Η προσπάθειά του να κατακτήσει την Ουκρανία αγνοεί τα διδάγματα της ιστορίας, γράφει ο Economist.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν διαβάζει πολύ καλά την Ιστορία. Στους μακρινούς μήνες της απομόνωσης, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, λένε κάποιοι, ο πρόεδρος της Ρωσίας βρισκόταν «χωμένος» στα αρχεία του Κρεμλίνου, μελαγχολώντας για το παρελθόν της χώρας του ως μεγάλης δύναμης και ονειρευόμενος την αποκατάστασή της.
Θαυμάζει τους πρώτους Ρομανόφ, οι οποίοι εδραίωσαν την κυριαρχία τους στην στροφή του 17ου αιώνα, ενώ έχει συγκρίνει τον εαυτό του με τον Μέγα Πέτρο – γράφει ο Economist – τον τσάρο που κατέλαβε εδάφη από την Σουηδία και μετέτρεψε την Ρωσία σε κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή της Βαλτικής.
Το 2014, οι δυνάμεις του Πούτιν κατέλαβαν την Κριμαία, μια χερσόνησο στη νότια Ουκρανία. Στους ανθρώπους εκεί, δόθηκαν τελικά ρωσικά διαβατήρια. Εκείνη την εποχή, η κίνηση φαινόταν απλώς καιροσκοπική. Η κατάκτηση της Κριμαίας ήταν δημοφιλής μεταξύ των Ρώσων, πολλοί από τους οποίους θεωρούσαν παράνομη τη μεταβίβαση της περιοχής από τη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδία Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών στην Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία το 1954.
Αλλά η κατάληψη της Κριμαίας και η υποστήριξη που παρείχε η Ρωσία στους αντάρτες στις επαρχίες Λουχάνσκ και Ντονέτσκ της Ουκρανίας, μοιάζουν τώρα περισσότερο με βήματα ενός μεγάλου σχεδίου για την κατάληψη περισσότερων ουκρανικών εδαφών.
Νοσταλγός της τσαρικής Ρωσίας
Σε μια φλύαρη ομιλία του, τρεις ημέρες προτού οι ρωσικοί πύραυλοι αρχίσουν να πέφτουν σε ουκρανικές πόλεις τον Φεβρουάριο, ο Πούτιν εξέφρασε τη θλίψη του για την απώλεια της «επικράτειας της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας».
Οκτώ μήνες μετά την εισβολή, οι δυνάμεις του κατέχουν τώρα περίπου το 15% του ουκρανικού εδάφους. Αλλά η κατάσταση δεν εξελίσσεται σύμφωνα με το σχέδιο.
Η αντεπίθεση της Ουκρανίας συνεχίζει να απωθεί τα ρωσικά στρατεύματα. Στις 30 Σεπτεμβρίου, μετά από εικονικά δημοψηφίσματα, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι προσάρτησε τέσσερις ανατολικές και νότιες περιοχές της Ουκρανίας, αν και δεν τις ελέγχει πλήρως.
Ανακοινώνοντας την κίνηση, ο Πούτιν κατήγγειλε τους «ψεύτικους κανόνες» της Δύσης, συμπεριλαμβανομένου του απαραβίαστου των συνόρων.
Αψηφά την Ιστορία και αποτυγχάνει
Ωστόσο, η εισβολή του αποδυνάμωσε την Ρωσία, δεν την ενίσχυσε. Επιχειρώντας να κατακτήσει μια γειτονική κυρίαρχη χώρα, προσπάθησε να αψηφήσει την Ιστορία. Και τώρα, αποτυγχάνει.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι πόλεμοι μεταξύ χωρών έχουν, για πολλούς λόγους, γίνει σπανιότεροι. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν εξαφανιστεί. Και η μείωση των διακρατικών πολέμων δεν είναι το ίδιο με την ειρήνη: οι εμφύλιοι πόλεμοι (όπως αυτός που μαίνεται τώρα στην Αιθιοπία), η κρατική καταστολή και η μαζική βία συνεχίζουν να προκαλούν τεράστιο ανθρώπινο πόνο.
Οι πόλεμοι της ανεξαρτησίας από την αποικιακή καταπίεση ήταν επίσης συχνά εξαιρετικά θανατηφόροι. Αλλά τα παραδείγματα ενός κράτους, που στέλνει τις ένοπλες δυνάμεις του πέρα από τα σύνορα για να πολεμήσει εκείνες ενός άλλου κράτους, έχουν γίνει πολύ λιγότερο συνηθισμένα.
Ακόμη πιο σπάνιο από τον πόλεμο μεταξύ χωρών, ωστόσο, είναι αυτό που προσπαθεί να κάνει ο Πούτιν: η αυτοκρατορική κατάκτηση, ή η εισβολή σε μια χώρα για να κάνει το έδαφός της δικό του.
Όπως έγραψε φέτος ο Yuval Noah Harari, ιστορικός και συγγραφέας, «οι περισσότερες κυβερνήσεις σταμάτησαν να βλέπουν τους επιθετικούς πολέμους ως αποδεκτό εργαλείο για την προώθηση των συμφερόντων τους και τα περισσότερα έθνη σταμάτησαν να φαντασιώνονται την κατάκτηση και την προσάρτηση των γειτόνων τους».
Ο Σαντάμ Χουσεΐν πίστευε, λανθασμένα, ότι τα άλλα κράτη θα επέτρεπαν στο Ιράκ να «καταπιεί» το Κουβέιτ το 1990. Τα περισσότερα παραδείγματα τέτοιων προσπαθειών – όπως η απορρόφηση της Γκόα από την Ινδία το 1961 και του Σικκίμ το 1975 – είναι ακόμη παλαιότερα.
Η Κίνα θα μπορούσε ακόμη να το δοκιμάσει στην Ταϊβάν. Αλλά με εξαίρεση τις προσπάθειες του Πούτιν και τις συγκρούσεις για ακατοίκητες συνοριακές περιοχές ή μικρά νησιά, το φαινόμενο έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Η δραματική μείωση δεν συνέβη τυχαία, γι’ αυτό ο επιθετικός πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία είναι τόσο εξαιρετικός, που είναι απίθανο να καταλήξει σε επιτυχία.
Παρέκκλιση η χρήση βίας από τον Πούτιν
Ως ένας μεγάλος και θανατηφόρος πόλεμος, η εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία φαίνεται ασυνήθιστη σε σύγκριση με τις ιστορικές τάσεις. Αλλά ο στόχος του, να χρησιμοποιήσει βία για να διευρύνει μόνιμα την ήδη τεράστια επικράτεια της χώρας του, δεν είναι απλώς μια σπανιότητα, είναι μια παρέκκλιση, σημειώνει στην ανάλυσή του ο Economist.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του «Correlates of War», από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 δεν πραγματοποιήθηκαν μεγάλες κατακτήσεις, μέχρι την κατάληψη της Κριμαίας το 2014.
Οι απόπειρες κατάκτησης μειώνονται επίσης σταθερά: στα δεδομένα που ξεκινούν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συλλέχθηκαν από τον Dan Altman, έναν ερευνητή, οι βίαιες διαμάχες για εδάφη μειώθηκαν από περίπου μία το χρόνο σε σχεδόν καμία – αν εξαιρεθούν τα μικρά νησιά και οι ακατοίκητες περιοχές.
Σε μια τυπική δεκαετία μεταξύ 1850 και 1940, ίσως το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού είδε τον κυβερνήτη του να αλλάζει ως αποτέλεσμα κατάκτησης, σύμφωνα με τα στοιχεία του «Correlates of War».
Αλλά τα τελευταία 40 χρόνια, εξαιρουμένης της Ουκρανίας, λιγότεροι από 100.000 άνθρωποι (ή 0,001%) βίωσαν το ίδιο, σχεδόν όλοι τους σε επί μακρόν αμφισβητούμενες περιοχές, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν το 2020.
Γιατί έχουν σχεδόν εξαλειφθεί τα κράτη που καταλαμβάνουν το έδαφος άλλων
Διάφοροι παράγοντες εξηγούν τη σχεδόν πλήρη εξάλειψη των κρατών που καταλαμβάνουν με επιτυχία το έδαφος του άλλου.
Τα οικονομικά οφέλη έχουν συρρικνωθεί, ενώ το κόστος έχει γίνει εξαιρετικά υψηλό – οι σύγχρονες προσδοκίες από ένα κράτος καθιστούν δύσκολο να κυβερνήσει μια ομάδα ανθρώπων ενάντια στη θέλησή της – και οι διεθνείς κανόνες και θεσμοί σημαίνουν ότι άλλα κράτη είναι πιο πιθανό να παρέμβουν για να το αποτρέψουν.
Ακόμη και αν η καταστροφική δύναμη ενός σύγχρονου πολέμου δεν καταστρέφει το παραγωγικό δυναμικό μιας περιοχής, η οικονομική δραστηριότητα, που κάποτε καθοδηγούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τη γη και τους φυσικούς πόρους, εξαρτάται πλέον περισσότερο από το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Οι εργαζόμενοι είναι απίθανο να εργαστούν σε ζώνες συγκρούσεων ή υπό τον έλεγχο εισβολέων. Αν μπορούν, συχνά θα φύγουν. Τα μέτρα ασφαλείας, που συχνά απαιτούνται για τη διατήρηση του ελέγχου της επικράτειας, απαιτούν περιορισμούς στην κυκλοφορία και το εμπόριο, που μπορούν να αποδυναμώσουν την ανάπτυξή της.
Η παγκοσμιοποίηση έχει διαβρώσει και τα κίνητρα για την κατάκτηση. Η τεράστια μείωση του κόστους ναυτιλίας τον τελευταίο αιώνα επέτρεψε στις χώρες να αναζητήσουν πολύ πέρα από τους γείτονές τους μεγαλύτερο μερίδιο του εμπορίου και των πόρων. Και καθώς οι δασμοί και άλλα εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ των χωρών έχουν μειωθεί, έχει καταστεί άσκοπη η κατάκτηση των αγορών με τη βία.
Το δυτικό παράδειγμα της ήττας στο Αφχανιστάν
Όσοι προσπαθούν να κρατήσουν την κυριαρχία τους σε ξένο έδαφος, αντιμετωπίζουν αυξημένες προκλήσεις. Η Αμερική και οι σύμμαχοί της, το διαπίστωσαν αυτό στις προσπάθειές τους να μετατρέψουν το φτωχό Αφγανιστάν σε μια σύγχρονη δημοκρατία, μετά την εισβολή και την απομάκρυνση των Ταλιμπάν το 2001.
Παρά τα συντριπτικά στρατιωτικά πλεονεκτήματα των κατακτητών – όπως ο εναέριος έλεγχος – οι δυνάμεις των Ταλιμπάν τελικά θριάμβευσαν, με αποτέλεσμα την ταπεινωτική αποχώρηση της Αμερικής το 2021. Οι μαχητές τού αντάρτικου με υψηλά κίνητρα, συχνά υποστηριζόμενοι από έναν συμπαθή άμαχο πληθυσμό, ήταν πολύ πιο πρόθυμοι να υποστούν απώλειες και στερήσεις από ό,τι οι κατακτητές.
Το γειτονικό Πακιστάν, του οποίου ο στρατός και οι κατάσκοποι υποστήριζαν επί μακρόν τους Ταλιμπάν, περιέπλεξε άσχημα τις προσπάθειες της Αμερικής να επιβάλει την τάξη. Εν τω μεταξύ, το εξαιρετικά μεγάλο κόστος της διατήρησης μιας στρατιωτικής κατοχής σε μια απομακρυσμένη, αποκλεισμένη από την ξηρά περιοχή της Ασίας, γινόταν όλο και πιο δύσκολο για τους Αμερικανούς πολιτικούς να το εξηγήσουν στους ψηφοφόρους τους.
Χάνει συμπάθειες και συμμάχους ο Πούτιν
Στην Ουκρανία, ακόμη και τα κυρίως ρωσόφωνα τμήματα στα ανατολικά και νότια της χώρας, έχουν γίνει πλέον σφοδρά αντιρωσικά. Στην Οδησσό, μια πόλη-λιμάνι που κατέχει πολύτιμη θέση στην ιστορία και τον πολιτισμό της Ρωσίας, οι ουκρανικές σημαίες κυματίζουν πλέον σε κάθε γωνιά του δρόμου.
Και οι επιλογές για τον έλεγχο των κατεχομένων, τουλάχιστον για τους κατακτητές με συνείδηση – ή την επιθυμία να φαίνονται ότι έχουν – είναι πιο περιορισμένες από ό,τι ήταν κάποτε.
Η δουλεία και οι τακτικές τού «διαίρει και βασίλευε», όπως αυτές που χρησιμοποίησε η Βρετανία για να διατηρήσει την τάξη στην αυτοκρατορία, θεωρούνται πλέον σχεδόν παντού ως ηθικά χρεοκοπημένες και βάρβαρες (ακόμη και αν παραμένουν μακριά από την πλήρη εξάλειψή τους).
Και η γενοκτονία είναι ακόμη πιο βάρβαρη – σε σημείο που τα τρίτα κράτη να αντιλαμβάνονται την ευθύνη και το δικαίωμα να προστατεύουν τους πληθυσμούς από αυτήν, χρησιμοποιώντας στρατιωτικά μέσα, αν χρειαστεί.
Περί αυτοκρατορίας
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι εδώ και καιρό «τυφλός» σε αυτά τα επιχειρήματα. Και ελάχιστα ενδιαφέρεται για την ερμηνεία του παρελθόντος από τους άλλους.
«Οι άνθρωποι με τις δικές τους απόψεις για την ιστορία της χώρας μας μπορεί να διαφωνούν μαζί μου, αλλά πιστεύω ότι ο ρωσικός και ο ουκρανικός λαός είναι πρακτικά ένας ενιαίος λαός, ανεξάρτητα από το τι μπορεί να λένε οι άλλοι», δήλωσε το 2014, λιγότερο από έξι μήνες αφότου κατέλαβε την Κριμαία.
Ίσως σχόλια όπως αυτά θα έπρεπε να είχαν προειδοποιήσει τις δυτικές δυνάμεις για τις ευρύτερες εδαφικές φιλοδοξίες του στην Ουκρανία, πολύ νωρίτερα.
Αλλά τώρα που ξύπνησαν, φαίνονται αποφασισμένες να διατηρήσουν τους κανόνες, που έχουν εμποδίσει άλλες χώρες να επεκτείνουν τα σύνορά τους με τη βία.
Οι δυτικές χώρες δεν έχουν στείλει τις δυνάμεις τους για να πολεμήσουν στην Ουκρανία. Προμηθεύουν όμως την Ουκρανία με τα πιο προηγμένα συμβατικά όπλα τους, εκπαιδεύουν τους στρατιώτες της, χρηματοδοτούν την κυβέρνησή της και προσπαθούν να παραλύσουν την εισβολή του Πούτιν με κυρώσεις.
Στις 21 Σεπτεμβρίου, σε ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, το έθεσε ευθέως: «Αν τα έθνη μπορούν να επιδιώκουν τις αυτοκρατορικές τους φιλοδοξίες χωρίς συνέπειες, τότε θέτουμε σε κίνδυνο όλα όσα αντιπροσωπεύει αυτός ο ίδιος ο θεσμός».