Ο Τούρκος πρόεδρος έδειξε ότι εξακολουθεί να κατέχει την τέχνη της διαπραγμάτευσης στο διεθνές πεδίο
Παρότι έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ως κάποιον που κινείται παρορμητικά, «ενάντια στη λογική» και με επιλογές που «απομονώνουν την Τουρκία», εντούτοις κάποιες φορές ξεχνάμε ότι είναι ένας πολιτικός με ιδιαίτερη εμπειρία στο διεθνές πεδίο και αρκετή ικανότητα να πετυχαίνει στόχους που βάζει.
Αυτό φάνηκε και στη διαπραγμάτευση πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη. Από τη στιγμή που τέθηκε το ζήτημα της εισδοχής της Φινλανδίας και της Σουηδίας, η τουρκική πλευρά αποφάσισε να σηκώσει το ζήτημα και να απειλήσει ακόμη και με βέτο.
Οι λόγοι που το έκανε ήταν πολλαπλοί. Σίγουρα μέτρησε αυτό που επικαλέστηκε ως δικαιολογία, δηλαδή το γεγονός ότι η Φιλανδία και η Σουηδία επιτρέπουν σε φιλοκουρδικές οργανώσεις να δραστηριοποιούνται στο έδαφος και έχουν επιβάλει εμπάργκο στην πώληση όπλων στην Τουρκία για να μην καταλήγουν τα όπλα να χρησιμοποιούνται εναντίον των Κούρδων. Μέτρησε, επίσης, ότι η Τουρκία είναι ούτως ή άλλως σε μια διαρκή διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ για διάφορα ζητήματα (από την αναγνώριση των Τουρκικών «προβολών ισχύος» στο Αιγαίο έως το εάν θα υπάρξει «πράσινο φως» για νέα τουρκική επιχείρηση στο έδαφος της Τουρκίας), μια διαπραγμάτευση συχνά «τεθλασμένη». Και σίγουρα μέτρησε και το γεγονός ότι η Τουρκία είναι σε προεκλογική εκστρατεία και ο Ερντογάν χρειαζόταν πολύ να δείξει ότι παραμένει ένας ηγέτης με μεγάλη διεθνή απήχηση που τελικά αντιμετωπίζεται με σεβασμό.
Μικρή σημασία έχει από ένα σημείο και μετά εάν οι παραχωρήσεις που εξασφάλισε από τις σκανδιναβικές χώρες είναι μικρές ή μεγάλες, το βασικό είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος μπορεί να υποστηρίζει ότι ήγειρε συγκεκριμένες αντιρρήσεις και διατύπωσε τα τουρκικά αιτήματα και αυτά όχι μόνο δεν απορρίφθηκαν αλλά συζητήθηκαν σε μια διαπραγμάτευση που περιλάμβανε και τις ΗΠΑ και τελικά οδήγησε σε κάτι που ο Ερντογάν μπορεί να παρουσιάζει ως «δικαίωση» των τουρκικών θέσεων.
Η αναγνώριση της στρατηγικής σημασίας της Τουρκίας
Όλα αυτά αποτυπώνουν και μια παράμετρο που συχνά επίσης προσπερνάμε στη σχετική συζήτηση στην Ελλάδα, δηλαδή το γεγονός ότι η Τουρκία παραμένει μια ιδιαίτερα σημαντική χώρα στη συνολική αρχιτεκτονική του ΝΑΤΟ. Είναι μια χώρα που μπορεί να κινητοποιήσει τον δεύτερο σε όγκο στρατό της συμμαχίας, παραδοσιακά συνεισφέρει πάνω από το 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες και φυσικά έχει μια ξεχωριστή γεωστρατηγική θέση, που γίνεται ακόμη πιο σημαντική στο φόντο του πολέμου στην Ουκρανία. Αρκεί να αναλογιστούμε τι σημαίνει για τους δυτικούς αμυντικούς σχεδιασμούς σε μια ευρύτερη περιοχή η βάση του Ιντσιρλίκ.
Η Τουρκία έχει επίγνωση όλων αυτών και τα εκμεταλλεύεται για να προωθήσει και τους δικούς της σχεδιασμούς. Με τον ίδιο τρόπο που αξιοποιεί την ίδια τη διαδικασία απόφασης μέσα στο ΝΑΤΟ για να μπορεί να προωθεί πλευρές της πολιτικής της, ακόμη και εάν αυτό περιλαμβάνει επιμέρους απειλές για βέτο ακόμη και σε αποφάσεις όπως είναι αυτές για τη διεύρυνση.
Ούτως ή άλλως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες αυτές οι πλευρές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που μοιάζουν με αμφισβήτηση διάφορων «κόκκινων γραμμών» και με παράλληλη διεκδίκηση ιδιαίτερα μεγάλων «βαθμών ελευθερίας» (ενδεικτικό το γεγονός ότι η Τουρκία ταυτόχρονα προμηθεύει την Ουκρανία με drones και διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία), δεν γίνονται σε πείσμα της ιδιότητας μέλους του ΝΑΤΟ (και της «Δύσης» ευρύτερα) αλλά ακριβώς στη βάση αυτής της ιδιότητας.
Η μεγάλη διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ
Η Τουρκία είναι ούτως ή άλλως σε μια μεγάλη διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ εδώ και καιρό.
Από τη μια προσπαθεί να κατοχυρώσει με διάφορους τρόπους ότι είναι τμήμα της «Δύσης» και ότι παρά την καχυποψία που εξακολουθεί να προκαλεί το πραξικόπημα του 2016 δεν βρίσκεται σε κάποια «ευρασιατική στροφη». Και αυτό πέραν όλων των άλλων το θέλει και για να εξασφαλίσει την προμήθεια υψηλής ποιότητας αμυντικού εξοπλισμού και να ξεπεράσει το πρόβλημα που δημιούργησε ο αποκλεισμός της από το πρόγραμμα των F-35.
Από την άλλη θέλει να κατοχυρώσει ότι αναγνωρίζεται ως μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη και αυτό περιλαμβάνει και αναγνώριση και αποδοχή των προβολών ισχύος που κάνει σε ένα ευρύ φάσμα περιοχών του πλανήτη, στη Συρία (όπου έχει κάνει ήδη τρεις στρατιωτικές επιχειρήσεις και διεκδικεί να κάνει άλλη μία), στη Λιβύη, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Όμως, όλα αυτά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο απαιτούν και μια διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ: αυτές είναι που τελικά θα προμηθεύσου την Τουρκία με αμυντικό εξοπλισμό, αυτές (μαζί με τη Ρωσία) θα πρέπει να δώσουν το «πράσινο φως» για τυχόν νέα επιχείρηση στη Συρία, αυτές καλούνται τελικά να νομιμοποιήσουν ή έστω να ανεχτούν τις τουρκικές αξιώσεις σε σχέση με το πώς πρέπει να διαμορφωθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, ακόμη και εάν η Τουρκία δείχνει έτοιμη να προχωρήσει ακόμη και σε «τετελεσμένα».
Τα πρώτα κέρδη και τα ανοιχτά ζητήματα
Σε αυτή τη φάση ο Ερντογάν μπορεί να επιστρέψει στην Τουρκία με τον αέρα του νικητή. Δεν είναι μόνο ότι χάρη στο πώς χειρίστηκε το ζήτημα με τη Φιλανδία και τη Σουηδία, μπορεί να απευθυνθεί στο εσωτερικό ακροατήριο ως αυτός που κατάφερε να κάνει τις τουρκικές θέσεις να ληφθούν σοβαρά υπόψη – άλλωστε σε σχέση με το Κουρδικό και ο κύριος όγκος της αντιπολίτευσης, πλην προφανώς του HDP, υιοθετεί μια εθνικιστική τοποθέτηση. Είναι και το γεγονός ότι φαίνεται ότι κατάφερε να αποσπάσει μια αρκετά πιο σαφή αμερικανική κυβερνητική δέσμευση ότι θα προχωρήσει η προμήθεια νέων F-16 και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού όσων ήδη έχει.
Βεβαίως, μένει να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό ο τρόπος που τελικά η Τουρκία δεν έβαλε βέτο στην εισδοχή των δύο σκανδιναβικών χωρών θα μεταφραστεί και σε ευνοϊκή μεταχείριση στα άλλα θέματα που διαρκώς θέτει η Τουρκία.
Από τη μια στο εάν θα πάρει κάποιου είδους αμερικανική έγκριση για τη νέα στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία, στην οποία μέχρι τώρα έχουν διατυπώσει σαφή αντίρρηση οι ΗΠΑ, καθώς βάζει ευθέως στο στόχαστρο τις κουρδικές πολιτοφυλακές που παραμένουν ο βασικός τους σύμμαχος στη συγκεκριμένη περιοχή και ένας τρόπος ώστε να συνεχίσουν να έχουν παρουσία στο έδαφος της Συρίας και άρα λόγο στις όποιες μεταπολεμικές εξελίξεις, αλλά και η Ρωσία καθώς ο προτεινόμενος τουρκικός σχεδιασμός θα δημιουργήσει προβλήματα και στις κυβερνητικές δυνάμεις, ενώ και το Ιράν έχει εκφράσει την αντίρρηση γιατί δεν θέλει να βρεθούν στο στόχαστρο οι φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές. Ως προς αυτό το θέμα είναι σαφές ότι η διαπραγμάτευση απέχει από το να έχει τελειώσει.
Το άλλο θέμα είναι προφανώς οι τουρκικές αξιώσεις απέναντι στην Ελλάδα και μάλιστα με την ιδιαίτερη ένταση που ήρθε στο προσκήνιο το τελευταίο διάστημα με την εκ νέου ανακίνηση θέματος αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου.
Εδώ αυτό που ενδιαφέρει την Τουρκία είναι εάν θα μπορούσε να κατοχυρωθεί ότι και οι ΗΠΑ αποδέχονται μια λογική «γκριζαρίσματος» για διάφορες περιοχές, δηλαδή η παραδοχή ότι πρόκειται για «διαφιλονικούμενες περιοχές» και για θέματα «διμερών διαφορών» και όχι για θέματα όπου το διεθνές δίκαιο σαφώς δικαιώνει τις ελληνικές θέσεις. Αυτό με τη σειρά του θα άνοιγε το δρόμο για την Τουρκία να κλιμακώσει τις πιέσεις ή ακόμη και να δοκιμάσει κάποιου είδους «τετελεσμένο».
Η πίεση προς την ελληνική πλευρά
Όλα αυτά εκ των πραγμάτων διαμορφώνουν μια πίεση και προς την ελληνική πλευρά, που μέχρι τώρα έχει κυρίως κινηθεί με βάση τη λογική της ευθυγράμμισης με τις κεντρικές επιλογές της συμμαχίας και τη συστράτευση στον πυρήνα της τρέχουσας νατοϊκής στρατηγικής, παράλληλα με αναβάθμιση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ αλλά και χωρών που είναι παραδοσιακά φιλικές προς τις ΗΠΑ όπως είναι το Ισραήλ, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ο λόγος της πίεσης είναι διπλός: από τη μια γιατί η Τουρκία αποδεικνύει ότι παρά τα ρίσκα που παίρνει , που συχνά προκαλούν εντάσεις της στις σχέσεις της με τη Δύση, τελικά κατορθώνει να γίνει αποδεκτή ως ένα σημαντικό μέλος της συμμαχίας, ικανό να μπορεί να αποσπά ακόμη συμβιβασμούς (ή και παραχωρήσεις όπως τα F-16).
Από την άλλη, γιατί ακόμη και η προσπάθεια αναβάθμισης των σχέσεων με χώρες που θα όριζαν μια συμμαχία απέναντι στην Τουρκία, προσκρούει πάνω στο ότι η Τουρκία είναι σε τροχιά σχετικής εξομάλυνσης των σχέσεων και με το Ισραήλ και με τα ΗΑΕ. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί προβλήματα στη στρατηγική «απομόνωσης» της Τουρκίας.