Η σπουδαία ηθοποιός έπαιξε σε 42 ταινίες εκ των οποίων τις 20 τις γύρισε με τη Φίνος Φιλμ
Μία από τις πιο δημοφιλείς σταρ της χρυσής εποχής του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, μία γυναίκα με φυσική ομορφιά, πηγαίο και μοναδικό ταλέντο, που συνέδεσε το όνομά της με την κωμωδία, η Μάρθα Καραγιάννη, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας.
«Έφυγε» το μεσημέρι της Κυριακής (18/9) για τη γειτονιά των αγγέλων, αφήνοντας πίσω ως παρακαταθήκη τις ταινίες της και τις σπουδαίες ερμηνείες της σε απίθανους ρόλους που άφησαν ιστορία.
Όχι απλά πρωταγωνίστρια αλλά… σταρ
Η Μάρθα Καραγιάννη αν και σπούδασε χορό, έγινε ηθοποιός. Με το ταλέντο να ξεχειλίζει τόσο στις ερμηνείες της όσο και στα χορευτικά της νούμερα στα μιούζικαλ, κατάφερνε να συναρπάζει και να καθηλώνει το κοινό.
Ποτέ δεν πήρε τον απόλυτα πρώτο ρόλο, ξεχώριζε όμως μέσα από τις ταινίες συνόλου και καταγράφηκε στη συνείδηση του κόσμου, όχι απλά ως πρωταγωνίστρια, αλλά ως σταρ!
Ελκυστική γυναίκα με ακαταμάχητο στυλ, σαγήνευε τον αντρικό πληθυσμό και κέρδιζε τον θαυμασμό από τον γυναικείο.
Το 1956, μαθήτρια ακόμα, απέκτησε άδεια ηθοποιού ως «εξαιρετικό ταλέντο» και έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία της Φίνος Φιλμς, «Η άγνωστος», σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου.
Το δοκιμαστικό στα στούντιο του Φίνου το έκανε με τον Αριστείδη Καρύδη Φουξ και τον Ντίνο Κατσουρίδη.
Μια συμμετοχή της σε παράσταση του σχολείου, που την οργάνωσε τότε ο Θανάσης Τράγκας, ήταν η αφορμή για να την δει ο Ορέστης Λάσκος και να της προτείνει να παίξει.
Στην ταινία εμφανίστηκε δίπλα στην μεγάλη Κυβέλη, στον Γιώργο Παππά, στον Λάμπρο Κωνσταντάρα, και το είδωλό της Αλέκο Αλεξανδράκη.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1957, έκανε και το θεατρικό της ντεμπούτο στην επιθεώρηση «Ελέφαντες και ψύλλοι».
Η συνεργασία με τον Δαλιανίδη και η πρώτη φορά που τραγούδησε
Η Μάρθα Καραγιάννη έχτισε τον δικό της κινηματογραφικό μύθο τη χρυσή δεκαετία του ’60. Η πορεία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Φίνος Φιλμ και τα μιούζικαλ και τις κωμωδίες του Γιάννη Δαλιανίδη.
Η συνεργασία τους άρχισε το 1961, στην ταινία «Ζητείται ψεύτης». Η ίδια έχει πει ότι παρόλο που ήταν 22 χρονών ο Φίνος τη θεωρούσε «φθαρμένη», επειδή είχε πάρει ήδη μέρος σε ταινίες που ο ίδιος χαρακτήριζε μέτριες.
Τραγούδησε πρώτη φορά στην ταινία «Καπετάνιος για κλάματα», το 1960 το κομμάτι «Σαν φυσά το μαϊστράλι» αλλά έκανε μεγάλη επιτυχία στην ταινία «Γοργόνες και μάγκες», το 1968 με το «Ο άνδρας που θα παντρευτώ». Επίσης τραγούδησε στη βιντεοταινία «Μια τρελή, τρελή ζωντοχήρα», το 1988.
Σημαντικός σταθμός στην καριέρα της υπήρξε η μουσική ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες», το 1967, όπου εμφανίστηκε ως κωμική ηθοποιός, αλλά και η ταινία «Νύχτα Γάμου» το ίδιο έτος. Μάλιστα, στις «Θαλασσιές τις χάντρες» ο Γιάννης Δαλιανίδης επέμεινε πολύ για τον κωμικό ρόλο της ενώ εκείνη πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση, αφού θεωρούσε ότι ο σκηνοθέτης ήθελε να προβάλλει τη Ζωή Λάσκαρη και ένιωθε αδικημένη.
Το μοναδικό μιούζικαλ στο οποίο η Μάρθα Καραγιάννη δεν χόρεψε, ήταν το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», το 1963, καθώς στο ρόλο της επρόκειτο να εμφανιστεί αρχικά η Άννα Φόνσου. Μάλιστα τότε είχε γίνει και δεύτερη πρόταση στην Πόπη Λάζου. Η Μάρθα Καραγιάννη ως Λέλα και αρραβωνιαστικιά του Ντίνου Ηλιόπουλου σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1964, συμμετείχε στην ταινία «Ο παράς κι ο φουκαράς», σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη και σενάριο Αλέκου Σακελλάριου. Αυτή ήταν και η τελευταία ταινία που η ηθοποιός έκανε εκτός Φίνου, αφού στη συνέχεια υπέγραψε συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με τη Φίνος Φιλμ, με την οποία γύρισε 20 ταινίες από τις 42 που έχει παίξει συνολικά στον κινηματογράφο.
Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ασχολήθηκε κυρίως με το θέατρο, παίζοντας σε μιούζικαλ και κωμωδίες, ενώ τη δεκαετία του ’90 στράφηκε στην πρόζα. Έπαιξε σε 8 βιντεοταινίες και σε επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές.
Το 1971 συμμετείχε στην σπουδαία ταινία «Μαριχουάνα Στοπ». Τελευταία της εκείνη την περίοδο ήταν «Ο Μάγκας με το τρίκυκλο», το 1972, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 1980, επανήλθε με την ταινία του Γιώργου Λαζαρίδη, «Ο Ποδόγυρος».
Τελευταία έπαιξε στις: «Πεθαίνω για σένα» (2009) και «Από έρωτα» (2014).
Η αγάπη για τον Κώστα Βουτσά και η ταινία που τους απογείωσε
Μάρθα Καραγιάννη και Κώστας Βουτσάς έπαιξαν σε πάρα πολλές ταινίες και χάρισαν στο κοινό άπειρες στιγμές γέλιου.
Αν και δεν ήταν σε πολλές ταινίες κινηματογραφικό ζευγάρι, αυτές οι λίγες άφησαν εποχή και τους ταύτισαν στο μυαλό του κοινού.
Οι περισσότεροι θαυμαστές τους μάλιστα τους ήθελαν ζευγάρι και στη ζωή με τους δύο ηθοποιούς να διαψεύδουν με κάθε ευκαιρία αντίστοιχες ειδήσεις.
Από τη «Νύχτα γάμου» του 1967 και τους ιστορικούς τσακωμούς του Τζακ με την Πέπη, πάντα με την συνδρομή της μαμάς από την Πόλη, μέχρι και την διαφωνία του Ευτύχη Κοπέογλου για να μην παίξει στο σινεμά η γυναίκα του Κική, Βουτσάς και Καραγιάννη έκοβαν και έραβαν σε ταινίες της Φίνος Φιλμ.
Η συνεργασία τους άλλωστε με το «Ανθρωπάκι», το 1969, απογειώθηκε.
Όταν έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βουτσάς η Μάρθα Καραγιάννη συγκίνησε το πανελλήνιο δηλώνοντας: «Έφυγε ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου μετά τη Ντόρα. Λυπάμαι Κωστάκη που δεν μπορώ να είμαι εκεί πέρα για να σε αποχαιρετήσω».
Ο Κώστας Βουτσάς, γνωστός για την αδυναμία του στο ωραίο φύλλο, είχε δηλώσει στο παρελθόν ότι έχει γυναίκες φίλες και μάλιστα είναι πολύ αγαπημένος μαζί τους.
Μιλώντας για τις γυναίκες της ζωής του ο σπουδαίος πρωταγωνιστής είχε απαντήσει για την Μάρθα Καραγιάννη: «Ωραία γκόμενα ποτέ όμως δεν είχα κάτι μαζί της. Μόνο φίλοι. Πάντα θα είμαστε φίλοι».
Ο μοναδικός δραματικός ρόλος της
Η Μάρθα Καραγιάννη προτιμούσε τις κωμωδίες. Της άρεσε να κάνει το κοινό της να γελά και να διασκεδάζει. Για μία και μοναδική φορά όμως υποδύθηκε και δραματικό ρόλο.
Πρόκειται για εκείνον στην ταινία «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα», το 1969. Μία ταινία σε παραγωγή του Φίνου και σκηνοθεσία και σενάριο του Νίκου Φώσκολου, γυρισμένη εξ’ ολοκλήρου στις γειτονιές του Πειραιά.
Η Μάρθα Καραγιάννη υποδύθηκε μία δυναμική τραγουδίστρια, την «Πέρσα», στο πλευρό του Κώστα Καζάκου, που έπαιζε τον σεσημασμένο «Ζάχο». Οι δυο τους είχαν μια θυελλώδη σχέση, με τη Μάρθα Καραγιάννη να αφήνει άφωνους κριτές και κοινό, οι οποίοι την είχαν ταυτίσει με κωμικούς και ανάλαφρους ρόλους στα φιλμ του Γιάννη Δαλιανίδη.
Παρά τη μοναδική της ερμηνεία και τις εξαιρετικές κριτικές που απέσπασε, δεν έπαιξε ποτέ ξανά δραματικό ρόλο.
Η τηλεόραση και το θέατρο
Στην τηλεόραση εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1977, στη σειρά «Ο Δρόμος». Το σενάριο υπέγραφε αρχικά και μέχρι το θάνατό του ο Κώστας Πρετεντέρης. Επίσης, πρωταγωνίστησε στις σειρές «Μικρομεσαίοι» (1992), »Ζωή πατίνι» (1995), «Επτά θανάσιμες πεθερές» (2004), «Οι βασιλιάδες» (2012).
Το 1962 έλαβε μέρος στην παράσταση των Θεοδωράκη, Κακογιάννη και Μποστ, «Όμορφη πόλη».
Συμμετείχε επανειλημμένα στον θίασο Γεωργίας Βασιλειάδου και Βασίλη Αυλωνίτη. Εμφανίστηκε σε επιθεωρήσεις δίπλα στους Νίκο Σταυρίδη, Κώστα Χατζηχρήστο, Γιώργο Κωνσταντίνου, Μαρίκα Νέζερ, Νίκο Ρίζο, Γιάννη Γκιωνάκη, Καίτη Μπελίντα, Σπεράντζα Βρανά, Ρένα Ντορ, Ρένα Βλαχοπούλου, Ορέστη Μακρή, Κατερίνα Γιουλάκη, Σταύρο Παράβα, Αλέκο Λειβαδίτη, Μπέττυ Μοσχονά, Ελένη Προκοπίου, Βαγγέλη Βουλγαρίδη, Γιάννη Φέρμη, Τάκη Μηλιάδη, Σωτήρη Μουστάκα κ.ά.
Η Μάρθα Καραγιάννη όμως δεν έπαιξε μόνο επιθεωρήσεις. Το 1972 συγκρότησε δικό της θίασο και ανέβασε το «Καμπαρέ» στο θέατρο Καλουτά.
Μεταξύ άλλων, έπαιξε στα έργα: «Το ρετιρέ της Εύας» (1965), «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές» (1983), «Αγάπη μου παλιόγρια» (1986-1987), «Χαμάμ γυναικών» (1996-1997), «Όταν οι γυναίκες το γλεντούν» (1998), «Εκκλησιάζουσες» (2004).