Ο καθηγητής Βαληνάκης σε δοκίμιό του στο Foreign Affairs The Hellenic Edition, σχολιάζει και την τρέχουσα περίοδο, σημειώνοντας ότι «ούτε τα τελευταία χρόνια πάντως εκπονήθηκε ολοκληρωμένη στρατηγική, ούτε βεβαίως και κατατέθηκε.
Μια νέα προσέγγιση σχετικά με την εξωτερική πολιτική που ασκεί παγίως η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας προτείνει ο καθηγητής και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, Γιάννης Βαληνάκης, με εκτενές δοκίμιό του στο τεύχος Δεκεμβρίου 2022 – Ιανουαρίου 2013 του Foreign Affairs The Hellenic Edition που κυκλοφορεί.
Σύμφωνα με τον κ. Βαληνάκη, η στρατηγική που ακολουθείται απέναντι στην Τουρκία συνιστά απλώς μια ανακλαστική συνέχιση της διαχρονικής πολιτικής των τελευταίων 40 ετών που, όμως, έχει ήδη αποδειχθεί αναποτελεσματική.
Μια πρόχειρη αναδρομή στην τελευταία τεσσαρακονταετία αποδεικνύει ότι, συνολικά κρινόμενη, η πάροδος του χρόνου δεν προσπόρισε στην Ελλάδα πρακτικά κέρδη στο εξ Ανατολών μέτωπο, ούτε έστω βελτίωσε τις διαπραγματευτικές θέσεις του Ελληνισμού (Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας, εφεξής ΚΔ ) απέναντι στον παραδοσιακό αντίπαλό του.
Αντίθετα , η Άγκυρα πραγματοποίησε συνολικά σημαντικότατες προόδους. Οι διεκδικήσεις της «διευρύνθηκαν θεαματικά κατά το πλέον πρόσφατο διάστημα, γεγονός που από μόνο του παραπέμπει σε αποτυχία της όποιας αποτρεπτικής στρατηγικής μας.
Η Ελλάδα χρειάζεται συνεπώς, και μάλιστα επειγόντως, μια δραστικά επικαιροποιημένη στρατηγική με στόχο την αντιμετώπιση της γείτονος, και προοπτικά την “Διεκδικητική Εξομάλυνση” των σχέσεων».
Οι μεγάλες αλλαγές
Ο κ. Βαληνάκης περιγράφει τις μεγάλες αλλαγές που συνέβησαν στην διεθνή σκηνή τα τελευταία 50 χρόνια κατά τα οποία η Ελλάδα έμεινε στο επιγραμματικό δόγμα του Ανδρέα Παπανδρέου «δεν παραχωρούμε τίποτα, δεν διεκδικούμε τίποτα» παρά το γεγονός ότι η χώρα κατάφερε δυο κεφαλαιώδους σημασίας επιτυχίες: την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την υπογραφή της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
«Ειδικά στο κρίσιμο θέμα της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας, η Αθήνα προτίμησε την πολιτική της αδράνειας και των άκρων, κι όχι την επίδειξη “έξυπνης” ευελιξίας. Έτσι αρχικά ακολούθησε (περίοδος Α. Παπανδρέου) την πολιτική της άτεγκτης άρνησης έναντι της σύσφιγξης των δεσμών Άγκυρας- Βρυξελλών, εξαρτώντας την ουσιαστικά από την πλήρη εγκατάλειψη, εκ μέρους της Τουρκίας, της όλης πολιτικής της απέναντι στον Ελληνισμό. Ο διάδοχος του Α. Παπανδρέου, Κ. Σημίτης, έκρινε σκόπιμο, προφανώς υπό την επήρεια της δραματικής ήττας των Ιμίων, να καταφύγει στο εντελώς αντίθετο άκρο πολιτικής. Άνοιξε έτσι, στην σύνοδο κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι (1999), την «πόρτα» της τουρκικής ένταξης, λαμβάνοντας όμως αμφιλεγόμενα και ελάχιστα για την περίσταση ανταλλάγματα: αφενός την αποσύνδεση της κυπριακής ένταξης από την λύση του προβλήματος, αφετέρου την “υποχρέωση” της Τουρκίας να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), ουσιαστικά όμως για όποια θέματα εκείνη θα έκρινε σκόπιμο», γράφει χαρακτηριστικά.
Τα κριτήρια της Κοπεγχάγης
«Ψήγματα σχεδιασμού υπήρξαν μεν διαχρονικά, αλλά οι προσπάθειες ήταν διάσπαρτες και αποσπασματικές. Επί παραδείγματι, τον Οκτώβριο του 2005, η Αθήνα διέρρηξε το μέχρι τότε “ταμπού” των “κριτηρίων της Κοπεγχάγης”, επιβάλλοντας μετά από πίεση στους εταίρους την διεύρυνσή τους. Προστέθηκαν έτσι στον ενταξιακό δρόμο της Άγκυρας τα λεγόμενα “προαπαιτούμενα” που για πρώτη φορά αφορούσαν ευθέως στην εξωτερική συμπεριφορά της υποψήφιας χώρας (“Διαπραγματευτικό Πλαίσιο ΕΕ- Τουρκίας”). Σύμφωνα με την στρατηγική που είχε χαραχθεί από την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, η Ελλάδα θα έθετε τα ελληνοτουρκικά -αφού έτσι κι αλλιώς αφορούσαν σε οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών- κατά την διαπραγμάτευση του Κεφαλαίου 13 (“Αλιεία”). Ως όρος θα ετίθετο εδώ η υποχρέωση της Άγκυρας να προσχωρήσει άνευ ετέρου (benchmarking) στην Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας -μια δηλ. δεδομένη υποχρέωση κάθε υποψήφιου κράτους ως μέρους του ενωσιακού κεκτημένου. Ωστόσο, μετά την πτώση της τότε κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και το εν γένει μπλοκάρισμα των διαπραγματεύσεων, η προσπάθεια δεν είχε συνέχεια».
Ο καθηγητής Βαληνάκης σχολιάζει και την τρέχουσα περίοδο, σημειώνοντας ότι «ούτε τα τελευταία χρόνια πάντως εκπονήθηκε ολοκληρωμένη στρατηγική, ούτε βεβαίως και κατατέθηκε. Κι αυτό, παρά την θεαματικά αυξητική τάση της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά και παρά την σταδιακή μετατόπιση των εταίρων προς μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα απέναντι στην Άγκυρα. Ούτε προβλήθηκε ποτέ σοβαρά η απειλή αρνησικυρίας (βέτο), ακόμη και εν μέσω διαδοχικών κρίσεων με την Τουρκία. Ούτε μελετήθηκαν οργανωμένα, ούτε ποτέ επιβλήθηκαν εμπάργκο ή ουσιαστικές κυρώσεις εναντίον της. Η Αθήνα συνέχισε να αντιμετωπίζει τις κρίσεις με ενστικτώδεις αντιδράσεις, συναισθηματικά φορτισμένες, επικοινωνιακής στόχευσης και τελικά χαμηλής αποτρεπτικής ισχύος» δεδομένου ότι η Τουρκία όχι μόνο δεν μείωσε αλλά αύξησε τις διεκδικήσεις και την επιθετικότητά της.
Αφού παραθέσει μια σειρά από χαμένες για την Ελλάδα ευκαιρίες καθώς και πολλές από τις διεθνείς αλλαγές που επηρεάζουν τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, συνήθως εις βάρος της Ελλάδας, μερικές φορές δε με την μη αξιοποίηση των συγκυριών (όπως π.χ. η στάση της ΕΕ έναντι της Ουκρανίας που δεν συγκρίνεται καν με την παντελή έλλειψη αποτρεπτικών μέτρων έναντι της Τουρκίας και υπέρ της Ελλάδας και της Κύπρου, χωρών-μελών της ίδιας της ΕΕ), ο κ. Βαληνάκης προβαίνει στην πρόταση για μια νέα στρατηγική «Διεκδικητικής Εξομάλυνσης», όπως την ονομάζει.
Η νέα αυτή στρατηγική έχει ως βάση της έξι πυλώνες οι οποίοι αναλύονται σε επιμέρους θέσεις και ενέργειες. Συνοπτικά, οι πυλώνες αυτοί είναι: ο ορισμός των εθνικών στόχων, ειδικά για τις θάλασσες ελληνικού ενδιαφέροντος, οι διαπραγματεύσεις με τους γείτονες της χώρας σχετικά με τις ΑΟΖ, η αξιολόγηση των παραμέτρων της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας και η ανάγκη ενίσχυσής της, η εκπόνηση σχεδίου αξιοποίησης της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ, και, τέλος, η αλλαγή της εθνικής στρατηγικής σχετικά με την Κύπρο, καθώς δεν αντανακλά πια τις συνθήκες του 1974 δεδομένου ότι σήμερα η Ελλάδα όπως και η Κύπρος βρίσκονται σε πολύ ισχυρότερη θέση._