Όλα δείχνουν ότι η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δεν προχωρά καθώς ΗΠΑ και ΕΕ θεωρούν το Ιράν σύμμαχο της Ρωσίας
Υποτίθεται ότι ήταν μία από τις πιο σημαντικές πρωτοβουλίες της προηγούμενης δεκαετίας που ως ένα βαθμό αποφόρτισε την ανησυχία στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, καθώς περιόριζε τον κίνδυνο η ένταση να κλιμακωθεί μέχρι του σημείου της χρήσης πυρηνικών όπλων. Υποτίθεται ότι είχε την αδιάλειπτη υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είχε αντιδράσει ιδιαίτερα αρνητικά στην απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει μονομερώς τις ΗΠΑ, πέραν από τη στήριξη που εξαρχής έδιναν Ρωσία και Κίνα.
Υποτίθεται, ότι η επιστροφή των Δημοκρατικών στην εξουσία, σήμαινε ότι θα έκαναν πράξη την δική τους προεκλογική δέσμευση να επιστρέψει σε ισχύ η συμφωνία. Και όμως, όλα δείχνουν ότι αυτή τη στιγμή ετοιμάζεται να θυσιαστεί στο όνομα του συνολικότερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ο λόγος για τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα στο Ιράν, τη συμφωνία που εάν ετίθετο ξανά σε ισχύ θα οδηγούσε στην άρση κυρώσεων απέναντι στο Ιράν με αντάλλαγμα αυστηρότερο έλεγχο των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν και κυρίως επιτήρηση ώστε το ποσοστό εμπλουτισμού ουρανίου να παραμένει σε χαμηλό επίπεδο και άρα το Ιράν να μην μπορεί να αποκτήσει σύντομα επαρκώς εμπλουτισμένο σχάσιμο υλικό για πυρηνικό όπλο.
Το να μην υπάρχει συμφωνία σημαίνει ότι το Ιράν θα συνεχίσει να υφίσταται κυρώσεις που θα επιτείνουν το κοινωνικό πρόβλημα στο εσωτερικό του και ταυτόχρονα θα μπορεί να συνεχίσει να αυξάνει το ποσοστό εμπλουτισμού ουρανίου που κάνει και άρα να έρχεται ολοένα και πιο κοντά στο ενδεχόμενο να μπορεί να αποκτήσει πυρηνικό όπλο.
Η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και η στάση ΗΠΑ και ΕΕ
Η διαπραγμάτευση ήταν εξαρχής σύνθετη. Ας μην ξεχνάμε ότι ΗΠΑ και Ιράν δεν μιλούσαν απευθείας. Αρχικά τα προβλήματα ήταν δύο. Από τη μια το Ιράν ήθελε πρώτα να ολοκληρωθεί η διαδικασία της εκλογής νέου προέδρου για να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση. Από την άλλη, οι ΗΠΑ είχαν μεγάλες ταλαντεύσεις ως προς το σε ποιο βαθμό πρότειναν μια επιστροφή στην προηγούμενη συμφωνία. Ευρώπη, Κίνα και Ρωσία έδειχναν να είναι πιο θετικές απέναντι στο ενδεχόμενο συμφωνίας.
Η διαπραγμάτευση είχε διάφορες εμπλοκές αλλά φάνηκε να ξεπερνά αρκετά εμπόδια ακόμη και όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Όμως, παρότι φάνηκε προς το τέλος του 2022 τα περισσότερα πραγματικά εμπόδια να έχουν ξεπεραστεί, τότε υπήρξε μια μετατόπιση και των ΗΠΑ και της ΕΕ, ιδίως από τη στιγμή που ξεκίνησε ο μεγάλος κύκλος κοινωνικής διαμαρτυρίας στο εσωτερικό του Ιράν ύστερα από τον θάνατο της Μαχσά Αμινί στα χέρα της «αστυνομίας ηθικής».
Τότε άρχισε να διαμορφώνεται μια παράλληλη ρητορική καταρχάς από την ΕΕ που υποστήριζε ότι έπρεπε να υπάρξει μια πίεση στο Ιράν γύρω από το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δηλαδή ενδεχόμενο κυρώσεων γύρω από το ζήτημα αυτό. Παρότι αυτό δεν παρουσιάστηκε ως ανταγωνιστικό στο ότι την ίδια στιγμή τυπικά γινόταν διαπραγμάτευση για να αρθούν κυρώσεις ήταν εμφανές ότι διαμορφωνόταν ένα διαφορετικό τοπίο.
Επιπλέον, το Ιράν αντιμετωπιζόταν ολοένα και περισσότερο ως μια χώρα που ήταν σύμμαχος της Ρωσίας, εφόσον πέραν της πολιτικής υποστήριξης που είχε προσφέρει το Ιράν στις Ρωσικές θέσεις, η Ρωσία προμηθευόταν ιρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη τα οποία έχουν αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματικά στα πεδία μαχών της Ουκρανίας.
Ο ουσιαστικός ενταφιασμός της συμφωνίας
Μία από τις χώρες που εξαρχής ήταν αντίθετη στη συμφωνία και που η αντίθεσή της έπαιξε ρόλο και στις διαρκείς αμερικανικές ταλαντεύσεις ήταν το Ισραήλ. Μάλιστα, ισραηλινοί πολιτικοί όπως ο πρώην πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ έχουν υποστηρίξει ότι ήταν οι διπλωματικές και όχι μόνο πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις του Ισραήλ που ώθησαν και τις ΗΠΑ ουσιαστικά να αποφασίσουν ότι δεν θα υπάρξει συμφωνία.
Μάλιστα, οι Ισραηλινοί έχουν υποστηρίξει ότι ήταν οι δικές του πληροφορίες για την προμήθεια ιρανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών από τη Ρωσία που έπεισαν τις ΗΠΑ ότι δεν μπορούσαν να έχουν μια συμφωνία με μια χώρα που προμήθευε τη Ρωσία με όπλα που χρησιμοποιούνταν ενάντια στους Ουκρανούς.
Ισραηλινά ΜΜΕ έχουν αναφέρει πως ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν έχει ήδη ενημερώσει τον Ισραηλινό ομόλογό του Έλι Κοέν ότι η συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα είναι ουσιαστικά νεκρή.
Αλλά και οι ευρωπαίοι διπλωμάτες έχουν υποστηρίξει ότι αυτή τη στιγμή η Δύση έχει κοινή στάση πίεσης απέναντι στο Ιράν, με το ζήτημα της Ουκρανίας να παίζει ρόλο και το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ιράν να έχει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα για χώρες όπως η Γερμανία.
Έχει ενδιαφέρον ότι στα περισσότερα σχετικά ρεπορτάζ οι ευρωπαίοι διπλωμάτες παραδέχονται ότι ως προς την ίδια τη συμφωνία οι συναντήσεις με τους Ιρανούς ήταν δύσκολες αλλά ειλικρινείς, όμως την ίδια στιγμή αναφέρουν ότι το πρόβλημα πια είναι η παροχή μη επανδρωμένων αεροσκαφών στη Ρωσία.
Γιατί εγκαταλείπεται η συμφωνία;
Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί εγκαταλείπεται η προσπάθεια για μια συμφωνία που σε τελική ανάλυση θα εξασφάλιζε ότι δεν θα προστεθεί μία ακόμη χώρα στο «πυρηνικό κλαμπ»;
Αυτό έχει να κάνει με μια σειρά από λόγους. Ο πρώτος είναι ότι πλέον τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ βλέπουν τον κόσμο με όρους βαθιών διαιρετικών γραμμών. Στο βαθμό που το Ιράν εντάσσεται στο αντίπαλο στρατόπεδο στα μάτια τους, είναι αναμενόμενο ότι θα θυσιαζόταν και η συμφωνία. Δηλαδή, το Ιράν αντιμετωπίζεται ως μια δυνάμει εχθρική δύναμη και θεωρείται αυτονόητο ότι πρέπει να πιεστεί για να σταματήσει να προσφέρει όπλα στη Ρωσία.
Ο δεύτερος έχει να κάνει με τον τρόπο που επιστρέφει στη σκέψη της δυτικής διπλωματίας το ενδεχόμενο «αλλαγής καθεστώτος» ή έστω πίεσης για πολύ μεγάλες αλλαγές στο Ιράν. Είναι η εκτίμηση ότι η κυβέρνηση στην Τεχεράνη είναι βαθιά αποδυναμωμένη, έχει επιλέξει έναν αυταρχικό δρόμο που την αποξενώνει ακόμη περισσότερο από τον ιρανικό λαό και άρα χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη πίεση και κυρώσεις για να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή. Βεβαίως αυτή η εκτίμηση δεν συμπληρώνεται με το εάν υπάρχει δυνατότητα για μια άλλη πολιτική κατάσταση στο Ιράν, ούτε εξετάζει εάν η υπαρκτή δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία στο Ιράν είναι της κλίμακας και της έκτασης που θα οδηγούσε σε ανατροπές.
Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει και με την πολιτική που κυρίως προτείνει το Ισραήλ. Οι ισραηλινές κυβερνήσεις ήταν εδώ και χρόνια αντίθετες στη συμφωνία, γιατί εκτιμούσαν ότι η άρση των κυρώσεων θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα της Τεχεράνης να αναβαθμίσει τη θέση της στην περιοχής και να συνεχίσει να ενισχύει κινήματα στην ευρύτερη περιοχή που το Ισραήλ τα βλέπει ως απειλές. Όσο για το ίδιο το πυρηνικό πρόγραμμα το Ισραήλ δείχνει να πιστεύει ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί με στοχευμένα χτυπήματα στις εγκαταστάσεις και τους επιστήμονες.
Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι είναι πιθανό η εγκατάλειψη της συμφωνίας να οδηγήσει μάλλον στο αντίθετο αποτέλεσμα. Στο βαθμό που η δυναμική της δυσαρέσκειας στο Ιράν, παρά την έκτασή της, δεν δείχνει να μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή ενός καθεστώτος που διατηρεί κοινωνικά στηρίγματα, είναι πιθανό η όλη εξέλιξη να οδηγήσει στην ακόμη μεγαλύτερη στροφή του Ιράν προς τις διαδικασίες της «ευρασιατικής» ολοκλήρωσης, δηλαδή μια οικονομική στροφή προς τα ανατολικά, σε εντονότερη συνεργασία με τη Ρωσία και την Κίνα και ενδεχομένως σε μια κλιμάκωση του ίδιου του πυρηνικού προγράμματος.