Πόλεμος και κλιματική κρίση εντείνουν την ανάγκη για επισιτιστική ασφάλεια.
Κλίμα, κρίση, κόστος, covid. Αυτά τα τέσσερα «Κ» έχουν αυξήσει μεταξύ άλλων τον κίνδυνο μίας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης, η οποία πλανάται πάνω από τον κόσμο ειδικά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ουσιαστικά οι τέσσερις διαστάσεις της επισιτιστικής ασφάλειας, δηλαδή η διαθεσιμότητα, η πρόσβαση, η σταθερότητα και η χρήση της βρίσκονται υπό απειλή εξαιτίας των αρνητικών επιπτώσεων μίας σειράς πραγμάτων.
Πόλεμος και κλιματική κρίση εντείνουν την ανάγκη για επισιτιστική ασφάλεια
Μελετητές και διεθνείς οργανισμοί επικεντρώνονται στον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος επιδεινώνει περισσότερο αυτή την άσχημη κατάσταση.
Άλλωστε μην ξεχνάμε πως στον πόλεμο εμπλέκονται δύο από τους μεγαλύτερους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων στον κόσμο.
Την ίδια ώρα τα λιμάνια της Ουκρανίας στη Μαύρη θάλασσα παραμένουν αποκλεισμένα, με αποτέλεσμα το Κίεβο, ένας από τους σημαντικότερους εξαγωγούς σιτηρών παγκοσμίως, να μην μπορεί να εξάγει την παραγωγή του.
Ως αποτέλεσμα αυτού, ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων που καταρτίζεται από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών έφτασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τον Μάρτιο.
Από την άλλη, η κλιματική κρίση έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τον τομέα της καλλιέργειας και της παραγωγής. Ξηρασίες, καύσωνες και πλημμύρες καταστρέφουν στις γεωργικές παραγωγές σε διάφορες περιοχές του πλανήτη.
Η πρόσφατη έκτη έκθεση αξιολόγησης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή δεν αφήνει καμία αμφιβολία:
Η κλιματική κρίση θα έχει επιζήμιες συνέπειες στα συστήματα διατροφής σε όλον τον κόσμο.
Πάνω από το 10% του πληθυσμού πέφτει για ύπνο πεινασμένο
Όλα αυτά είναι προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν τη στιγμή που πάνω από το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού – πέφτει πεινασμένο κάθε βράδυ για ύπνο.
Το ποσοστό αυτό αφενός δείχνει πως ακόμη δεν έχει γίνει δυνατή η καθολική πρόσβαση σε τρόφιμα, αφετέρου εξακολουθεί να λείπει η αποτελεσματική κοινή πολιτική στρατηγική.
Τα στοιχεία από την Παγκόσμια Έκθεση σχετικά με την επισιτιστική κρίση του 2022 επιβεβαιώνουν τις δυσοίωνες εκτιμήσεις των ειδικών.
Αναλύοντας αρχικά τα δεδομένα του 2021, στην έκθεση αναφέρεται πως υπήρξε ανησυχητική επιδείνωση της οξείας επισιτιστικής ανασφάλειας το 2021 σε πολυάριθμες χώρες και περιοχές παγκοσμίως.
Συγκεκριμένα, σχεδόν 193 εκατομμύρια άνθρωποι βίωναν κρίση ή βρίσκονταν σε χειρότερη κατάσταση εξαιτίας μίας σειράς παραγόντων, όπως οικονομικών κρίσεων, ακραίων καιρικών φαινομένων, συγκρούσεων ή συνδυασμού αυτών.
Δυστυχώς οι εκτιμήσεις για το 2022 είναι χειρότερες, καθώς το ποσοστό παγκοσμίως που θα επηρεαστεί από την επισιτιστική κρίση αναμένεται να είναι το μεγαλύτερο των τελευταίων 6 χρόνων (που δημοσιεύεται η έκθεση).
Μάλιστα αναμένεται να ξεπεράσει κατά 25% το ποσοστό του 2021, ενώ αυτή η αύξηση ενδεχομένως να αφορά και χώρες-περιοχές που δεν είχαν πληγεί τα περασμένα χρόνια.
Στην έκθεση του Παγκόσμιου Δικτύου κατά των επισιτιστικών κρίσεων παρουσιάζεται η εκτίμηση πως το 2022, 179 έως περίπου 181,1 εκατομμύρια πολίτες σε 41 από 53 χώρες/περιοχές κυρίως σε Αφρική, Ασία και ΗΠΑ, αναμένεται να βρίσκονται σε κρίση ή σε χειρότερη κατάσταση.
Η Έκθεση τονίζει πως σοβαρές επιπτώσεις αναμένονται επίσης σε περιφερειακό ακόμη και παγκόσμιο επίπεδο, καθώς πολλές χώρες με επισιτιστική κρίση εξαρτώνται από τις εισαγωγές σε βασικά τρόφιμα και λιπάσματα, ιδίως από την Ουκρανία και τη Ρωσία.
Είναι σαφές πως τα επισιτιστικά συστήματα αντιμετωπίζουν περαιτέρω προκλήσεις, οι οποίες πλέον δεν αφορούν μόνο συγκεκριμένες χώρες, οι οποίες παρηρούνται στενά από τον ΟΗΕ και άλλους οργανισμούς τα τελευταία χρόνια.
Αυτό αποδεικνύεται άλλωστε και από το γεγονός πως οι τιμές των τροφίμων σε όλο τον κόσμο έχουν εκτοξευθεί σε επίπεδα ρεκόρ φέτος.
Οι τιμές του σιταριού έφθασαν τον Μάρτιο στο υψηλότερο επίπεδο 14 ετών και οι τιμές του αραβοσίτου έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ σύμφωνα με τη Διεθνή Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τα Βιώσιμα Συστήματα Τροφίμων (IPES).
Αυτό έχει καταστήσει τα βασικά είδη διατροφής πιο ακριβά – ή πιο δυσεύρετα – για τις οικογένειες σε πολλές χώρες, ιδίως τις φτωχότερες.
«Εάν παραμεληθούν οι κίνδυνοι για την επισιτιστική κρίση, ο κόσμος θα βρεθεί «να υπνοβατεί στις καταστροφικές και συστηματικές διατροφικές κρίσεις του μέλλοντος», σημείωσαν οι εμπειρογνώμονες της IPES.
Γιατί οι τιμές των τροφίμων είναι τόσο υψηλές αυτή τη στιγμή; Πού απέτυχαν οι κυβερνήσεις;
Η Ρωσία και η Ουκρανία προμηθεύουν περίπου το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού, ωστόσο αυτές έχουν μειωθεί ως αποτέλεσμα του πολέμου.
Τα εθνικά αποθέματα σιταριού – που καταναλώνονται κυρίως στις χώρες όπου καλλιεργούνται- παραμένουν σχετικά υψηλά, δήλωσε η Μπριζίτ Χιου του αμερικανικού Κέντρου για το Κλίμα και την Ασφάλεια.
Ωστόσο η μείωση των εξαγωγών από τη Ρωσία και την Ουκρανία έχει αυξήσει τον ανταγωνισμό για το σιτάρι στην παγκόσμια αγορά, οδηγώντας σε υψηλότερο κόστος , γεγονός που είναι ιδιαίτερα επώδυνο για τις φτωχότερες χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές.
Είναι χαρακτηριστικό πως το 40% των εισαγωγών σιταριού της Αφρικής προέρχεται από την Ουκρανία και τη Ρωσία, ενώ οι αυξανόμενες παγκόσμιες τιμές του σιταριού έχουν οδηγήσει τις τιμές του ψωμιού στο Λίβανο 70% υψηλότερα, σύμφωνα με την IPES.
Η διακοπή των εξαγωγών σιταριού από τη Ρωσία και την Ουκρανία δεν είναι ο μόνος λόγος για τις αυξήσεις των τιμών.
Παρακινούμενοι από την εμπόλεμη κατάσταση, κερδοσκόποι πιέζουν για διαπραγμάτευση των προθεσμιακών συμβολαίων σιτηρών, αυξάνοντας τις τιμές και επιδιώκοντας να επωφεληθούν από την αβεβαιότητα της αγοράς.
Από τις τελευταίες κρίσεις των τιμών των τροφίμων το 2007-2008 και το 2011-2012, «οι κυβερνήσεις απέτυχαν να περιορίσουν την υπερβολική κερδοσκοπία και να διασφαλίσουν τη διαφάνεια των αποθεμάτων τροφίμων και των αγορών εμπορευμάτων», δήλωσε η Τζένιφερ Κλαπ, καθηγήτρια με ειδίκευση στην επισιτιστική ασφάλεια στο Πανεπιστήμιο του Γουότερλου στον Καναδά.
Το πρόβλημα «πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως» αν ο κόσμος θέλει να εξασφαλίσει πιο σταθερές τιμές τροφίμων τα επόμενα χρόνια, καθώς η κλιματική αλλαγή, οι συγκρούσεις και άλλες απειλές αυξάνουν τους κινδύνους, πρόσθεσε η ίδια.
Αυξήσεις και φέτος – Οι δείκτες του ΟΗΕ
Οι συνεχείς ανατιμήσεις συνθέτουν ένα «εκρηκτικό κοκτέιλ ακρίβεια» στα τρόφιμα σύμφωνα και με την έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του ΟΗΕ, στην οποία και καταγράφονται οι βασικές κατηγορίες που παραμένουν σε υψηλά ιστορικά επίπεδα.
Όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα, το κρέας μέσα σε ένα χρόνο, το διάστημα Μαΐου 2021 – 2022, «σκαρφάλωσε» από τις 107 στις 122 μονάδες.
Το γάλα αντίστοιχα από τις 121 στις 141,6, ενώ στα δημητριακά η αύξηση είναι της τάξης του 40%.
Ακόμα μεγαλύτερη είναι η αύξηση στα σπορέλαια (από 174,9 σε 229,3), ένα προϊόν που επηρεάζεται και από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Τι θα μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση των τιμών των τροφίμων σε προσιτές τιμές;
Η αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία και των τεσσάρων «Κ» απαιτεί μια παγκόσμια συντονισμένη (αντί)δραση.
Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσον θα υπάρξει μία ενεργή στρατηγική και μία βάση όπου τα κράτη και όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα μπορέσουν να συνεργαστούν ώστε να διαχειριστούν αποτελεσματικά αυτές τις προκλήσεις.
Από την άλλη, αν οι υφιστάμενοι πολυμερείς μηχανισμοί δεν είναι ικανοί να ανταποκριθούν στο καθήκον, τότε η παγκόσμια αλληλεγγύη πρέπει να δράσει ταχέως.
Ήδη άλλωστε η επιστημονική κοινότητα και όχι μόνο έχει προβάλει μερικές λύσεις που πρέπει να προωθηθούν και να υποστηριχτούν από τις κυβερνήσεις.
Η πρώτη -απλή- λύση έρχεται από έναν ειδικό σε θέματα γεωργίας στο Ινστιτούτο Βιώσιμης Ανάπτυξης και Διεθνών Σχέσεων της Γαλλίας, τον Πιερ ΜαρΊ Ομπερτ, ο οποίος ουσιαστικά μας συμβουλεύει να τρώμε λιγότερο κρέας.
«Επειδή ένα μεγάλο μέρος των παγκόσμιων σιτηρών πηγαίνει στη διατροφή των ζώων, το να πείσουμε τους ανθρώπους να τρώνε λιγότερο κρέας και γαλακτοκομικά θα μπορούσε να αποτελέσει μία καλή πρώτη κίνηση», είπε φέτος στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ.
Η παγκόσμια έλλειψη δημητριακών στις αγορές φέτος αναμένεται να είναι 20-25 εκατομμύρια τόνοι. Αν όμως μόνο οι Ευρωπαίοι μειώσουν την κατανάλωση ζωικών προϊόντων κατά 10%, θα μπορούσαν να μειώσουν τη ζήτηση κατά 18-19 εκατομμύρια τόνους, σημείωσε.
Δεύτερον, η βελτίωση της αποθήκευσης σιτηρών, ιδίως σε χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές καθώς και η παροχή βοήθειας στις χώρες αυτές για καλλιέργεια περισσότερων βασικών τροφίμων στο εσωτερικό τους, θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει, αναφέρουν οι ειδικοί σε θέματα τροφίμων.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η φύτευση μιας ευρύτερης ποικιλίας καλλιεργειών προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση από τα σιτηρά σε συγκεκριμένες χώρες, θα μπορούσε να ενισχύσει την επισιτιστική ασφάλεια.
Επίσης η αλλαγή πολιτικής – όπως η νέα ηπειρωτική ζώνη ελεύθερου εμπορίου της Αφρικής – θα μπορούσε τελικά να επιτρέψει σε ορισμένα φτωχότερα έθνη να μειώσουν την εξάρτησή τους από μακρινούς παραγωγούς και εύθραυστες αλυσίδες εφοδιασμού, δήλωσε ο Sithembile Mwamakamba του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικής για τα Τρόφιμα, τη Γεωργία και τους Φυσικούς Πόρους (FANRPAN).
Τέλος, η επένδυση στην κλιματικά έξυπνη γεωργία με στόχο την προστασία των συγκομιδών, καθώς ο πλανήτης θερμαίνεται, θα επέτρεπε την εξασφάλιση αποθέματος τροφίμων παγκοσμίως.
Πηγές: FAO, WFP, GRFC 2022, WEF, iPES Food, Press Project, OT