Το «στραπάτσο» που έπαθαν οι ρωσικές δυνάμεις στην περιοχή του Χαρκόβου σηματοδοτεί ίσως τη σημαντικότερη ήττα τους. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν επιταχύνει τη λήξη ούτε κρίνει την έκβαση του πολέμου.
Ο Ραμζάν Καντίροφ, ο «γενίτσαρος» του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Τσετσενία – από ηγέτης των ανταρτών μετατράπηκε σε φανατικό υποστηρικτή του Κρεμλίνου και κυβερνά με σιδηρά πυγμή, ενώ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάληψη της Μαριούπολης – δεν μάσησε τα λόγια του.
Σχολιάζοντας στο Telegram την πρόσφατη επώδυνη και ηχηρή ήττα και την υποχώρηση των Ρώσων στην περιοχή του Χαρκόβου, άφησε να εννοηθεί ότι ίσως ο πρόεδρος της χώρας δεν γνωρίζει τα πάντα και οι στρατηγοί του δεν του λένε όλη την αλήθεια.
«Έκαναν λάθη και νομίζω ότι θα αντλήσουν τα αναγκαία συμπεράσματα. Εάν σήμερα ή αύριο δεν γίνουν αλλαγές στη στρατηγική, τότε θα αναγκαστώ να μιλήσω με την ηγεσία του υπουργείου Άμυνας και της χώρας προκειμένου να τους εξηγήσω την πραγματική κατάσταση που επικρατεί. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα κατάσταση. Θα έλεγα ότι είναι συγκλονιστική», έγραψε χαρακτηριστικά.
Ο Καντίροφ και ο Πούτιν
Όποια και να είναι, πάντως, η επόμενη κίνηση του Καντίροφ και η αντίδραση της Μόσχας και του Πούτιν προσωπικά, το βέβαιο είναι πως οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών σηματοδοτούν το άνοιγμα μιας νέας σελίδας στον πόλεμο της Ουκρανίας που ξεκίνησε (τυπικά) στις 24 Φεβρουαρίου και συνεχίζεται επί 200 και πλέον ημέρες.
Πάνω από όλα, αποδεικνύουν, πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι πρόκειται για ένα πόλεμο ο οποίος θα διαρκέσει πολύ ακόμη. Κι αυτό διότι καμία από τις δύο πλευρές δεν δείχνει ικανή να επικρατήσει ολοκληρωτικά στα πεδία των μαχών, ενώ καμία επίσης δεν έχει ξεκαθαρίσει ποιοι είναι οι πραγματικοί στόχοι της σε μία ενδεχόμενη διαπραγμάτευση.
Τι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, όμως, και τι όχι με βάση τα σημερινά δεδομένα;
Αντί για «μπλίτζκριγκ», μαραθώνιος
Γνωρίζουμε, καταρχάς, ότι αυτή η σύγκρουση δεν έχει σχέση με το «μπλίτζκριγκ» των Γερμανών, έστω κι αν αυτή ήταν η αρχική επιδίωξη της Μόσχας και προέβλεπε ο σχεδιασμός της. Οι Ουκρανοί αποδείχθηκαν σκληρά καρύδια – με τη βοήθεια, φυσικά, της Δύσης – και οι Ρώσοι λιγότερο ισχυροί από ό,τι ανέμεναν οι περισσότεροι, με αποτέλεσμα εδώ και αρκετές εβδομάδες, αν όχι μήνες και μέχρι την πρόσφατη ουκρανική αντεπίθεση, οι αλλαγές στις γραμμές των δύο αντιπάλων να είναι σχετικά περιορισμένες.
Υπό αυτή την έννοια και καθώς όλα δείχνουν πως η συμπλήρωση του πρώτου έτους κάθε άλλο παρά απίθανη είναι, έχουμε να κάνουμε με μια σύγκρουση η οποία παραπέμπει περισσότερο στον Πρώτο αντί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολύ περισσότερο καθώς το πρώτο «βιολί» είναι το πυροβολικό, παραδοσιακό και σύγχρονο, που κάποιοι θεωρούσαν τελειωμένο…
Γνωρίζουμε, επίσης, ότι οι θέσεις τις οποίες προβάλλουν οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές είναι, για ευνόητους λόγους, εξόχως μαξιμαλιστικές και ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Ανέφικτοι στόχοι από Μόσχα και Κίεβο
Οι Ρώσοι, για παράδειγμα, άφηναν μέχρι πρόσφατα να εννοηθεί ότι τα εδάφη της Ουκρανίας που θα βρεθούν υπό τον έλεγχό τους θα ξεπεράσουν κατά πολύ την περιφέρεια του Ντονμπάς, τη Χερσώνα και, φυσικά, την Κριμαία. Όμως, αυτό μοιάζει πρακτικά να είναι ανέφικτο και μάλλον θα χρειαστεί να αποδείξουν πως είναι σε θέση να διατηρήσουν αυτά που ήδη κατέχουν.
Το Κίεβο και ο Ζελένσκι, από την άλλη, επιμένουν – κυρίως μετά τις τελευταίες επιτυχίες – ότι δεν θα καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων παρά μόνο εάν νικήσουν καθαρά στον πόλεμο και διώξουν ολοκληρωτικά τους εισβολείς από τα εδάφη τους. Μόνο που κι αυτό είναι πρακτικά αδύνατο, ειδικά εάν στη στρατιωτική ισχύ της Μόσχας, συνυπολογίσουμε και τη σύνθεση του πληθυσμού ορισμένων τμημάτων της Ουκρανίας, που δηλώνουν Ρώσοι.
Γνωρίζουμε, τέλος, ότι ο οικονομικός πόλεμος που έχει ξεσπάσει με αφορμή όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία έχει ήδη λάβει παγκόσμιες διαστάσεις. Κι εδώ, μάλιστα, το κόστος δεν περιορίζεται στην Ουκρανία και τη Ρωσία, αλλά αφορά πολλούς ακόμη και πρωτίστως την Ευρώπη, η οποία έχει βρεθεί κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο.
Βαριές συνέπειες για Ευρώπη-Βρετανία
Πρακτικά, για τα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως και για το Ηνωμένο Βασίλειο, οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, των κυρώσεων που επιβλήθηκαν κατά της Ρωσίας και της απάντησης που έδωσε η τελευταία, απειλώντας με ενεργειακό μπλακάουτ, ισοδυναμούν με μια σκληρή δοκιμασία, με τα χειρότερα μάλιστα να έπονται καθώς μπαίνει ο χειμώνας.
Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, εκείνοι που ισχυρίζονται πως στόχος του Πούτιν είναι, τώρα που μπορεί, να εντείνει και να παρατείνει το μαρτύριο των Ευρωπαίων, ευελπιστώντας ότι οι πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις θα είναι τόσο δυσβάσταχτες, που θα τους αναγκάσουν να αλλάξουν στάση ή, έστω, να πιέσουν το Κίεβο να πάει σε διαπραγμάτευση.
Μέχρι στιγμής, εξάλλου, παρά τις κυρώσεις, η ρωσική οικονομία εμφανίζεται να αντέχει, όπως αποδεικνύει το πλεόνασμα-ρεκόρ που αναμένεται να καταγραφεί φέτος – ενώ την ίδια στιγμή, το ρούβλι εμφανίζεται εξαιρετικά ισχυρό, ενώ πολίτες και επιχειρήσεις προμηθεύονται την ενέργεια σε σχεδόν… εξευτελιστικές τιμές, τουλάχιστον σε σύγκριση με τη Δύση.
Ποιος ήταν ο αρχικός στόχος;
Υπάρχουν, φυσικά, και πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε, παρ’ ότι έχουν περάσει σχεδόν επτά μήνες από τη ρωσική εισβολή. Ένα βασικό έχει να κάνει με τους στόχους που είχαν αρχικά θέσει ο Πούτιν και οι επιτελείς του.
Το σίγουρο είναι ότι μόνο εάν τους γνωρίζουμε ήμαστε σε θέση να αποτιμήσουμε εάν μέχρι σήμερα οι επιχειρήσεις έχουν στεφθεί από επιτυχία ή από παταγώδη αποτυχία. Στην περίπτωση που ήθελε μια γρήγορη και εμφατική νίκη, προφανώς έχει πέσει έξω – εάν σκοπός του ήταν να προκαλέσει τη Δύση (και δευτερευόντως τον Ζελένσκι) σε ένα μαραθώνιο, τότε είναι ακόμη μέσα.
Δεν γνωρίζουμε, επίσης, για πόσο διάστημα ΗΠΑ, Βρετανία και ΕΕ θα συνεχίσουν να παρέχουν όπλα στο Κίεβο – όπως και κατά πόσο είναι έτοιμες να του δώσουν και άλλα, πιο σύγχρονα και καταστρεπτικά. Όσο το κάνουν, πάντως, τόσο διακινδυνεύουν μια πιο βίαιη και απρόβλεπτη αντίδραση του Πούτιν, χωρίς δυστυχώς να μπορεί να αποκλειστεί και μια πυρηνική κρίση.
Πόσο θα αντέξουν οι κοινωνίες;
Δεν γνωρίζουμε, τέλος, πόσο μεγάλη είναι η αντοχή των δύο κοινωνιών που πρωτίστως πλήττονται από αυτόν τον πόλεμο, έχοντας χάσει δεκάδες χιλιάδες νέους τους στα πεδία των μαχών. Είναι γεγονός ότι οι Ουκρανοί διαθέτουν κίνητρο και οι όποιες επιτυχίες μπορούν να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά υπέρ τους – σε αντίθεση με τους Ρώσους, που μοιάζουν να μην έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει πλήρως τι και γιατί έχει συμβεί, όπως και τι πρόκειται να συμβεί.
Όπως όλοι καταλαβαίνουν, λοιπόν, με βάση τους γνωστούς και τους άγνωστους της «εξίσωσης», αυτός ο πόλεμος δεν βρίσκεται κοντά στο τέλος του. Κάτι που διαπιστώναμε και στο ανάλογο κομμάτι για τις 100 ημέρες, τονίζοντας πως «οι προβλέψεις για τα τέλος του πολέμου είναι απαισιόδοξες και ολοένα περισσότεροι πιστεύουν ότι θα διαρκέσει, με τη μία ή την άλλη μορφή, πολλούς μήνες. Ήδη, όμως, έχει δημιουργήσει ένα νέο κόσμο γύρω μας».
Μήπως τώρα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποτελεί πρελούδιο για κάτι ακόμη χειρότερο;