Ο βασικός παράγοντας που θα επιταχύνει ή θα σταματήσει την κατάρρευση Ερντογάν θα είναι η δυνατότητα (αν υπάρχει) για οικονομικές αλλαγές
«Αξιότιμοι φίλοι, σήμερα είναι μια σημαντική μέρα. Η σημερινή μέρα θα περάσει στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας ως η μέρα που καταρρέει η ολιγαρχία του ηγέτη και που τη θέση της παίρνει η αντίληψη για ένα συλλογικό ορθολογισμό.
Η σημερινή μέρα θα περάσει στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας ως η μέρα που δημιουργείται ένα εντελώς νέο μοντέλο πολιτικής οργάνωσης, ανοιχτό στον δημοκρατικό έλεγχο των ψηφοφόρων… Και από σήμερα στην Τουρκία μας, τίποτε δεν θα είναι όπως παλιά». Το απόσπασμα είναι από την ομιλία του Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν στις 14 Αυγούστου 2001 στο ξενοδοχείο Μπιλκέντ στην Άγκυρα, όπου πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση ίδρυσης, τότε, του νέου Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).
Διαβάστε επίσης: Μπάιντεν: Υπέρ της πώλησης των F-16 στην Τουρκία
Η πρώτη ομιλία
Όπως σημειώνει σε άρθρο του στο «Φιλελεύθερο», ο Νίκος Μούδουρος, Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου «η ομιλία του προέδρου του κόμματος κράτησε περίπου ενάμιση ώρα και καλύφθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των σημαντικότερων τοπικών και διεθνών ΜΜΕ στην Τουρκία. Στις 45 σελίδες του κειμένου υπήρχαν αναφορές από τον Μαχάτμα Γκάντι στον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και από τον Προφήτη Μωάμεθ μέχρι και τον Τόμας Τζέφερσον».
Το άρθρο που αναφέρεται στην εξέλιξη του ΑΚΡ, συνεχίζει αναφέροντας ότι ο δημοσιογράφος Αλί Μουράτ Γκιουβέν, συναγωνιστής του Έρντογαν από την εποχή που ο τελευταίος ήταν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, ήταν αυτός που «ανέλαβε την συγγραφή του κειμένου με εντολές να υπογραμμίσει την ταύτιση του νέου κόμματος με την ευρεία έννοια της δημοκρατίας».
Προϊόν δύο παραγόντων
Επισημαίνε δε ότι το εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον που συγκέντρωσε η ίδρυση του ΑΚΡ ήταν προϊόν δύο αλληλένδετων παραγόντων:
«Από την μια ήταν η δέσμευση των νεαρών στελεχών ότι το δημιούργημα τους θα αποτελούσε ρήξη σε σχέση με τα παραδοσιακά κόμματα του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία και ότι το πρόγραμμα του θα επικεντρωνόταν σε θέματα όπως ο εκδημοκρατισμός σε φιλελεύθερη βάση.
»Από την άλλη ήταν οι συνθήκες που άφησε πίσω της η οικονομική κρίση με κεντρικό χαρακτηριστικό την συνολική κατάρρευση των κομμάτων της κεντροδεξιάς. Δηλαδή εκείνο τον πολιτικό χώρα που στην αυγή του 21ου αιώνα διεκδικούσε να καλύψει και μάλιστα μονοπωλιακά το νεοϊδρυθέν ΑΚΡ».
Το ΑΚΡ ως μια «ομπρέλα» πολιτικών και ιδεολογικών συνεργασιών
Το άρθρο υπενθυμίζει ότι «τον Αύγουστο του 2022 συμπληρώνονται 21 χρόνια από την ίδρυση του. Εάν δεν μεσολαβήσουν εκλογές μέχρι και το Νοέμβριο του 2022, θα συμπληρωθούν 20 χρόνια συνεχούς διακυβέρνησης του ΑΚΡ υπό την ηγεσία Έρντογαν. Εάν εξαιρεθεί το μονοκομματικό καθεστώς που επιβλήθηκε στην χώρα την περίοδο 1923-1946, η περίοδος της διακυβέρνησης Έρντογαν είναι η μεγαλύτερη στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας».
Η εικοσαετία Ερντογάν
Και σημειώνει ότι: «Στη διάρκεια ολόκληρης της εικοσαετίας του Ερντογάν, πολλά ήταν τα στοιχεία που τον χαρακτήρισαν ως πολιτικό ηγέτη. Ένα από αυτά, το οποίο συχνά μένει στο παρασκήνιο, είναι η μανία για την εκλογική επικράτηση. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι σε ολόκληρη την πολιτική του σταδιοδρομία ένα στοιχείο που ξεχώρισε είναι η ιδιαίτερη ικανότητα στην κομματική οργάνωση. Υπό την δική του καθοδήγηση το ΑΚΡ δημιούργησε οργανωτικές δομές σε κάθε γωνιά της Τουρκίας, ακόμα και στους πιο απομακρυσμένους χώρους. Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ο ίδιος μπορούσε να παρακολουθεί από κοντά την εξέλιξη και την δραστηριότητα αυτών των οργανώσεων. Εκτός από την πολύ σύντομη του εμπειρία στον ιδιωτικό τομέα, ο Έρντογαν είναι «άνθρωπος της κομματικής δράσης». Δεν έγινε ποτέ γνωστός ως διανοούμενος. Αντίθετα βρίσκεται σε ανοιχτή σύγκρουση με όλους όσοι κατατάσσονται σε αυτή την κατηγορία. Δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την μελέτη, πέραν των βασικών πολιτικών και ιδεολογικών πηγών του ισλαμικού κινήματος της χώρας του».
Ο Ερντογάν δεν προέρχεται από κάστα επιχειρηματιών ούτε έχει πτυχία πανεπιστημίων εξωτερικού
Ο Μούδουρος επισημαίνει ότι «ο Ερντογάν δεν προέρχεται από μια κάστα παγκόσμιας εμβέλειας επιχειρηματιών που μπήκαν αργότερα στην κομματική ζωή, όπως ο Μπερλουσκόνι ή ο Τράμπ. Ούτε και απέκτησε πτυχία από γνωστά πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπως ο Οζάλ και ο Έρμπακαν. Τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα θα μπορούσε να καταταχθεί στην κατηγορία των χαρισματικών ηγετών, των «επαγγελματιών πολιτικών» της τουρκικής δεξιάς με ιδιαίτερη έφεση στον ομαλό διαμοιρασμό προνομίων. Θα μπορούσε επίσης να καταγραφεί ως κορυφαία προσωπικότητα σε σχέση με την ιδιαίτερη του ικανότητα στην συγκρότηση πολιτικών συμμαχιών, αλλά και στην διάλυση τους την κατάλληλη στιγμή. Πάνω απ’ όλα ήταν ένας πολιτικός αφοσιωμένος στην υπόθεση της εκλογικής επιτυχίας και στην ενεργοποίηση όλων των αναγκαίων εργαλείων για την υλοποίηση του εκλογικού του στόχου. Με λίγα λόγια το επάγγελμα του Ερντογάν ήταν οι εκλογές».
Επικράτησε σε έξι εκλογικές αναμετρήσεις
Το άρθρο σημειώνει ότι «το ΑΚΡ κατάφερε να επικρατήσει ως πρώτο κόμμα σε έξι βουλευτικές εκλογές από το 2002 μέχρι το 2018. Μέχρι και το 2015 ήταν μονοκομματική κυβέρνηση στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Πέτυχε την έγκριση των θέσεων του για συνταγματικές αλλαγές σε τρία δημοψηφίσματα (2007, 2010 και 2017) και με αυτό τον τρόπο επέβαλε την υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος στις ταυτόχρονες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές του Ιουνίου 2018. Από το 2004 μέχρι το 2019 διατηρούσε την πλειοψηφία στην τοπική αυτοδιοίκηση της χώρας. Όπως είναι γνωστό στις τελευταίες δημοτικές εκλογές του 2019 έχασε μια σειρά από σημαντικούς μητροπολιτικούς δήμους».
Τονίζει δε ότι «τα αριθμητικά στοιχεία σε σχέση με την οργανωτική κατάσταση των κομμάτων στην Τουρκία επιβεβαιώνουν ότι το κυβερνών κόμμα, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, ήταν μια τεράστια εκλογική μηχανή».
Το ΑΚΡ το κόμμα με πάνω από 11 εκατομμύρια εγγεγραμμένα μέλη
Και «σύμφωνα με τους αριθμούς που δημοσιεύει το τουρκικό κράτος, 91 πολιτικά κόμματα έχουν συνολικά 14.77.7.588 μέλη.
– Από τις 2 Μαρτίου 2022, το ΑΚΡ έχει 11.089.543 εγγεγραμμένα μέλη.
– Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) έχει 1.315.022 μέλη.
– Το Καλό Κόμμα έχει 539.929.
– Το MHP έχει 476.823, ενώ το φιλοκουρδικό HDP έχει 42.648 μέλη.
– Το νεοιδρυθέν κόμμα του Αλί Μπαμπατζιάν έχει 127.889, ενώ το Κόμμα του Μέλλοντος του Νταβούτογλου έχει μόλις 52.241 μέλη.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, το κυβερνών κόμμα συνεχίζει να διαθέτει το 75% του συνόλου των κομματικών μελών στη χώρα».
Η έλλειψη εναλλακτικής
«Στη βάση όλων των προαναφερθέντων στοιχείων λοιπόν, μια από τις απαντήσεις στο ερώτημα «Τι ήταν το ΑΚΡ;» θα μπορούσε να συμπεριλάβει την υπογράμμιση της επιτυχίας του να μετατραπεί στην πιο διευρυμένη έκφραση του τεράστιου ιδεολογικού χώρου της τουρκικής δεξιάς» σημειώνει το άρθρο.
Και συνεχίζει αναφέροντας ότι «την τελευταία εικοσαετία μια από τις σημαντικές πτυχές αναπαραγωγής της εξουσίας Ερντογάν ήταν η σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη εναλλακτικής επιλογής από τα δεξιά του πολιτικού χάρτη της χώρας. Αυτή η εξέλιξη είναι δεσπόζουσας σημασίας εάν ληφθεί υπόψη ότι το ιδεολογικό ρεύμα της τουρκικής δεξιάς αποτελεί ουσιαστικά μια «ομπρέλα» συγκυριακής συνεργασίας διαφορετικών και κάποτε ανταγωνιστικών μεταξύ τους ιδεολογικών στοιχείων. Κάτι που συνήθως διαφεύγει της προσοχής σε πολλές αναλύσεις είναι το γεγονός ότι σε επίπεδο ιδεολογικής ταυτότητας το ΑΚΡ μπορεί να ενταχθεί στη λίστα των ισλαμικών κομμάτων της χώρας, ωστόσο σε επίπεδο πολιτικού προγράμματος και κοινωνικής βάσης ήταν για πολλά χρόνια ο μοναδικός εκπρόσωπος της δεξιάς συμμαχίας. Με λίγα λόγια, μια από τις επιτυχίες του ήταν ότι κατάφερε να συσπειρώσει και να διατηρήσει σε μια «εύθραυστη ενότητα» ρεύματα πολιτικής σκέψης της σύγχρονης Τουρκίας που βρίσκουν τις ρίζες τους στον εθνικισμό (με κοσμικές ή και θρησκευτικές αναφορές), στον ισλαμισμό και στον συντηρητισμό».
Η οικονομική μεταμόρφωση και η ένταξη στην ομάδα των 20
Ο Μούδουρος τονίζει οτι «τα τρία αυτά ιδεολογικά ρεύματα αποτελούν τα «διαφορετικά όργανα» ενός μεγάλου σώματος όπως η τουρκική δεξιά και τα οποία σε συγκεκριμένες συγκυρίες λειτουργούν σε σχετική αρμονία».
Οι συγκυρίες
Επισημαίνει δε ότι «οι «συγκεκριμένες συγκυρίες» της τελευταίας εικοσαετίας που βοήθησαν ούτως ώστε το ΑΚΡ να μετατραπεί σε μονοπώλιο του χώρου αυτού ήταν μεταξύ άλλων, το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και τα διαφορετικά συμφέροντα που κατάφερε να εκπροσωπήσει και να συνενώσει. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η παραμονή στην εξουσία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα παραλληλίστηκε με την οικονομική και κοινωνική μεταμόρφωση της χώρας».
Το άρθρο σημειώνει ότι «σήμερα η Τουρκία είναι ανάμεσα στις 20 μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικονομίες και το ΑΚΡ κατάφερε τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος της διακυβέρνησης του να διατηρήσει σχετικά σταθερούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) το 2002 ήταν 240 δις δολάρια, ενώ το 2013 έφτασε στα 950 δις δολάρια. Το 2020 το μέγεθος της οικονομίας ανέρχεται στα 720 δις δολάρια. Παράλληλα, ο πληθυσμός της Τουρκίας το 2020 ανέρχεται στα 85 εκατομμύρια, από τα οποία μόνο το 7% ζει σε χωριά».
Η μετεξέλιξη του ΑΚΡ σε κόμμα μιας «πολιτιστικής ταυτότητας» και η πτώση των ποσοστών
«- Η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της πανδημίας φαίνεται ότι αποτέλεσαν ένα συνδυασμό εξελίξεων, το προϊόν του οποίου είναι η σταθερή πτώση των ποσοστών του ΑΚΡ.
– Η σταθεροποίηση στην απώλεια ποσοστών τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη του 2021, ήταν αργή σε ρυθμούς.
– Σε σύγκριση με το 49% που πέτυχε το 2015, οι έρευνες γνώμης μέχρι και τα τέλη του 2021 έδειχναν ότι το κυβερνών κόμμα απώλεσε περίπου 20-25% της εκλογικής του δύναμης.
– Οι ψηφοφόροι που απομακρύνονταν από το ΑΚΡ, σύμφωνα με τις ίδιες δημοσκοπήσεις της περιόδου, συγκεντρώνονταν περισσότερους στην κατηγορία των αναποφάσιστων.
– Αυτό το δεδομένο δημιουργούσε με τη σειρά του νέα ερωτηματικά στο κατά πόσο τελικά η αντιπολίτευση θα μπορούσε να αποκτήσει ανατρεπτική δυναμική.
Oι οικονομικές αλλαγές κρίνουν το μέλλον του Ερντογάν
Το άρθρο τονίζει ότι «η κατάσταση για το ΑΚΡ άρχισε να αλλάζει δραματικά από τα μέσα του 2022. Το νέο στοιχείο των τάσεων που μετρά η πλειοψηφία των δημοσκοπήσεων είναι ότι το ΑΚΡ και το ΜΗΡ καταγράφουν απώλειες ακόμα και από το λεγόμενο στενό κομματικό πυρήνα. Πολλοί ερευνητές συμφωνούν ότι αυτή η τάση δεν μπορεί να ανατραπεί. Η βασική διαφοροποίηση σε σύγκριση με τις τάσεις των τελευταίων δύο χρόνων είναι ότι το κόμμα του Ερντογάν κατάφερνε με πολλές δυσκολίες να συγκρατείται σε ποσοστά πέριξ του 30%. Δηλαδή σε ένα ποσοστό που λειτουργούσε περίπου ως «ψυχολογικό φράγμα», αφού αναλόγως των ποσοστών της αντιπολίτευσης μπορούσε τουλάχιστον να εγγυηθεί κάποιες ευνοϊκές ισορροπίες στην Εθνοσυνέλευση. Πλέον οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το «φράγμα έσπασε». Σε επίπεδο τάσεων των ερευνών γνώμης ο Ερντογάν χάνει στις προεδρικές εκλογές και το ΑΚΡ κινδυνεύει να χάσει και την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση».
Σημειώνεται στο άρθρο ότι «η γενική τάση που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις μέχρι και τον Μάϊο του 2022, είναι ότι το ΑΚΡ χάνει ψήφους από όλες τις δημογραφικές, οικονομικές, πολιτιστικές κατηγορίες ψηφοφόρων. Οι απώλειες είναι μικρότερες στους ψηφοφόρους εκείνους που χαρακτηρίζονται από τον συντηρητικό τρόπο ζωής και αξιακό πλαίσιο. Όμως χάνει μεγάλο έδαφος σε ψηφοφόρους ηλικίας 18-32».
Το ΑΚΡ απώλεσε την ιδιότητα του μαζικού κόμματος της δεξιάς
Και προσθέτει ότι «το νέο στοιχείο που προκύπτει το 2022 είναι ότι το κόμμα του Ερντογάν απώλεσε την ιδιότητα του μαζικού κόμματος της δεξιάς. Του κόμματος εκείνου που μπορούσε να συνενώσει όλα τα διαφορετικά ρεύματα σκέψης του συγκεκριμένου χώρου και να αναπαράγει την εξουσίας του περιθωριοποιόντας την αντιπολίτευση. Το σημερινό ΑΚΡ είναι ο εκπρόσωπος μιας και μόνης, σχετικά συρρικνωμένης πολιτιστικής ταυτότητας. Η κοινωνική βάση του ΑΚΡ και του ΜΗΡ δεν διακρίνονται εύκολα ως χωριστές εκλογικές ομάδες. Στα κυριότερα ζητήματα τοποθετούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Συνενώνουν τα κυριότερα στοιχεία του ισλαμισμού και του τουρκισμού, αφήνοντας εκτός εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που τα προηγούμενα χρόνια προσέδιδαν στο κυβερνητικό μπλοκ την έννοια της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ψηφοφόροι που στήριζαν Ερντογάν είτε λόγω της σχετικά καλής οικονομικής πορείας, είτε λόγω της αισθητής βελτίωσης του βιοτικού τους επιπέδου, είτε ακόμα και εξαιτίας των έργων υποδομής σε τομείς όπως η υγεία και η παιδεία, πλέον θέτουν ερωτηματικά».
Τα βασικά διλήμματα των εκλογών
Οι πιο άμεσες και κατανοητές επιπτώσεις της ιδεολογικής συρρίκνωσης του ΑΚΡ και γενικά του κυβερνητικού του συνασπισμού καταγράφονται σύμφωνα με τον αρθρογράφο κυρίως σε δύο άξονες:
– Ο πρώτος είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια καταγράφεται η πεποίθηση ότι ο Ερντογάν μπορεί να χάσει. Η διάσταση αυτή είναι σημαντική γιατί ένα μεγάλο μέρος της ηγεμονίας των προηγούμενων χρόνων στηριζόταν στον «μύθο του αήττητου». Μάλιστα δυνάμεις της αντιπολίτευσης εσωτερίκευσαν την υπόθεση περί της «αιώνιας εξουσίας» Ερντογάν με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν να προσδώσουν στο δικό τους πολιτικό πρόγραμμα το στοιχείο της ελπίδας.
– Ο δεύτερος κύριος άξονας είναι η επανεμφάνιση κάποιων, προς το παρόν αδύναμων πρωτοβουλιών για αλλαγές στο χώρο της κεντροδεξιάς. Δηλαδή στον χώρο που στο παρελθόν το μονοπώλιο εξουσίας Ερντογάν δεν άφηνε περιθώρια εμφάνισης νέων πρωταγωνιστών. Σήμερα η πολυμορφία της αντιπολίτευσης επιδιώκει να συμπεριλάβει κυρίως αυτό το πολιτικό ρεύμα με βασικό εκφραστή το Καλό Κόμμα της Άκσιενερ που το τελευταίο διάστημα προχωρεί σε εσωτερικές αλλαγές.
Οι δημοσκοπήσεις είναι τάσεις και όχι αποτελέσματα
Ο Μούδουρος τονίζει ότι «παρά την εμφάνιση και σταθεροποίηση των νέων τάσεων στις έρευνες γνώμης, αυτές δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά τάσεις και όχι αποτελέσματα».
Και καταλήγοντας επισημαίνει ότι «εάν οι επόμενες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές γίνουν κανονικά τον Ιούνιο του 2023, τότε σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες τάσεις τίθενται υπό την επιρροή των εξελίξεων των επόμενων 12 μηνών. Ο βασικός παράγοντας που θα επιταχύνει ή θα σταματήσει την κατάρρευση Ερντογάν δεν είναι οι αλλαγές που θα επιδιώξει στο επίπεδο του πολιτικού λόγου, αλλά η δυνατότητα (αν υπάρχει) για οικονομικές αλλαγές. Αλλά ακόμα και σε αυτό το επίπεδο για την αντιπολίτευση δεν θα είναι αρκετή η μέχρι σήμερα αδυναμία της κυβέρνησης να αλλάξει την πορεία της οικονομίας. Αντίθετα η μεγάλη εκκρεμότητα που παρουσιάζεται ενώπιον της είναι η προώθηση ενός εφικτού προγράμματος στην οικονομία που θα αναπτερώσει τις προσδοκίες του μεγαλύτερου μέρους των λεγόμενων αναποφάσιστων».