Δολοφονία Γρηγορόπουλου: Αυτό το κείμενο θα γραφτεί σε πρώτο πληθυντικό γιατί στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 ήμουν εκεί. Ήταν η εξέγερση που καθόρισε μία γενιά και καλεί τώρα, μία άλλη, μία επόμενη, να μην ξεχάσει ποτέ τι έγινε εκείνο το βράδυ του Σαββάτου
Γράφει η Όλγα Στέφου
Εκείνο το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008 τα Εξάρχεια ήταν γεμάτα κόσμο. Στη συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλλα, στον πεζόδρομο, βρισκόταν ο 15χρονος Αλέξης Γρηγορόπουλος με τους φίλους του. Ένα περιπολικό πέρασε, ακούστηκαν αποδοκιμασίες και ο ειδικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκονέας κατέβηκε, περπάτησε, σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε τον Γρηγορόπουλο στην καρδιά. Το παιδί ήταν νεκρό.
Τα νέα τα πληροφορηθήκαμε πάρα πολύ γρήγορα: στην αρχή έλεγαν ασαφώς ότι υπήρχε τραυματίας. Μετά ότι ήταν παιδί. Μέσα στην επόμενη μία ώρα θα ξέραμε πως δολοφονήθηκε ένας 15χρονος μαθητής από αστυνομικό. Είναι μέχρι και σήμερα απίστευτα δύσκολο να κατανοήσω πώς καταφέραμε και μαζευτήκαμε τόσες χιλιάδες κόσμου στα Εξάρχεια μέσα σε τόση λίγη ώρα.
Θα ξεκινούσε επιτόπια πορεία. Αμέσως μόλις βγήκαμε στη Σόλωνος, μας έπνιξαν τα δακρυγόνα. Κόσμος από το σώμα της πορείας μπήκε στη Νομική Σχολή, μια κίνηση που έκτοτε θα θυμόμαστε ως «κατάληψη της Νομικής». Την επόμενη μέρα, θα ξεκινούσε πορεία στην Αλεξάνδρας, η οποία βίαια κόπηκε στη μέση από φωτιές, κρότου λάμψης και δακρυγόνα.
Την ίδια μέρα ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, Προκόπης Παυλόπουλος, υποβάλει παραίτηση, αλλά δεν γίνεται δεκτή από τον πρωθυπουργό, Κώστα Καραμανλή.
Γιατί ήταν εξέγερση
Αμέσως είπαμε ότι έχουμε εξέγερση. Σαν έτοιμοι από καιρό, κατευθείαν από τα γαλλικά προάστια και τη δική τους εξέγερση το 2005 η ελληνική νεολαία μάθαινε ότι δεν μπορεί να κάνει όνειρα πια. Θα τελειώναμε τις σχολές μας και είτε θα δουλεύαμε με μπλοκάκια, είτε καθόλου. Καθώς, λοιπόν, οι νέοι πάντα γνωρίζουν καλύτερα το μέλλον, έτσι κι εμείς τότε 18, 20 χρονών παιδιά ήμασταν απολύτως βέβαια ότι το δικό μας δεν προδιαγράφεται λαμπρό.
Φυσικά, ήμασταν θυμωμένοι. Το αρχικό σοκ της δολοφονίας και μάλιστα μία δολοφονίας μέσα σε κόσμο, στα Εξάρχεια, στα στέκια μας, μετατράπηκε σε θυμό. Ο Αλέξης αν 15 χρονών, εμείς 18. Θα μπορούσε να πέσουμε νεκροί ο καθένας και οι καθεμία μας. Αλλά δεν ήταν μόνο η φρίκη της δολοφονίας. Ήταν η απόγνωση που νιώθεις όταν παύεις να νιώθεις ασφαλής κι εμείς δε νιώθαμε ασφαλείς μόνο λόγω της καταστολής. Δε νιώθαμε ασφαλείς για το μέλλον μας.
Το πιο πολιτικό σύνθημα του Δεκέμβρη, λοιπόν, ήταν ένας προάγγελος για το πρώτο μνημόνιο, λίγο αργότερα μέσα στο 2009. «Στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες, ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες». Μέσα στην αναμπουμπούλα της εξέγερσης, η ελληνική κυβέρνηση δώρισε στις τράπεζες πάνω από 60 δις ευρώ, για να προσπαθήσουν να καλύψουν μια ανοιχτή πληγή της οικονομίας. Η κοινωνία γύρω μας άλλαζε κι εμείς φωνάζαμε «δεν θα γίνουμε η γενιά των 700 ευρώ».
Δυστυχώς, δικαιωθήκαμε. Δε γίναμε η γενιά των 700 ευρώ. Γίναμε η γενιά των πεντακοσίων.
Στη Νομική κάναμε συνελεύσεις κάθε πρωί. Στον πρώτο όροφο τα σωματεία, στον πέμπτο οι φοιτητές και στον έβδομο οι μαθητές. Τα απογεύματα πηγαίναμε στις πορείες. Η πρώτη απογευματινή πορεία ήταν την Δευτέρα στις 8 Δεκέμβρη, όταν για πρώτη φορά είδαμε στους δρόμους ΟΠΚΕ και ασφαλίτες να σπάνε βιτρίνες. Φωνάζαμε ότι αυτοί δεν είναι αναρχικοί, ακούμε από τους ασυρμάτους εντολές μα δε μας πίστευε κανένας. Μα έπνιξαν στα δακρυγόνα τόσο πολύ, που για μήνες αργότερα οι πνεύμονές μας έβηχαν μαύρη πίσσα.
Δεν ήμασταν απλώς οργισμένοι νέοι. Αν ήταν σκέτη οργή, θα διαρκούσε μόνο τρεις μέρες. Ήμασταν νέοι απεγνωσμένοι. Εκείνη την στιγμή νομίζαμε ότι παλεύουμε για να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά κάπως μέσα μας σίγουρα το ξέραμε ότι πολεμάμε για να μην τον χάσουμε οριστικά. Γιατί οι νέοι πάντα ξέρουν καλύτερα.
Η Νομική, το Πολυτεχνείο, η Ακρόπολη
Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου. Τα διεθνή ΜΜΕ αν μαζί μας: «έλληνες εξεγερμένοι». Στην Αθήνα είχαμε δύο μεγάλες καταλήψεις, με κυρίαρχη αυτή της Νομικής, ενώ κόσμος είχε συγκεντρωθεί και το Πολυτεχνείο.
Στη Νομική συνέβησαν ιστορίες τραγελάφικές κι ιστορίες μεγαλειώδεις. Στις τραγελαφικές συγκαταλέγεται η απόγνωση των γονιών μας που έβλεπαν ειδήσεις. Μετέδιδαν εικόνες αρχείου ή εικόνες παραπλανητικές και έλεγαν ότι καίγεται η σχολή, ότι καίγεται η Εθνική Βιβλιοθήκη… Χτυπούσαν ταυτόχρονα τα τηλέφωνά μας και ταυτόχρονα σχεδόν ακουγόταν ένα «όχι, ρε μαμά: Δεν καιγόμαστε!».
Δεν καιγόμασταν, φυσικά. Οι αναμμένοι κάδοι είχαν την εξής χρησιμότητα: έκαναν τον καπνό από τα δακρυγόνα να φεύγει προς τα πάνω. Και δεν έλεγε να βρέχει με τίποτα εκείνες τις μέρες…
Τότε, τις ίδιες μέρες, η Νεολαία Συνασπισμού θα ανέβαινε στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης με ένα τεράστιο πανό που θα έκανε, επίσης, τον γύρο του κόσμου: είχαμε εξέγερση σε όλες τις γλώσσες. Κι όσο η διεθνής κοινότητα ήταν σοκαρισμένη για την δολοφονία ενός παιδιού και τη δική μας οργή, οι εγχώριες φωνές θα αναρωτιόντουσαν: «τι δουλειά είχε στα Εξάρχεια ο Γρηγορόπουλος» και αν στη σοσιαλιστική εξέγερση θα σπάσουν βιτρίνες…
Κάποια στιγμή ξεκίνησαν να έρχονται γονείς στη Νομική να μας επιπλήξουν. Τους μιλούσαμε. Είχαμε βάψει πολύχρωμο το κυλικείο και μοιράζαμε φαγητό στους αστέγους. Όλοι στο τέλος έφευγαν δηλώνοντας υποστήριξη. Μια μαμά, πιο θυμωμένη από άλλους, μας… κατσάδιαζε για ώρες. Μιλούσαμε κι εμείς για ώρες. Στο τέλος έβαλε τα κλάματα κι είπε ότι θα στείλει τον γιο της στην κατάληψη. Μας χαιρέτησε, μας είπε να προσέχουμε και έφυγε.
Στους δρόμους είχαμε μόνο η μία τον άλλον: δεν βλέπαμε από τα δακρυγόνα, τρώγαμε ξύλο στα τυφλά μα πάντα κάποιο χέρι θα μας πήγαινε παραπέρα, θα μας έσωζε. Αυτή η συντροφικότητα εκείνων των ημερών, ήταν μάλλον η πιο ουσιαστική που ζήσαμε ή ίσως να ζήσουμε και ποτέ. Γιατί κινδυνεύαμε για να μην κινδυνεύσει ο διπλανός μας κι αυτή η σπουδαιότητα είναι πάνω από κάθε πήχη.
Τι άφησε ο Δεκέμβρης
«Ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση, ήταν ερώτηση»θα γραφόταν μετά σε κάποιον τοίχο. Η εξέγερση έληξε μοιραία λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Τον Κορκονέα ανέλαβε ο Αλέξης Κούγιας. Ο δολοφόνος καταδικάστηκε σε ισόβια και ο Κούγιας σε πειθαρχικό παράπτωμα για περιύβριση νεκρού.
Εμείς δεν αλλάξαμε τον κόσμο. Αποδείχθηκε δυσκολότερο από όσο νομίζαμε στα 18 μας χρόνια. Οι επόμενοι καιροί, όμως, έδειξαν ποια ήταν η παρακαταθήκη του Δεκέμβρη: εμείς μάθαμε να βρισκόμαστε στον δρόμο και όταν ήρθε η ώρα, το 2011, να γίνει μία άλλη εξέγερση, εκείνη των πλατειών, το ηλικιακό συνονθύλευμα που πλημμύρισε τη χώρα, εμείς καταφέραμε να δώσουμε πολιτικό πρόσημο αφενός, μα κυρίως να δείξουμε στις μεγαλύτερες γενιές, στους γονείς μας, αυτά που μάθαμε το 2008: πώς να παλεύεις στο δρόμο, ανάμεσα σε σκληρή καταστολή, ακόμη σκληρότερη από ότι τον Δεκέμβρη.
Ο Δεκέμβρης άφησε και κάτι ακόμη. Αμέσως μετά την εξέγερση, ήρθε η αυτοοργάνωση. Συνελεύσεις στις γειτονιές, έτοιμες πολιτικές οργανώσεις να συμμετέχουν στην στήριξη της κοινωνίας, αλληλεγγύη. Όταν ήρθαν τα μνημόνια, εμείς ήμασταν ήδη προετοιμασμένοι να φτιάξουμε συλλογικές κουζίνες, να μαζέψουμε ρούχα και τρόφιμα, να στηρίξουμε τις απεργίες. Και ήμασταν παντού. Χωρίς να θέλουμε αίμα, αλλά δικαιώματα. Κι ας χρέωσαν στη γενιά μας, στους πραγματικούς αγωνιστές και τις αγωνίστριες του Δεκέμβρη, εγκλήματα που δεν κάναμε.
Η διαχρονικότητα, όμως, φάνηκε πιο καθαρά από κάθε άλλη χρονιά πέρυσι, όταν μαθητές που το 2008 είχαν-δεν είχαν γεννηθεί φώναζαν στην πορεία της 6ης Δεκεμβρίου τα συνθήματα που βγάλαμε εμείς. Από εχθές τη νύχτα, 5 Δεκεμβρίου αυτήν την φορά, υπάρχει ακόμη ένας έφηβος, 16 χρονών, με σφαίρα στο κεφάλι από αστυνομικό να υπενθυμίζει τους κύκλους τόσο της ιστορίας, όσο και της καταστολής.
Για εμάς ο Δεκέμβρης “ήταν οι καλύτερες ημέρες, ήταν οι χειρότερες οι ημέρες”. Για τα παιδιά του μέλλοντος θα πρέπει να περιμένουμε να μάθουμε τι σημαίνει η εξέγερση που άλλαξε τις ζωές μας.