχής.
Η αντίστοιχη δυσκολία υπάρχει και για το θέμα της «αποναζιστικοποίησης» της Ουκρανίας. Και αυτό γιατί η στοχοθεσία εδώ ήταν πάντοτε διττή: αφενός διάλυση της στρατιωτικής υποδομής της Ουκρανίας, αφετέρου μια «αλλαγή καθεστώτος», δηλαδή η εξασφάλιση ότι η κυβέρνηση του Κιέβου θα ακολουθούσε μια πολιτική ουδετερότητας και σίγουρα όχι επιθετική απέναντι στη Ρωσία. Και εάν το κομμάτι που αφορά τις στρατιωτικές υποδομές φαντάζει εφικτό στο πλαίσιο ενός πολέμου φθοράς, είναι προφανές ότι πολύ δύσκολα θα αναδειχτεί στην Ουκρανία μια κυβέρνηση με τέτοια κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και εάν σταθεροποιηθεί μια «γραμμή επαφής» και υπάρξει κατάπαυση πυρός, αυτό θα είναι ένα ιδιαίτερα θεσμό και ασταθές σύνορο, με διαρκείς «αναφλέξεις» και νέες θερμές συγκρούσεις. Αντίστοιχα, εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι μεμονωμένες ενέργειες σε βάρος της Ρωσία ή ακόμη και ένα είδος «αντάρτικού» θα συνεχιστούν για μακρό διάστημα. Άλλωστε, οι περιοχές που θα παραμείνουν στην ουκρανική επικράτεια θα χαρακτηρίζονται από πολύ έντονο εθνικισμό, προσκόλληση στη Δύση και θα μπορούν να αποτελούν εφαλτήριο για εμφανείς ή συγκαλυμμένες δυτικές επιχειρήσεις σε βάρος της Ρωσίας.
Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία θα είναι αντιμέτωπη όχι απλώς με τις απαιτήσεις μιας πολεμικής σύγκρουσης – ως προς αυτές δείχνει να είναι αρκετά προετοιμασμένη – όσο με ένα συνολικά νέο γεωπολιτικό τοπίο, νέο για την ηγεσία της, νέο για και για τις οικονομικές ελίτ της. Ένα τοπίο χωρίς πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με τη Δύση, χωρίς σταθερές συμμαχίες και με βασικό αντιστάθμισμα την ευρύτερη απήχηση πλευρών της ρωσικής ανάγνωσης της πραγματικότητα σε μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου Νότου.
Αυτό θα απαιτήσει ένα συνολικότερο αναπροσανατολισμό, μια συνολικότερη δυνατότητα να στηριχτεί κυρίως στις δικές της δυνάμεις, και προφανώς μια διαρκή εναλλαγή «ψυχρών» και «θερμών» αντιπαραθέσεων σε διάφορα ανοιχτά μέτωπα, την ώρα που η Δύση θα εξακολουθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να προσπαθεί να υποβαθμίσει τη θέση της, ξεκινώντας από το ίδιο το γεγονός ότι θα παρατείνει για αρκετό τις συγκρούσεις, αυξάνοντας τη βοήθεια, καθυστερώντας σημαντικά το ενδεχόμενο μιας κατάπαυσης του πυρός.
Και αυτό σημαίνει ότι ακόμη και εάν η Ρωσία καταφέρει στα πεδία των μαχών να αποφύγει την ήττα που θα ήθελαν να τις επιβάλουν οι δυτικοί και η κυβέρνηση της Ουκρανίας, η συνθήκη και το τοπίο που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο Πούτιν και το επιτέλειό του το επόμενο διάστημα θα απέχουν αρκετά από μια έννοια «νίκης».