Συνεχίστηκαν οι μαρτυρίες στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στο ακροατήριο
«Εν καιρώ ειρήνης είχαμε πόλεμο στην ανατολική ακτή», «Κράτος ντροπή» , «πως να αντέξεις όταν δίνεις στον έρωτα της ζωής σου, στη γυναίκα της ζωής σου τον λόγο σου ότι θα πας να τη σώσεις και δεν τηρείς»; Αποσπάσματα γεμάτα σπαραγμό, οργή και πόνο από τη μαρτυρία του Γιώργου Καίρη, ενός ακόμα κατοίκου που πλήρωσε πολλαπλώς την εγκληματική απουσία του κρατικού μηχανισμού τη μέρα που ξέσπασε η φωτιά και από τότε τελείωσε και η δική του ζωή.
Ο μαυροφορεμένος άνδρας με τη σταθερή φωνή, γεμάτη συναισθήματα , απέδωσε φόρο τιμής στην γυναίκα της ζωής του, και σε όσους έχασαν αγαπημένα πρόσωπα εκείνη τη μοιράια μέρα του Ιουλίου του 2018. Και στο τέλος για τη μνήμη της αφιέρωσε ένα ποίημα γραμμένο αποκλειστικά για εκείνη. Για εκείνη που με σπαρακτικό τρόπο, όπως περιέγραψε αποχαιρέτισε, την ώρα που οι πυροσβέστες, οι οποίοι μετέφεραν την σορό της του επέτρεψαν – και πως θα μπορούσαν να κάνουν άλλωστε- να ανοίξει τον κίτρινο σάκο και να την αποχαιρετήσει για τελευταία φορά.
Διαβάστε επίσης: Πόλεμος στην Ουκρανία: Δραματικοί διάλογοι Ρώσων με τις οικογένειές τους
Πώς να συνεχίσεις να ζεις…
«Της έδωσα το λόγο μου και της είπα: «Μη φοβάσαι θα ανέβω να σε πάρω. Πώς μπορεί να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωής σου και δεν τον τήρησες ; Δεν ξέρω πως υπάρχω…» είπε κλαίγοντας με λυγμούς ενώ αφηγήθηκε την συγκλονιστική στιγμή του τελευταίου «αντίο» όταν άγγιξε «τα παγωμένα χείλη της» λίγο πριν την μεταφέρουν μέσα σε ένα κίτρινο σάκο.
«Γύρω στις 5:15 ακούσαμε ότι η φωτιά έχει πάει στο Νταού Πεντέλης. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Στις 5:20 της είπα «ντύσου εσύ, θα πάω στον Άγιο Ιωάννη να δω τι γίνεται» κατέθεσε ο μάρτυρας ο οποίος είπε πως στην συνέχεια έβαλε το αμάξι μέσα στο γκαράζ λέγοντας στους γείτονες , οι οποίοι είχαν ένα βρέφος 3 μηνών, «να φεύγουμε καιγόμαστε». «Φωνάξαμε τα σκυλιά ήταν εκπαιδευμένα, μπήκαν αμέσως στο αμάξι. Η Τάνια μου ζήτησε να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει τα πράγματα της. Κοσμήματα, χρήματα και χαρτιά. Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι δεν την έβλεπα. Φώναζα «Τάνια, Τάνια».
Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα. Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί. ….Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι. Έχω στο μυαλό μου εικόνα να κάνω βήματα στον αέρα και να φωνάζω την Τάνια χωρίς η φωνή μου να βγαίνει» περιέγραψε ο μάρτυρας και συνέχισε αναφερόμενος στις προσπάθειες του να βρει βοήθεια χωρίς αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε τίποτα, ούτε αστυνομία, ούτε πυροσβεστική, ούτε κανείς από το Δήμο, ανέφερε χαρακτηριστικά σημειώνοντας πως το μόνο που κατάφερε ήταν να βρει ένα τηλέφωνο από το οποίο τηλεφώνησε στη γυναίκα του. «Μου είπε: «Καίγονται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω».
Η Πυροσβεστική έφυγε
Ίσως είναι το πιο τραγικό σημείο. Της είπα: «Μη φοβάσαι, της έδωσα το λόγο μου: «Θα ανέβω να σε πάρω». Πως μπορείς να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωή σου και δεν τον έσωσες. Δεν ξέρω πως υπάρχω. … Κάποια στιγμή γύρω στις 8 εμφανίστηκε ένα βανάκι της Πυροσβεστικής. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας το σταμάτησα. «Βοήθησε με. Η γυναίκα μου ζει πάμε να την πάρουμε» τους είπα. Γύρισε και μου είπε: «Εγώ είμαι εδώ για άλλη δουλειά και σηκώθηκε και έφυγε» είπε κλαίγοντας.
Ο μάρτυρας μίλησε για την σοκαριστική στιγμή που εντόπισε τη σύζυγο του νεκρή. «Μπήκαμε στο σπίτι …Ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω. …Έμεινε αβοήθητη μια ολόκληρη ώρα. Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα και πηγαίνανε για καφέ ενώ ξέρανε τι συνέβη… Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς. Μόνο ένα γιατρό είδα, διασώστη. Πάνω στη μηχανή του να πετάει το κράνος του κάτω και να λέει «δεν μπορώ είναι ο τέταρτος νεκρός και δεν πρόλαβα…».
Δεν είχα που να μείνω
Ράγισαν καρδιές όταν ο μάρτυρας περιέγραψε πως την ώρα που η Πυροσβεστική περισυνέλεξε τη σορό της, εκείνος τους ζήτησε να ανοίξουν το σάκο για να τη χαιρετήσει. «Ο ήχος του φερμουάρ τρυπάει το κεφάλι μου. Και πώς να φιλήσεις τον έρωτα της ζωής σου για 21 ολόκληρα χρόνια; Τα χείλια της ήταν παγωμένα…» είπε ο μάρτυρας τρέμοντας και συνέχισε λέγοντας: «Μετά από όλο αυτό δεν είχα που να μείνω. Κοιμόμουν τέσσερις ημέρες στο αυτοκίνητο. Πήγα στο πολιτιστικό κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώρουχα. Η απόλυτη ξεφτίλα. Και βρέθηκε ένας άνθρωπος και δυο κυρίες που μας επέτρεψαν δωρεάν να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο.
Αυτό όφειλε να το κάνει το κράτος. Αυτό το κράτος της ντροπής θα έπρεπε να έχει σκεφτεί να χορηγηθούν οι τάφοι δωρεάν ώστε να μην υπάρχουν εκταφές. Διανοείστε ότι έχουν ξεκινήσει οι εκταφές; Υπάρχει άνθρωπος που από το Δήμο Αθηναίων του είπαν να κάνει εκταφή αλλιώς «θα πληρώσεις». Έκαιγε η φωτιά 77 λεπτά μέχρι να μπει μέσα στον οικισμό. Οι κατασκηνώσεις στις 5 εκκενώθηκαν. Ένας δεν υπήρχε να μας πει «φύγετε;». Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ; (σ.σ. δείχνει στην έδρα ένα σακουλάκι). Είναι ότι απέμεινε από τον έρωτα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόραγε. Να το ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα τίποτα άλλο».
Ήταν όλοι απών
Ο γιός της Τάνιας, Έκτορας Διαμαντίδης μίλησε στο δικαστήριο για τις απεγνωσμένες προσπάθειες τους να την εντοπίσουν μέσα στο χάος που επικρατούσε. «Από την ημέρα που την έχασα, έχασα το χαμόγελο από τα χείλη μου. Ήμουν δεμένος μαζί της. Κάποιος της στέρησε τη δυνατότητα να γνωρίσει την εγγονή της» κατέθεσε συγκινημένος ο μάρτυρας ο οποίος αφηγήθηκε πως όταν τη μοιραία ημέρα κατάλαβε ότι η μητέρα του κινδυνεύει την κάλεσε στο τηλέφωνο.
«Δεν απαντούσε. Γύρω στις 6:40 την βρήκα. Κατάλαβα ότι τίποτα δε πάει καλά. Άκουγα ουρλιαχτά από μέσα. «Έκτωρα τρέχω να σωθώ καίγομαι» μου είπε» περιέγραψε και στη συνέχεια αναφέρθηκε στην προσπάθεια του να επικοινωνήσει με τον πατριό του. «Τίποτα. Δεν κατάφερα να επικοινωνήσω, ούτε με την Πυροσβεστική, ούτε με την Αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε. Ήταν όλοι απών. Γύρω στις 9 το βράδυ κατάφερα να βρω τον πατριό μου. Με τρεμάμενη φωνή μου είπε να φανώ δυνατός και ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει εντός της σπιτιού» κατέθεσε συμπληρώνοντας πως έπαθε κρίση πανικού και ζητούσε να της μιλήσει.
Έφτασε στο σημείο παραβιάζοντας τις απαγορεύσεις
Νωρίτερα, ο Ευάγγελος Κωστόπουλος απευθυνόμενος στους δικαστές είχε περιγράψει τη δική του συγκλονιστική προσπάθεια του να σώσει μέσα από τις φλόγες στο Μάτι τον τραυματισμένο πατέρα του ενώ η μητέρα του ήταν ήδη νεκρή .
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις αγωνιώδεις προσπάθειες του να φτάσει με το μηχανάκι του στο Μάτι παραβιάζοντας τις απαγορεύσεις καθώς ήθελε να βοηθήσει τους γονείς του που είχαν Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) . Η εικόνα που αντίκρισε ήταν απόκοσμη.
«Βρήκα τη μητέρα μου πεσμένη πίσω από το σπίτι. Κάηκε από το θερμικό κύμα. Είχε μουμιοποιηθεί. Η φλόγα ήταν 5 μέτρα από εκείνη. Προσπάθησα να πλησιάσω κι έπεσα κάτω. Έμεινα δέκα λεπτά. Ο αρχηγός της πυροσβεστικής μου είπε ότι βίωσα 300 βαθμούς τουλάχιστον…» περιέγραψε φορτισμένος και στη συνέχεια μίλησε για τη στιγμή που εντόπισε τον πατέρα του μέσα στο σπίτι.
«Απομακρύνθηκα και φώναζα στον πατέρα μου. Εκείνος φώναζε αλλά ήταν κάτω, καιγόταν η κουζίνα… Ήταν καμένος στα χέρια και τα πόδια. Μπήκα έρποντας, τον τράβηξα…». Ο μάρτυρας κατέθεσε πως για καλή τους τύχη το μοναδικό αυτοκίνητο που δεν είχε καεί ήταν το δικό τους και ο πατέρας του είχε στην τσέπη του τα κλειδιά.
«Τον πήρα στην πλάτη. Τον έβαλα μέσα και ξεκινήσαμε. Μεγάλο δώρο γιατί και τα κλειδιά τα είχε στην τσέπη. Αν τα είχε κάπου αλλού δεν θα προλαβαίναμε» τόνισε συμπληρώνοντας πως πήγε τον πατέρα του που ήταν σε άσχημη κατάσταση στο Σωτηρία, δεν τον δέχτηκαν και στη συνέχεια στον Ευαγγελισμό όπου αμέσως τον διασωλήνωσαν. «Πέρασαν δύο μήνες στο νοσοκομείο. Τώρα είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση του. Θα ήθελε να έχει φύγει….» είπε αναφερόμενος στον πατέρα του που εξακολουθεί να δίνει αγώνα.
Παιδοψυχολόγοι παρακολουθούσαν το παιδί
Στη βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η Παναγιώτα Μαλαίνου η οποία έχασε στην πύρινη λαίλαπα τη μητέρα της η οποία ήταν 73 ετών και βρισκόταν στο Μάτι μαζί με την εγγονή της η οποία κινδύνευσε. Πέντε περίπου χρόνια μετά η γυναίκα εξακολουθεί να ψάχνει απαντήσεις στα μεγάλα «γιατί» που τη βασανίζουν.
Η μάρτυρας περιέγραψε στο δικαστήριο πώς η μητέρα της με τη μικρή ανιψιά της έφυγαν από το σπίτι και πήγαν σε μια φιλική οικογένεια που είχε αυτοκίνητο για να φύγουν για Αθήνα. Ο δρόμος , όμως, είχε κλείσει και η φωτιά πλησίαζε οπότε αποφάσισαν να πάνε στην Αργυρά Ακτή .
«Εκεί έπεφταν πέτρες, καύτρες, ξύλα .Μπήκαν στην ακρογιαλιά για να σωθούν αλλά έρχονταν πράγματα στο κεφάλι τους .Άνεμος τράβηξε σαν σκούπα όλα όσα έπεφταν. Η ανίψια μου διασώθηκαν από ένα ψαράδικο. Η θάλασσα τη μητέρα μου την παρέσυρε στη Λούτσα, τη συνέλεξε κι εκείνη το ψαροκάικο, αλλά ήταν νεκρή…» είπε κλαίγοντας με λυγμούς και συνέχισε «Η μαμά μου κατέληξε. Το παιδί, η Ειρήνη μας, πέρασε πολύ άσχημα .Το παρακολουθούσαν παιδοψυχολόγοι…».
Η μάρτυρας κατέθεσε πως αν και γνώριζαν οι Αρχές το θάνατο της μητέρας της από τις πρώτες ώρες, της το είπαν μέρες μετά. «Αν μου το έλεγαν τότε, θα την αναγνώριζα εκείνη τη στιγμή, όχι ένα ανθρωπάκι της Μισελέν που μου έδειξαν μετά. Την είδα έπειτα από μέρες και απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα» είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
Τα αυτοκίνητα ήταν μάζες λιωμένες
«Γιατί έκλεισαν οι δρόμοι; Τα αυτοκίνητα ήταν μάζες λιωμένες. Είπα είμαι στη Βυρηττό; Δεν περίμενα να δω τέτοιες εικόνες. Τα πάντα σβηστά και λιωμένα. Ένιωσα τον τρόμο που βίωσε αυτό το παιδάκι, που έχασε τη γιαγιά της. Η οικογένεια μας ζει με αυτή τη σκιά αυτά τα 4 χρόνια. Η Ειρήνη μου τα δυο πρώτα χρόνια άφησε το σχολείο κι έκανε εκπαίδευση κατ’ οίκον» ανέφερε η μάρτυρας και μίλησε για το γολγοθά που έζησε αναζητώντας τη μητέρα της.
Με την ευχή «να μη ξαναγίνει τέτοιο πράγμα» έκλεισε την δική του κατάθεση ο Ευάγγελος Χαμηλοθώρης , ο οποίος έχασε το γιο του, ενώ λίγο καιρό μετα και τη σύζυγό του η οποία δεν άντεξε την απώλεια του παιδιού τους.
Όπως είπε ήταν στο σπίτι με τη σύζυγο του όταν έμαθε για τη φωτιά.
Εγκλωβίστηκε στον δρόμο του θανάτου
«Ο γιος μου εργαζόταν και σχόλασε στις 6. Μιλήσαμε και του είπαμε να προσέχει γιατί έχει φωτιά. Γύρω στις 18.30 είχαμε μια επικοινωνία. «Μπαμπά μας έμπλεξαν με τη φωτιά». Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένα μπαμ και κόπηκε η επικοινωνία», περιέγραψε και συνέχισε μιλώντας για τις ώρες αγωνίας που ακολούθησαν.
«Θεωρήσαμε ότι έπεσαν οι γραμμές λόγω της φωτιάς. Έπειτα από μια ώρα πήγαμε στη αστυνομικό τμήμα της Ραφήνας να ρωτήσουμε αν υπάρχει εικόνα για τραυματίες ή νεκρούς. Αρχίσαμε την αναζήτηση του σε όλα τα νοσοκομεία. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε και η κόρη μου έδωσε dna. Έδωσα κι εγώ και μου ανακοίνωσαν ότι ταυτοποιήθηκε η σορός. Ο γιος μου επέστρεφε από την εργασία του στο σπίτι μας στο Μαραθωνα. Εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου, όπως τον λέμε πια» κατέθεσε ενώ αναφέρθηκε στον ιατροδικαστή που του είπε πως το παιδί του δεν ταλαιπωρήθηκε γιατί είχε προηγουμένως λιποθυμήσει από τον καπνό.
«Αυτό υποτίθεται είναι μια παρηγοριά. Η σύζυγος μου δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας. Από εκείνη την ημέρα κλείστηκε στον εαυτό της. Ύστερα από λίγο καιρό έπαθε καρδιακή προσβολή την ώρα του ύπνου. Γι’ αυτό δεν είναι εδώ. Μια ευχή μόνο, να μη ξαναγίνει τέτοιο πράγμα» κατέθεσε έντονα φορτισμένος.