Ο πόλεμος στην Ουκρανία σφράγισε τη χρονιά που τελειώνει και ταυτόχρονα συγκεφαλαίωσε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλες τις κρίσεις που αντιμετωπίζουμε
«Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί», η φράση αυτή του Ηράκλειτου ίσως να αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το νήμα που διαπέρασε την χρονιά που μας πέρασε, μια χρονιά από εκείνες που πάντα θα θυμόμαστε ως χρονιές που όρισαν με σαφήνεια ένα πριν και μετά. Ο κόσμος πριν και μετά το 2022 δεν είναι όμοιος.
Την ίδια στιγμή, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι μόνο η σημαντικότερη εξέλιξη της περασμένης χρονιάς, αλλά και αυτή που μας επιτρέπει να δούμε το σύνολο των δυναμικών που αναπτύχθηκαν.
Ακόμη χειρότερα, η χρονιά τελειώνει χωρίς να είναι ακόμα καθόλου σαφές πώς και πότε θα τελειώσει και αυτός ο πόλεμος και τα προβλήματα που δημιούργησε.
Η ρωσική απόφαση: μοιραίο βήμα ή αναπόφευκτη εξέλιξη;
Η απόφαση της Ρωσίας να προχωρήσει στις 26 Φεβρουαρίου στην «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση» ξάφνιασε τους περισσότερους, καθώς είχε κυριαρχήσει η αντίληψη ότι η συγκέντρωση ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία αποτελούσε περισσότερο έναν μοχλό πίεσης παρά μια άμεση προετοιμασία επέμβασης.
Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση φαίνεται να είναι ότι η ρωσική ηγεσία εκτίμησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση η Δύση να αποδεχτεί ένα πλαίσιο συλλογικής ασφάλειας που να απαντά στις ανησυχίες της, κυρίως γύρω από την ανάγκη ουδετερότητας της Ουκρανίας. Ταυτόχρονα, η Μόσχα εκτίμησε ότι η Ουκρανία δεν επρόκειτο να προχωρήσει στην εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ, αλλά αντίθετα προετοίμαζε αντεπίθεση για την ανακατάληψη του Ντονμπάς.
Ο ρωσικός σχεδιασμός στην αρχική φάση του φάνηκε να στηρίζεται περισσότερο σε μια προσπάθεια επίδειξης δύναμης και άσκησης πίεσης για γρήγορη συνθηκολόγηση της Ουκρανίας, όπως φάνηκε από την παρουσία πολύ μεγάλων δυνάμεων στα περίχωρα του Κιέβου.
Όμως, παρότι φάνηκε στις διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη να υπάρχει ένα παράθυρο ειρήνευσης, τόσο η απόφαση της ουκρανικής κυβέρνησης όσο και πιθανώς η πίεση από κάποιες δυτικές κυβερνήσεις ήταν για αντίσταση. Αυτό διαμόρφωσε μια άλλη πραγματικότητα στον πόλεμο και οδήγησε στην κλιμάκωση των επιχειρήσεων και του κόστους που αυτές έχουν.
Η Δύση πήρε την επιλογής μιας πραγματικής εμπλοκής στον πόλεμο χωρίς προηγούμενο, έστω και εάν απέφυγε την άμεση εμπλοκή που θα ήταν προοίμιο παγκοσμίου πολέμου. Βοήθεια αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων έχει ήδη δοθεί στην Ουκρανία, ενώ δυτικές χώρες συμβάλλουν υποστηρικτικά στην εκπαίδευση των ουκρανικών δυνάμεων και στη συλλογή πληροφοριών.
Αυτή η βοήθεια σε συνδυασμό με ένα πατριωτικό κλίμα στην Ουκρανία (που θα βοηθήσει και την αναπλήρωση των μεγάλων απωλειών που είχαν οι πιο εμπειροπόλεμες μονάδες) θα οδηγήσει σε μια σειρά από αντεπιθέσεις των ουκρανικών δυνάμεων και σε ανακατάληψη κάποιων περιοχών, π.χ. της δυτικής όχθης του Δνείπερου. Η Ρωσία θα απαντήσει με μια μερική επιστράτευση που στόχο έχει να ενισχύσει τις δυνάμεις της σε όλη της γραμμή του μετώπου αλλά και με έναν συστηματικό βομβαρδισμό υποδομών της Ουκρανίας, ιδίως ενεργειακών.
Παρότι τον Νοέμβριο έγιναν επαφές ανάμεσα στην αμερικανική και τη ρωσική πλευρά, εντούτοις όλα δείχνουν ότι ο πόλεμος θα κρατήσει πολύ ακόμη. Τόσο η ουκρανική κυβέρνηση όσο και η πλευρά της Δύσης έχουν ακόμη ως επίσημο στόχο την ήττα της Ρωσίας. Αυτό περιγράφεται κάπου ως επιστροφή στη συνθήκη πριν τις 26 Φεβρουαρίου, σε κάποιες άλλες ως απαίτηση να επιστραφούν και περιοχές υπό ρωσικό έλεγχο από το 2014.
Το αποτέλεσμα είναι αυτή τη στιγμή να μην υπάρχουν ενδείξεις για κατάπαυση του πυρός το άμεσο διάστημα. Αντίθετα, όλα δείχνουν ότι προετοιμάζονται οι όροι για μια νέα κλιμάκωση, στην προσπάθεια κάθε πλευράς να καταφέρει να τροποποιήσει τον σημερινό συσχετισμό.
Την ίδια στιγμή ο πόλεμος έχει προκαλέσει ανυπολόγιστες καταστροφές αλλά και έναν πολύ μεγάλο φόρο αίματος που είναι δύσκολο να υπολογιστεί ακριβώς γιατί και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές τείνουν να υποβαθμίζουν τις δικές τους απώλειες και να «διογκώνουν» τις απώλειες του αντιπάλου.
Ένας κόσμος πολύ πιο διαιρεμένος
Ο πόλεμος στην Ουκρανία μετέτρεψε πολύ γρήγορα την φράση «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» από αναλογία που κοιτούσε στο μέλλον, σε μάλλον ανεπαρκή περιγραφή του σύγχρονου κόσμου, εάν αναλογιστούμε ότι ιδίως το «ψυχρός» φαντάζει μάλλον αναντίστοιχο της πραγματικότητας.
Για πρώτη φορά από την κορύφωση του προηγούμενου Ψυχρού Πολέμου οι δυτικές χώρες και η Ρωσία βρίσκονται σε τέτοια φάση αντιπαλότητας, συμπεριλαμβανομένων και χωρίς προηγούμενο κυρώσεων, που δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί να αντιστρέφονται σε αρκετά μεγάλο βάθος χρόνου.
Όλα δείχνουν ότι αυτή η διαίρεση θα βαθύνει ακόμη περισσότερο, εάν αναλογιστούμε ότι για τις ΗΠΑ και τις άλλες δυτικές χώρες η αντιπαλότητα δεν περιορίζεται στη Ρωσία αλλά στην πραγματικότητα αφορά και την Κίνα. Και μπορεί ο βαθμός οικονομικής αλληλεξάρτησης ανάμεσα στη Δύση και την Κίνα να είναι τέτοιος που να καθιστά δύσκολη μια άμεση ρήξη, εντούτοις είναι σαφές ότι κινούμαστε σε αυτή την κατεύθυνση, εάν κρίνουμε από μέτρα όπως η απαγόρευση πρόσβασης της Κίνας στην υψηλή τεχνολογία σε σχέση με τους ημιαγωγούς.
Πιο διαιρεμένη παρά ποτέ η Ευρώπη, αφού αυτή βρίσκεται να είναι το έδαφος της μεγάλης σύγκρουσης, παρότι όλη η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά και η πολιτική χωρών όπως η Γερμανία ήταν για δεκαετίες ακριβώς η αποφυγή να είναι η Ευρώπη το έδαφος της μεγάλης διαίρεσης και της μεγάλης σύγκρουσης.
Και ταυτόχρονα ένας κόσμος πιο πολυπολικός
Την ίδια στιγμή που ιδίως στη δυτική «δημόσια σφαίρα» παρουσιάζεται η εικόνα ενός κόσμου που είναι κατά βάση διχοτομημένος, η πραγματικότητα είναι ότι ο κόσμος είναι αρκετά πιο σύνθετος.
Για την ακρίβεια τη λογική του διπολισμού προσυπογράφουν κυρίως οι χώρες της Δύσης, δηλαδή οι χώρες του G7, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ωκεανίας. Εν πολλοίς οι χώρες που έχουν επιβάλει σε βάρος της Ρωσίας.
Αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεν έχει κάνει μια τέτοια επιλογή. Αυτό αφορά όχι μόνο την Κίνα που επιμένει στη συμπόρευση με τη Ρωσία, χώρες όπως η Ινδία, αλλά και τις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής. Χώρες που οι περισσότερες έχουν καταδικάσει την ρωσική στρατιωτική επιχείρηση αλλά δεν θεωρούν ότι πρέπει να σταματήσουν να έχουν συναλλαγές με τη Ρωσία.
Αντιθέτως, σε ένα φάσμα από διεθνείς διεργασίες, ιδίως αυτές που αφορούν την αυξημένη οικονομική και πολιτική ευρασιατική συνεργασία, η Ρωσία γίνεται αποδεκτή ως συνομιλητής και δη σημαντικός.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τη στιγμή ακριβώς που η Δύση προσπάθησε μέσα από την προσπάθεια συσπείρωσης στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία να ανακτήσει έναν ηγετικό ρόλο στον κόσμο, το αποτέλεσμα ήταν μάλλον το αντίθετο, δηλαδή η επιτάχυνση της μετάβασης σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Και βέβαια έχει ιδιαίτερη σημασία ότι σε αντίθεση με την περίοδο του προηγούμενου Ψυχρού Πολέμου, όταν κανείς μπορούσε να διακρίνει και μια «συστημική» διαφορά ανάμεσα στα δύο μπλοκ, σήμερα τόσο οι διαιρέσεις όσο και οι συγκλίσεις στον πλανήτη αφορούν χώρες με το ίδιο λίγο πολύ κοινωνικοοικονομικό σύστημα, αφού η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, η οικονομία της αγοράς και η ιδιωτική επένδυση κυριαρχούν σε όλες τις πλευρές των διαιρετικών γραμμών.
Υπάρχει βεβαίως η παράλληλη προσπάθεια να αναδειχτεί ως νέα διαχωριστική γραμμή αυτή ανάμεσα στις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» και τους «αυταρχικούς ηγέτες», όμως δεν είναι και τόσο πειστική, εάν αναλογιστούμε την ανοχή της Δύσης σε ουκ ολίγα «φιλικά» αυταρχικά καθεστώτα.
Η επίδραση στις άλλες κρίσεις
Η συγκυρία του πολέμου αλλά και ο βαθμός που καταγράφεται (και δεν καταγράφεται) συμπόρευση με τη Δύση επηρεάζει μια σειρά από ανοιχτές γεωπολιτικές «θερμές ζώνες».
Το παράδειγμα της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι πολύ χαρακτηριστικό. Τυπικά, με βάση και το πρόγραμμα της κυβέρνησης Μπάιντεν, η συμφωνία θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί, δεδομένου ότι και τα σημεία απόκλισης το τελευταίο διάστημα ήταν μάλλον μικρά. Ωστόσο, η συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία και η νέα αντιπαλότητα με τη Ρωσία, οδήγησε σε ένα πάγωμα ουσιαστικά των διαπραγματεύσεων, δεδομένου ότι το Ιράν θεωρείται πλέον μια δύναμη που συμπορεύεται με τη Ρωσία, παρότι την ίδια στιγμή τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ ανησυχούν για το γεγονός ότι το Ιράν ολοένα και πλησιάζει τη στιγμή που θα μπορεί να έχει αρκετό σχάσιμο υλικό σε ποσοστό εμπλουτισμού επαρκές για την κατασκευή πυρηνικού όπλου, δηλαδή ακριβώς το ενδεχόμενο που η συμφωνία θα απέτρεπε.
Αντίστοιχα, μπορεί κανείς να δει την κατάσταση στη Συρία, παρότι εκεί ούτως ή άλλως ήδη οι κυβερνητικές δυνάμεις μαζί με τη Ρωσία έχουν εξασφαλίσει αρκετά μεγάλο βαθμό ελέγχου σημαντικού μέρους της επικράτειας. Όμως, μέσα σε ένα πολωμένο διεθνές περιβάλλον απουσιάζουν οι μεγάλες πρωτοβουλίες για να μπορέσει να μπει τέλος στον κύκλο του εμφυλίου πολέμου και την έναρξη της ανοικοδόμησης.
Αντίστοιχα, ο τρόπος που η Ρωσία έχει αναγκαστεί να ρίξει μεγάλο βάρος στην πολεμική αντιπαράθεση στην Ουκρανία, έχει ανοίξει περιθώρια για παρεμβάσεις άλλων δυνάμεων σε περιοχές που θεωρούνταν παραδοσιακά ότι ανήκουν στη δική της «ζώνη ευθύνης» όπως ήταν η Κεντρική Ασία και ο Καύκασος. Ενδεικτική από αυτή την άποψη η προσπάθεια της Τουρκίας να αναβαθμίσει την παρουσία της σε αυτή την περιοχή, μέσα από την υποστήριξη του Αζερμπαϊτζάν αλλά και την επένδυση στις καλές σχέσεις με τους «τουρκογενείς» λαούς. Αλλά και από την πλευρά της Δύσης υπάρχουν ενδείξεις «ενδιαφέροντος» για τις αντιθέσεις που διαπερνούν την περιοχή.
Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν περιορίσει την παρουσία τους σε κρίσιμες περιοχές έχει διαμορφώσει και δυναμικές τοπικής συνεννόησης και νέων συγκλίσεων σε ορισμένες περιοχές, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Μέση Ανατολή.
Ο ορίζοντας της σύγκρουσης με την Κίνα
Παρότι η Ρωσία έχει διατηρήσει σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο τα χαρακτηριστικά μιας υπερδύναμης και αυτή τη στιγμή πρωταγωνιστεί σε μια μεγάλη σύγκρουση, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τα πραγματικά όρια της ισχύος της, ιδίως της οικονομικής.
Αντιθέτως, η Κίνα που είναι ήδη η δεύτερη οικονομία του πλανήτη και επενδύει ιδιαίτερα και στις ένοπλες δυνάμεις της, την ώρα που αναπτύσσει μια αρκετά ενεργητική διπλωματία, τόσο οικονομικά μέσω της στρατηγικής «μία ζώνη – ένας δρόμος» αλλά και πολιτικά, παραπέμπει πολύ περισσότερο σε μια δύναμη που προοπτικά θα αμφισβητήσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο τρόπος που η Δύση άφησε να εξελιχτεί η αντιπαράθεση γύρω από την Ουκρανία και αρνήθηκε να προσφέρει τις εγγυήσεις ασφάλειας που ζητούσε η Ρωσία, παραπέμπει ακριβώς στο ότι ήθελε μια σύγκρουση που θα έστελνε το μήνυμα και στην Κίνα ότι δεν θα μείνουν αναπάντητες τυχόν επιθετικές ενέργειες.
Αυτό αποτυπώνεται και στον τρόπο που διάφορα μέτρα εμπορικού και ανταγωνισμού με την Κίνα, όπως είναι αυτά που αφορούν την υψηλή τεχνολογία ημιαγωγών, κυρίως παρουσιάζονται ως μέτρα που έχουν να κάνουν με την ασφάλεια και τη χρήση τεχνολογίας για πολεμικούς σκοπούς.
Αντίστοιχα, δεν είναι τυχαία η νέα φόρτιση γύρω από το θέμα της Ταϊβάν και ο τρόπος που στις ΗΠΑ ένα κομμάτι του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου προτείνει μια πιο επιθετική γραμμή, που αρχίζει και αποκλίνει από τη στρατηγική της «μίας Κίνας» και που δείχνει να προσπαθεί να απαντήσει προληπτικά σε μια προεξοφλούμενη επιθετική ενέργεια της Κίνας για τη βίαιη επανένωση με την Ταϊβάν.
Πόλεμος και ενεργειακή κρίση στο φόντο της δύσκολης πράσινης μετάβασης
Την ίδια στιγμή ο πόλεμος στην Ουκρανία πυροδότησε και μια χωρίς προηγούμενο ενεργειακή κρίση. Αυτό είχε ως πυρήνα την αναγκαστική προσπάθεια αποκοπής της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο αλλά και την προσπάθεια κυρώσεων και σε βάρος του ρωσικού πετρελαίου, τουλάχιστον για τις δυτικές οικονομίες.
Ωστόσο η πιο σημαντική διάσταση δεν είναι τόσο αυτή που αφορά τους τρόπους που μεθοδεύεται η απεξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές ενεργειακές ροές ή που δοκιμάζει η Δύση να ασκήσει πίεση μέσω των κυρώσεων. Δεν είναι επίσης καν το γεγονός ότι η Ρωσία εξακολουθεί εκτός του πεδίου των κυρώσεων να βρίσκει αγορές και άρα έτσι να συνεχίζει να έχει μια σημαντική πηγή εσόδων, που εκτός των άλλων χρηματοδοτούν και την πολεμική προσπάθεια.
Το βασικό είναι ότι ο πόλεμος έδειξε πόσο εξαρτημένη παραμένει η παγκόσμια οικονομία από τα ορυκτά καύσιμα. Σε πείσμα όλης της ρητορικής για την πράσινη μετάβαση, η πραγματικότητα είναι ότι ο πλανήτης «διψά» ακόμη για πετρέλαιο, φυσικό αέριο και γαιάνθρακα.
Γιατί είναι προφανές ότι εάν όντως είχε προχωρήσει όσο έπρεπε η πράσινη μετάβαση και η συνολική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, τότε η ενεργειακή επίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία θα ήταν πολύ μικρότερη.
Αντιθέτως, τα μηνύματα από την πρόσφατη COP27 ήταν μάλλον ανησυχητικά και αποκαρδιωτικά, αφού πλέον συζητιέται σχεδόν ανοιχτά ότι είναι μάλλον βέβαιο ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί για τη συγκράτηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν θα επιτευχθούν, ότι το όριο του 1,5ο C έχει χαθεί και το ερώτημα είναι εάν και πόσο θα συγκρατηθεί η μέση αύξηση της θερμοκρασίας σε σχέση με ένα κατώφλι 2o C. Μόνο που αυτό θα σημαίνει περιοχές αβίωτες από τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες ή επειδή θα βρεθούν σκεπασμένες από νερό.
Μια παγκόσμια οικονομία σε τροχιά κρίσης και όχι μόνο εξαιτίας του πολέμου
Ο συνδυασμός ανάμεσα στην πανδημία και τα προβλήματα που δημιούργησε στην περίοδο 2020-2021 και τις πολεμικές συγκρούσεις διαμόρφωσε διάφορα σοκ στην παγκόσμια οικονομία. Το αρχικό σοκ ζήτησης που προκάλεσε το παγκόσμιο λοκντάουν της άνοιξης του 2020 ακολούθησαν οι μεγάλες αναστατώσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες και στο τέλος η ενεργειακή κρίση.
Όλα αυτά οδήγησαν σε μια έκρηξη του πληθωρισμού που αποδείχτηκε ότι κάθε άλλο παρά συγκυριακή είναι. Πιο σωστό είναι να πούμε ότι τα σοκ αυτά και κυρίως τα σοκ από την πλευρά της προσφοράς έφεραν στο προσκήνιο όλες τις αντιφάσεις που διαπερνούν την παγκόσμια οικονομία και την ανισότητα που τη διαπερνά.
Αντιφάσεις που αφορούν την αδυναμία μεγάλων αλμάτων στην παραγωγικότητα της εργασίας, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, τη δυσκολία οι μεγάλες τεχνολογικές τομές να μετατραπούν και σε εκτίναξη της παραγωγικότητα, τα προβλήματα από την εντεινόμενη χρηματιστικοποίηση των οικονομιών, τις νέες πολώσεις στο διεθνές επίπεδο, κοντολογίς όλα αυτά που ταυτόχρονα τροφοδοτούν τον πληθωρισμό αλλά και οδηγούν σε μια επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης.
Και τα πράγματα κάνει ακόμη πιο δύσκολα η απουσία τρόπων σκέψης και μεθοδολογιών για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην αμηχανία των δυτικών κεντρικών τραπεζών που επιστρέφουν σε «ορθόδοξες» αντιπληθωριστικές πολιτικές, δηλαδή πολιτικές που επενδύουν στην ύφεση και στην αύξηση της ανεργίας για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, την ώρα που είναι σαφές ότι δεν ευθύνονται οι μισθοί και η κατάσταση στην αγορά εργασίας για την αύξηση των τιμών των προϊόντων, αλλά πολύ περισσότερο τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η τάση των επιχειρήσεων να προχωρούν σε αυξήσεις τιμών για να διατηρήσουν αυξημένα περιθώρια λειτουργικών κερδών.
Η κρίση των δημοκρατιών
Παρότι ένα μεγάλο μέρος της ρητορικής των δυτικών χωρών έχει να κάνει με την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δημοκρατίες και τα αυταρχικά καθεστώτα, στην πραγματικότητα την ίδια περίοδο βλέπουμε μια κρίση και των δημοκρατιών. Αυτό είναι έντονο και στην Ευρώπη, ενδεικτικό το χαμηλό ποσοστό Μακρόν στον πρώτο γύρο των προεδρικών και στις βουλευτικές ή η εκλογή μιας θαυμάστριας του Μουσολίνι στην πρωθυπουργία της Ιταλίας, αλλά και στις ΗΠΑ όπου η λογική Τραμπ εξακολουθεί να έχει απήχηση. Επεκτείνεται στον τρόπο που μπορούν ακόμη θεωρίας συνωμοσίας να έχουν απήχηση ή στο ίδιο το πρόβλημα των fake news. Το γεγονός ότι καταγράφονται σημάδια απομάκρυνσης από την επίσημη πολιτική ή και πολιτικής απάθειας, ή το πολυσυζητημένο θέμα της «κρίσης ηγεσίας», όλα αυτά συγκλίνουν στην ίδια εικόνα.
Δεν είναι τυχαίο ότι απέναντι σε αυτή την κατάσταση η ρητορική κυβερνήσεων όπως της Ρωσίας ή της Κίνας επικεντρώνει στα προβλήματα ή στην έλλειψη συνοχής των «φιλελεύθερων δημοκρατιών», παρουσιάζοντάς τις ως πεδία κατακερματισμένων «ταυτοτήτων» χωρίς κοινό αφήγημα και αντιπροτείνοντας έναν αυταρχικό και πατερναλιστικό συντηρητισμό με έμφαση στις παραδοσιακές εθνικές ταυτότητες και στους σαφείς έμφυλους ρόλους.
Υπάρχει έξοδος από την εποχή των «πολύ-κρίσεων»;
Όλα αυτά δεν προκαλούν ιδιαίτερη αισιοδοξία για την επόμενη χρονιά. Κυρίως γιατί φαίνεται ως εάν όλοι να θεωρούν ότι το καθοριστικό θα είναι ο συσχετισμός στο ίδιο το πολεμικό πεδίο. Μόνο που αυτό απλώς εγγυάται την παράταση του πολέμου. Όμως, φαίνεται πολύ δύσκολο να αναδεικνύεται μια διαφορετική δυναμική σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια διαφορετική τάση συνεννόησης. Αυτό βεβαίως που δεν είναι ποτέ εύκολο να προβλεφθεί, είναι το ποιες θα είναι οι κοινωνικές δυναμικές που θα αναπτυχθούν. Η «ευελιξία» με την οποία αντιμετωπίζει πλέον την πανδημία η κινεζική ηγεσία είναι ενδεικτική ενός φόβου κοινωνικών εκρήξεων. Διάφορα άλλα σημάδια κατατείνουν: η Βρετανία ξαναζεί έναν «χειμώνα δυσαρέσκειας», το κίνημα ενάντια στην κλιματική αλλαγή είναι ένα από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα κινήματα στην ιστορία, το Ιράν συνταράσσεται ακόμη από μια κοινωνική έκρηξη διαρκείας, η Λατινική Αμερική παραμένει ήπειρος ανατροπών, για να δώσουμε μερικά παραδείγματα. Το εάν θα υπάρξουν κοινωνικές εκρήξεις, που θα υπάρξουν και σε ποια κατεύθυνση, είναι ίσως τα πιο σημαντικά ανοιχτά ερωτήματα για την επόμενη χρονιά. Αλλά και ίσως ένας μία από τις λίγες παραμέτρους αισιοδοξίας.