Το καθεστώς του Πούτιν μπορεί να πέσει, αλλά τι θα επακολουθήσει;

Το καθεστώς του Πούτιν μπορεί να πέσει, αλλά τι θα επακολουθήσει;

Με τον Πούτιν βυθισμένο στον πόλεμο στην Ουκρανία και αντιμέτωπο με αναταραχές στο εσωτερικό, είναι καιρός η Δύση να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί μια διέξοδο από το χείλος του γκρεμού.

Η κήρυξη της μερικής επιστράτευσης από τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, αποτελεί ένδειξη της πλήρους αποτυχίας της στρατηγικής της Μόσχας για την Ουκρανία, μετά την εισβολή του Φεβρουαρίου.

Το γεγονός ότι ο Πούτιν περίμενε τόσο πολύ προτού κηρύξει την επιστράτευση, γράφει στον βρετανικό Guardian ο Anatol Lieven, διευθυντής του προγράμματος για την Ευρασία στο Ινστιτούτο Quincy, οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι αναγνωρίζει σιωπηρά αυτή την αποτυχία και συνεπάγεται, επίσης, ότι η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» είναι στην πραγματικότητα ένας πόλεμος πλήρους κλίμακας, τον οποίο η Ρωσία φαίνεται να χάνει.

Διαβάστε επίσης: Ανατροπή στην Α1 με τους 7 ξένους – Νέα δεδομένα για Ολυμπιακό, ΠΑΟ

Η άμεση προσάρτηση των κατεχομένων σημαίνει πόλεμο επ’αόριστον

Καθυστέρησε, επίσης, επειδή φοβήθηκε – δικαίως – την αντίδραση του ρωσικού κοινού. Το καθεστώς του βρίσκεται πλέον σε σοβαρό κίνδυνο. Μία ακόμη μεγάλη ήττα θα το έριχνε πιθανότατα.

Αυτό που θα μπορούσε να είναι πολύ πιο επικίνδυνο από την ίδια την επιστράτευση είναι ο συνδυασμός αυτής της ανακοίνωσης, με την απόφαση να διεξαχθούν δημοψηφίσματα στο ανατολικό Ντονμπάς (που αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο από την Ρωσία τον Φεβρουάριο) και στα άλλα εδάφη που κατέλαβαν οι ρωσικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της εισβολής.

Το βασικό ερώτημα δεν είναι τα αποτελέσματα των «ψηφοφοριών» για την ένταξη στη Ρωσία, τα οποία είναι δεδομένα, αλλά αν η ρωσική κυβέρνηση και το κοινοβούλιο θα προχωρήσουν άμεσα στην προσάρτηση των εδαφών αυτών.

Εάν το κάνουν, θα είναι ένα σημάδι ότι η Μόσχα έχει εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για ειρήνη και είναι έτοιμη να πολεμήσει επ’ αόριστον – διότι αυτή η προσάρτηση δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αποδεκτή από την Ουκρανία ή τη Δύση και να αποτελέσει μέρος οποιασδήποτε συμφωνημένης διευθέτησης.

Τότε, το καλύτερο που θα μπορούσε να ελπίζει κανείς για την Ουκρανία θα είναι μια σειρά από ασταθείς εκεχειρίες, που θα διακόπτονται από πόλεμο, όπως συμβαίνει στο Κασμίρ τα τελευταία 75 χρόνια.

Μέσα στην επόμενη εβδομάδα θα φανεί αν αυτή είναι πράγματι η πρόθεση της Μόσχας ή αν τα δημοψηφίσματα είναι – αντίθετα – μια κίνηση για να δημιουργηθούν διαπραγματευτικά χαρτιά για μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

Η Δύση να επιδιώξει συμβιβασμό

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι αυτονομιστικές δημοκρατίες του Ντονμπάς ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από την Ουκρανία το 2014, αλλά μόλις οκτώ χρόνια αργότερα, στις παραμονές του πολέμου αυτό τον Φεβρουάριο, η Μόσχα αναγνώρισε επίσημα την ανεξαρτησία τους.

Εν τω μεταξύ, η Μόσχα διαπραγματεύτηκε με την Ουκρανία και τη Δύση την επιστροφή των εδαφών αυτών στην Ουκρανία με εγγυήσεις πλήρους αυτονομίας, στο πλαίσιο της συμφωνίας Μινσκ ΙΙ του 2015.

Και αυτή τη φορά, τα δημοψηφίσματα μπορεί να είναι μια απειλή προσάρτησης, αν η Δύση δεν επιδιώξει συμβιβασμό, και όχι ένα προοίμιο άμεσης προσάρτησης. Κάποια ελπίδα ότι αυτό μπορεί να συμβεί έδωσε η επιδοκιμαστική αναφορά του Πούτιν, στην ομιλία του την περασμένη εβδομάδα, στην ειρηνευτική προσφορά της Ουκρανίας το Μάρτιο, η οποία περιελάμβανε συνθήκη ουδετερότητας και αναβολή των εδαφικών διαφορών για μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

Οι λόγοι της κατάρρευσης αυτών των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων είναι εξαιρετικά αμφισβητούμενοι, αλλά κατά τη ρωσική εκδοχή των γεγονότων ήταν η Δύση που τις μπλόκαρε και η Ουκρανία που τις εγκατέλειψε.

Ο Πούτιν επιθυμεί κατά βάθος κατάπαυση του πυρός;

Οι λόγοι για τους οποίους η Μόσχα μπορεί να επιθυμεί μια κατάπαυση του πυρός είναι προφανείς. Το αρχικό σχέδιο του Πούτιν, να καταλάβει το Κίεβο και να μετατρέψει την Ουκρανία σε πελατειακό κράτος, απέτυχε πλήρως.

Το εφεδρικό σχέδιο, για την κατάληψη των ρωσόφωνων περιοχών στα ανατολικά και τα νότια, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, πολύ μακριά από πολλούς από τους βασικούς στόχους του Πούτιν, και τώρα κινδυνεύει σοβαρά να ανατραπεί από τις ουκρανικές αντεπιθέσεις.

Το καθεστώς Πούτιν έχει κλονιστεί σοβαρά από την ήττα του στην επαρχία του Χάρκοβο.

Εάν η Ουκρανία καταφέρει να εκδιώξει τη Ρωσία από τη Χερσώνα ή μεγάλα τμήματα του Ντονμπάς, η επιβίωση του Πούτιν στην εξουσία θα τεθεί υπό αμφισβήτηση.

Εάν δεν υπάρξει κατάπαυση του πυρός ή ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, η Ρωσία διαθέτει μέσα σοβαρής κλιμάκωσης. Θα μπορούσε να υπερασπιστεί τα εναπομείναντα κατεχόμενα εδάφη, ενώ θα μπορούσε να εντείνει σημαντικά τις επιθέσεις στις ουκρανικές υποδομές, που έχουν ήδη αρχίσει.

Εάν η Ρωσία προσαρτήσει τα κατεχόμενα εδάφη, τότε είναι πιθανό ο Πούτιν να απειλήσει με πυρηνικά πλήγματα για να υπερασπιστεί αυτό που η Μόσχα θα ορίσει τότε ως ρωσικό κυρίαρχο έδαφος.

Καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν κάνει όλο και πιο φανερό ότι αλλάζει την πολιτική «Μία Κίνα» των ΗΠΑ, η Ρωσία μπορεί επίσης να ελπίζει ότι, σε απάντηση, η Κίνα θα αυξήσει σημαντικά τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς τη Μόσχα.

Έρχεται πραξικόπημα κατά του Πούτιν;

Εν τω μεταξύ, όπως ήδη βλέπουμε, η αναταραχή στη ρωσική κοινωνία είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί. Η δυσαρέσκεια αυτή επιτείνεται από ένα μίγμα -που συχνά υπάρχει ταυτόχρονα στο μυαλό των Ρώσων- της αντίθεσης στον ίδιο τον πόλεμο και της οργής για την ανικανότητα της διεξαγωγής του από τον Πούτιν και το περιβάλλον του.

Αν αυτό συνεχιστεί, τότε ένα πραξικόπημα κατά του Πούτιν θα γίνει μια πραγματική πιθανότητα. Αυτό δεν θα είναι απαραίτητα βίαιο, και ίσως μάλιστα να μην γίνει γνωστό καν δημοσίως.

Αντ’ αυτού, μια αντιπροσωπεία στελεχών του κατεστημένου θα πήγαινε στον Πούτιν και θα του έλεγε ότι, για να διατηρηθεί το ίδιο καθεστώς, είναι απαραίτητο ο ίδιος, καθώς και μερικά άλλα κορυφαία στελέχη που εμπλέκονται σε στρατιωτική αποτυχία, όπως ο υπουργός Άμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού, να παραιτηθούν, με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασυλίας από διώξεις και ασφάλειας της περιουσίας τους. Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν ο Γέλτσιν παρέδωσε την εξουσία στον Πούτιν το 1999.

Τα μέλη του ρωσικού κατεστημένου που θα έκαναν ένα τέτοιο βήμα θα διέτρεχαν σοβαρούς κινδύνους: για τους ίδιους προσωπικά, αν η κίνηση αποτύγχανε, αλλά και για το ρωσικό κατεστημένο και την ίδια την Ρωσία, αν η αλλαγή ηγεσίας οδηγούσε σε διάσπαση της ελίτ, πολιτικό χάος και ριζική αποδυνάμωση του κεντρικού κράτους.

Το διάδοχο καθεστώς πρέπει να έχει εγγυήσεις από τη Δύση

Επομένως, πιθανότατα θα χρειάζονταν κάποια διαβεβαίωση ότι, αν ο Πούτιν μπορούσε να απομακρυνθεί, η Δύση θα ήταν έτοιμη να προσφέρει στον διάδοχό του μια συμφωνία, που θα επέτρεπε στη νέα κυβέρνηση να διεκδικήσει κάποιο μέτρο της ρωσικής επιτυχίας.

Διαφορετικά, κυβερνώντας πάνω σε ένα αποδυναμωμένο κράτος και στρατό και αντιμετωπίζοντας αυτό που οι Ρώσοι θα θεωρούσαν ως δυτικές απαιτήσεις για παράδοση άνευ όρων, η νέα κυβέρνηση θα αναλάμβανε το καταστροφικό βάρος της γερμανικής δημοκρατίας της Βαϊμάρης μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στιγματισμένη μόνιμα ως το καθεστώς της παράδοσης και της εθνικής ταπείνωσης.

Υπάρχει χρόνος, αλλά όχι πολύς…

Εξετάζοντας αυτή την προοπτική, ένας διάδοχος του Πούτιν πολύ πιθανόν να τον κατηγορούσε προσωπικά για όλα όσα έχουν πάει στραβά στην Ουκρανία, ενώ θα απαντούσε στις αυξανόμενες εκκλήσεις των Ρώσων σκληροπυρηνικών να κηρύξουν πλήρη εθνική επιστράτευση και να εντείνουν σημαντικά τον πόλεμο.

Αυτό θα μπορούσε να εξαπλώσει τον πόλεμο πέρα από τα σύνορα της Ουκρανίας.

Αν θέλουμε να αποφύγουμε αυτή την προοπτική, προειδοποιεί ο Anatol Lieven με το άρθρο του στον Guardian, υπάρχει ακόμα χρόνος για τη Δύση να δεχτεί την έμμεση προσφορά του Πούτιν για συνομιλίες – αλλά όχι πολύς…

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ