Χωρίς ορατό τέλος του πολέμου στην Ουκρανία και με τη μετάβαση από το ρωσικό φυσικό αέριο σε εξέλιξη, η κλίμακα της υποστήριξης απέναντι στην ενεργειακή κρίση θα πρέπει να είναι μαζική.
Κάθε ενεργειακό σοκ έχει νικητές και ηττημένους. Οι χώρες που εξάγουν περισσότερο πετρέλαιο και φυσικό αέριο από ό,τι εισάγουν τα πάνε καλά, ενώ εκείνες που εισάγουν περισσότερο από ό,τι εξάγουν υποφέρουν. Αυτό συνέβη όταν η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε στα τέλη του 1973 και αυτό συμβαίνει και τώρα, γράφει ο βρετανικός Guardian.
Η Σαουδική Αραβία είναι μία χώρα που επωφελείται από την άνοδο των τιμών των ορυκτών καυσίμων και η Ρωσία είναι μια ακόμη. Τα έσοδα του Κρεμλίνου από το φυσικό αέριο ήταν δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερα από το κανονικό κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αυξάνοντας την ικανότητα της χώρας να αντέξει μια μακρά οικονομική πολιορκία.
Ο Πούτιν μπορεί να «κλείσει τον διακόπτη» χωρίς συνέπειες για την Ρωσία
Σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία Capital Economics, εάν οι τιμές του φυσικού αερίου παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα μπορούσε να διατηρήσει τις εξαγωγές προς την Ευρώπη στο 20% των κανονικών επιπέδων για τα επόμενα δύο με τρία χρόνια και θα μπορούσε να διακόψει εντελώς τις προμήθειες για ένα χρόνο, χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία.
Η Ευρώπη, όπως συνέβαινε και στη δεκαετία του 1970, είναι καθαρός εισαγωγέας φυσικού αερίου και πετρελαίου, οπότε βρίσκεται στο αιχμηρό άκρο της ενεργειακής κρίσης.
Οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν περισσότερο από τέσσερις φορές στα τέλη του 1973, ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν δεκαπενταπλασιαστεί από τις αρχές του 2022.
Το κόστος των εισαγωγών αυξάνεται πολύ ταχύτερα από την αξία των εξαγωγών, επιδεινώνοντας τους όρους του εμπορίου.
Ακόμη και με την – με επιφυλάξεις – υπόθεση ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα υποχωρήσουν τους επόμενους μήνες, το πλήγμα για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες – μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Ιταλία – θα είναι πιο σοβαρό από ό,τι ήταν σε οποιοδήποτε από τα πετρελαϊκά σοκ της δεκαετίας του 1970, γράφει ο Guardian.
Η ύφεση είναι δεδομένη
Η Ευρώπη θα περάσει έναν εξαιρετικά δύσκολο χειμώνα. Το ζήτημα δεν είναι αν θα υπάρξει ύφεση, αλλά πόσο βαθιά θα είναι και πόσο θα διαρκέσει.
Η Βρετανία, παρά την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Βόρεια Θάλασσα και τον αναπτυσσόμενο τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, θα πληγεί από την αύξηση του παγκόσμιου ενεργειακού κόστους.
Όπως και το 1973, η άνοδος των τιμών της ενέργειας αιφνιδίασε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Έσπευσαν να επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, αλλά ήταν πιο αργές στο να σκεφτούν τις οικονομικές συνέπειες.
Δεν φαίνεται να υπάρχει άμεση προοπτική μιας οικονομικής κατάρρευσης, που θα αναγκάσει το Κρεμλίνο να τερματίσει τον πόλεμο.
Η ιστορία δείχνει ότι η Ρωσία μπορεί να αντέξει αρκετό πόνο για παρατεταμένες περιόδους, και πιθανότατα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι η Δύση.
Η πολιορκία του Λένινγκραντ μεταξύ 1941 και 1944 αποτελεί παράδειγμα εξαιρετικής στωικότητας απέναντι σε έναν αποκλεισμό που διήρκεσε σχεδόν 900 ημέρες.
Οι επιλογές της Ευρώπης
Έξι μήνες μετά τον πόλεμο, λοιπόν, ποιες είναι οι επιλογές της Ευρώπης;
Μια δυνατότητα – θεωρητικά τουλάχιστον – θα ήταν να μην κάνουμε τίποτα. Η Ευρώπη θα μπορούσε να αποδεχτεί ότι η αύξηση του ενεργειακού κόστους θα την έκανε φτωχότερη για ένα διάστημα και απλά να το «καταπιεί».
Τελικά, η απώλεια παραγωγής που προκαλείται από τις ουρανοκατέβατες τιμές θα οδηγούσε σε μείωση της ζήτησης για πετρέλαιο και φυσικό αέριο και οι τιμές θα έπεφταν απότομα.
Το πρόβλημα με το να επιτραπεί στον μηχανισμό της αγοράς να λειτουργήσει είναι ότι θα προκαλούσε τεράστιες δυσκολίες στους πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών, ιδίως στους πολίτες των φτωχότερων νοικοκυριών.
Ακόμα και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς αποδέχονται την υπόθεση της παροχής βοήθειας σε όσους ήδη αγωνίζονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.
Μια δεύτερη επιλογή θα ήταν να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία που μας δίνει η εργαλειοποίηση του φυσικού αερίου από τον Πούτιν, για να επιταχύνουμε τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα. Αυτή είναι η προσέγγιση «ποτέ μην αφήνεις μια καλή κρίση να πάει χαμένη», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Guardian στην ανάλυσή του, και έχει σαφώς πλεονεκτήματα.
Οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν υπογράψει στόχους για μηδενικό καθαρό άνθρακα και ιδού ένας τρόπος επιτάχυνσης της προόδου. Αντί να βασίζονται στο ρωσικό φυσικό αέριο, οι χώρες της Δύσης θα πρέπει να δημιουργήσουν τις δικές τους, καθαρότερες και πιο πράσινες μορφές ενέργειας.
Αυτή η διαδικασία συμβαίνει ήδη. Η Ευρώπη προσπαθεί να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά δεν θα μπορέσει να το κάνει αυτό το χειμώνα.
Οι τιμές αυξήθηκαν απότομα την περασμένη εβδομάδα, όταν η κρατική ρωσική Gazprom ανακοίνωσε την μη προγραμματισμένη διακοπή συντήρησης του αγωγού Nord Stream 1.
Ο φόβος είναι ότι οι προμήθειες φυσικού αερίου, για να καλύψουν τη ζήτηση της Ευρώπης, θα είναι ανεπαρκείς.
Η πρόταση Ντράγκι και η απουσία αλληλεγγύης
Πριν παραιτηθεί από πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο Μάριο Ντράγκι πρότεινε μια άλλη διέξοδο από το δίλημμα της Δύσης: ένα καρτέλ αγοραστών.
Αυτό θα περιλάμβανε το εξής: οι αγοραστές ενέργειας να λένε στους παραγωγούς τι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν, κάτι που αρχικά προτάθηκε από τον Ντράγκι τον Μάιο, ως ένας τρόπος αντίδρασης στις υψηλές τιμές του πετρελαίου.
Από τότε, όμως, δεν έχει ακουστεί τίποτα σχετικά, και υπάρχει ένας καλός λόγος γι’ αυτό: θα απαιτούσε ένα βαθμό διεθνούς αλληλεγγύης από την πλευρά των χωρών που καταναλώνουν, κάτι που είναι εμφανώς αισθητό από την απουσία της (σ.σ. αλληλεγγύης).
Ο Ντράγκι δεν μπόρεσε να βρει ομοφωνία ούτε στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πόσο μάλλον με την Κίνα και την Ινδία.
Ένας προφανής τρόπος για να μειωθούν οι τιμές της ενέργειας θα ήταν να βρεθεί μια λύση για να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Οι τιμές αναμένεται να παραμείνουν υψηλές καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, επειδή οι αγορές δεν βλέπουν πρόωρο τέλος σε μια σύγκρουση, στην οποία καμία από τις δύο πλευρές δεν φαίνεται ικανή να καταφέρει πλήγμα νοκ-άουτ.
Αυτό φαίνεται να είναι μια λογική υπόθεση, δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές φαίνονται καλά οχυρωμένες.
Δεν γίνονται σοβαρές διπλωματικές προσπάθειες για να τερματιστεί το αδιέξοδο, όχι μόνο επειδή η Δύση πιστεύει πως οτιδήποτε άλλο εκτός από την πλήρη ήττα της Ρωσίας θα αποτελούσε απλώς κίνητρο για μελλοντική επιθετικότητα.
Αυτή η προσέγγιση έχει οικονομικό κόστος, όπως παραδέχτηκε ο Μπόρις Τζόνσον την περασμένη εβδομάδα, όταν προειδοποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο για δύσκολους καιρούς.
Δεν έχουν άλλη επιλογή οι κυβερνήσεις
Αλλά αν το να μην κάνουμε τίποτα δεν αποτελεί επιλογή, αν το καρτέλ των αγοραστών είναι μια «πτήση» της φαντασίας, αν ο πόλεμος θα τραβήξει σε μάκρος και αν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα χρειαστούν χρόνο για να κάνουν τη διαφορά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν άλλη επιλογή από το να βρουν πακέτα διάσωσης για τους καταναλωτές.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να γίνει αυτό. Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να στοχεύσουν στις πληρωμές σε μετρητά για τους λιγότερο εύπορους.
Θα μπορούσαν να θεσπίσουν μόνιμα χαμηλότερα κοινωνικά τιμολόγια.
Θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που έκανε η Γαλλία, να «παγώσουν» τους λογαριασμούς.
Το βέβαιο είναι ότι θα πρέπει να συνεχίσουν να προσφέρουν στήριξη σε μαζική κλίμακα.