Παραδέχτηκε μάλιστα ότι τα τρέχοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της ραγδαίας αύξησης των τιμών της ενέργειας υπολείπονται της αντιμετώπισης διαρθρωτικών ζητημάτων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ.
Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παραδέχτηκε ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ «δεν λειτουργεί πλέον» και είπε πως πρέπει να προσαρμοστεί «στη νέα πραγματικότητα των κυρίαρχων ΑΠΕ».
«Αυτό το σύστημα της αγοράς δεν λειτουργεί πλέον. Πρέπει να το μεταρρυθμίσουμε, πρέπει να το προσαρμόσουμε στα νέα δεδομένα των κυρίαρχων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Στρασβούργο, σύμφωνα με το Euractiv.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, απαντώντας σε ερωτήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την Τρίτη (8 Ιουνίου), παραδέχτηκε ότι τα τρέχοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της ραγδαίας αύξησης των τιμών της ενέργειας υπολείπονται της αντιμετώπισης διαρθρωτικών ζητημάτων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ.
«Πράγματι, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας – οι τιμές της ενέργειας – εκτοξεύονται στα ύψη. Και κάνουμε πολλά γι’ αυτό», δήλωσε η επικεφαλής της Κομισιόν, επικαλούμενη την «εργαλειοθήκη» που πρότεινε η Επιτροπή το περασμένο φθινόπωρο, η οποία επιτρέπει στις χώρες της ΕΕ να φορολογήσουν τα έκτακτα κέρδη των εταιρειών ενέργειας και να επιδοτήσουν τους λογαριασμούς για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις.
«Αλλά αναγνωρίζουμε επίσης ότι πρόκειται για μια βραχυπρόθεσμη ανακούφιση, που δεν θα αλλάξει τη δομή της αγοράς» πρόσθεσε, λέγοντας ότι οι αγορές ενέργειας «σχεδιάστηκαν με έναν τρόπο, όπως ήταν απαραίτητο πριν από είκοσι χρόνια», όταν το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ήταν χαμηλό.
«Σήμερα, η αγορά είναι εντελώς διαφορετική. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι οι πιο αποδοτικές και οι φθηνότερες», εξήγησε.
Οι πιέσεις από Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία
Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν εκτοξευθεί σε υψηλά επίπεδα ρεκόρ από το φθινόπωρο, λόγω των περιορισμένων προμηθειών από τη Ρωσία και της οικονομικής ανάκαμψης από την πανδημική κρίση – μια κατάσταση που τώρα επιδεινώνεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Αυτά έχουν ωθήσουν σε νέες αυξήσεις την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία καθορίζεται από την «οριακή» παραγωγική ικανότητα που διαθέτουν οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο, οι οποίοι μπορούν να ενεργοποιηθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα για να καλύψουν την ζήτηση.
Η Γαλλία και η Ισπανία ηγήθηκαν των εκκλήσεων για τη μεταρρύθμιση του ισχύοντος συστήματος τιμολόγησης, με τη Μαδρίτη να ζητά «διαρθρωτικές λύσεις» σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αποσύνδεση των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι προτάσεις τους υποστηρίχθηκαν από τους ηγέτες της Ελλάδας, Ιταλίας και της Πορτογαλίας, οι οποίοι κάλεσαν το εκτελεστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αντιμετωπίσει τη «μεταδοτική επίδραση» των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Στροφή στις Βρυξέλλες
Μέχρι τώρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιστάθηκε στις εκκλήσεις αυτές, επισημαίνοντας την τρέχουσα επανεξέταση των χονδρικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας από τις ρυθμιστικές αρχές ενέργειας της ΕΕ. Η έκθεσή τους, που υποβλήθηκε στις 29 Απριλίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αγορές λειτουργούν όπως προβλέπεται και ότι «ο σημερινός σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δεν ευθύνεται για την τρέχουσα κρίση».
Την Τρίτη, όμως, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν φάνηκε να διαψεύδει αυτά τα συμπεράσματα.
«Αυτό το σύστημα της αγοράς δεν λειτουργεί πλέον. Πρέπει να το μεταρρυθμίσουμε. Πρέπει να το προσαρμόσουμε στις νέες πραγματικότητες των κυρίαρχων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», δήλωσε η πρόεδρος της Επιτροπής στα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο.
«Αυτό είναι το έργο που έχει αναλάβει τώρα η Επιτροπή. Δεν πρόκειται για κάτι ασήμαντο, πρόκειται για μια τεράστια μεταρρύθμιση. Θα πάρει χρόνο, πρέπει να είναι καλά μελετημένη. Αλλά πρέπει να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, για να προσαρμόσουμε την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στις σύγχρονες συνθήκες», όπως είπε.
Σε επικοινωνία με το Euractiv, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής δεν μπορούσαν να δώσουν λεπτομέρειες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα της μεταρρύθμισης ή να διευκρινίσουν αν θα παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια της θητείας της σημερινής Επιτροπής, η οποία λήγει μετά τις ευρωεκλογές του 2024.
«Η Επιτροπή θα δρομολογήσει διαδικασία εκτίμησης επιπτώσεων και θα συνεργαστεί ευρέως με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές», δήλωσε ο Tim McPhie, εκπρόσωπος της Επιτροπής της ΕΕ για τη δράση για το κλίμα και την ενέργεια, στο Euractiv. Επεσήμανε ακόμη μια ανακοίνωση της Επιτροπής που δημοσιεύθηκε στις 18 Μαΐου, η οποία περιγράφει πιθανές επιλογές μεταρρύθμισης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς να αναλύει το χρονοδιάγραμμα.
Μετατόπιση της θέσης της Γερμανίας
Εκτός από τις χώρες του Νότου, άλλες χώρες της ΕΕ δεν έχουν πειστεί για την ανάγκη μεταρρύθμισης των κανόνων της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Τον Οκτώβριο, ένας συνασπισμός εννέα κρατών – μελών της ΕΕ προέτρεψε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να απέχει από τη λήψη εκτεταμένων μέτρων για τον περιορισμό της αύξησης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας.
Αλλά η θέση της Γερμανίας έχει αρχίσει έκτοτε να αλλάζει.
«Ο υφιστάμενος σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με την ελεύθερη τιμολόγηση θα πρέπει να διατηρηθεί καταρχήν», δήλωσε το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας και Κλίματος στο Euractiv.
«Ωστόσο, πρέπει ταυτόχρονα να διασφαλιστεί ότι το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας είναι ανθεκτικό στο μέλλον και ταιριάζει με τους φιλόδοξους κλιματικούς στόχους των επόμενων ετών και δεκαετιών», πρόσθεσε.
Η νέα γερμανική κυβέρνηση, η οποία ανέλαβε τα καθήκοντά της τον Δεκέμβριο, εγκαινίασε μια πλατφόρμα για τα ενδιαφερόμενα μέρη, με τον τίτλο «Κλιματικά ουδέτερο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας», για να εξετάσει το θέμα αυτό. Η πλατφόρμα, η οποία συγκεντρώνει εμπειρογνώμονες από τον χώρο της επιστήμης, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών, επεξεργάζεται επί του παρόντος «συγκεκριμένες προτάσεις για τον σχεδιασμό της αγοράς», ανέφερε το υπουργείο.
Στο επίκεντρο των συζητήσεων είναι «το πώς μπορεί ή πρέπει να τονωθεί η δυναμικότητα για να αντισταθμιστεί η κυμαινόμενη τροφοδότηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας» και πώς να συνδεθούν οι αγορές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας με νέους τομείς κατανάλωσης, όπως οι μεταφορές, τα κτίρια και η βιομηχανία.
Οι αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως οι αντλίες θερμότητας, η αποθήκευση ηλιακών φωτοβολταϊκών, η ηλεκτρονική κινητικότητα και οι ηλεκτρολύτες, πρέπει όλες να είναι σε θέση να αντιδρούν στα σήματα της αγοράς και του δικτύου, ώστε να διασφαλίζεται η σταθερότητα του συστήματος στο μέλλον, εξήγησε το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας και Κλίματος.
Οι επιφυλάξεις οικονομολόγων
Ο Georg Zachmann, οικονομολόγος της δεξαμενής σκέψης «Bruegel» στις Βρυξέλλες, εξέφρασε σκεπτικισμό σχετικά με τη μεταρρυθμιστική προσφορά της Επιτροπής.
«Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να σκεφτούμε καλύτερα εργαλεία για τη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – συμπεριλαμβανομένων μηχανισμών δυναμικότητας, για να πληρώνουμε διαφορετικά το σταθερό κόστος του συστήματος και συστημάτων pay-as-bid, όπου οι διαχειριστές μονάδων λαμβάνουν μόνο την τιμή που προσέφεραν», εξήγησε.
Ωστόσο, είπε ότι αυτά θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα των επενδυτικών σημάτων που στέλνονται στους παραγωγούς, όταν απαιτούνται δισεκατομμύρια για την αναβάθμιση του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και την προώθηση της πράσινης μετάβασης.
«Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν πειστικές λύσεις στη θεωρία – γεγονός που καθιστά δύσκολο να πιστέψουμε ότι κάτι καλύτερο μπορεί να αναπτυχθεί στην πράξη», δήλωσε στο Euractiv, σημειώνοντας: «Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι ακόμη και αν υπήρχε μια καλύτερη λύση, δεν είναι σαφές αν θα μπορούσε να πετύχει πολιτικά, καθώς οι διανεμητικές επιπτώσεις μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, μεταξύ παραγωγών που κατέχουν διαφορετικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και μεταξύ κρατών – μελών με διαφορετικά μείγματα καυσίμων, θα είναι βάναυσες».
«Διακυβεύονται πολλά χρήματα», τόνισε ο Zachmann, ο οποίος αμφισβήτησε και τη χρονική στιγμή της μεταρρύθμισης από πολιτική άποψη.
«Το άνοιγμα αυτής της συζήτησης, χωρίς σαφές σημείο ‘τερματισμού’ της, θα απορροφήσει πολύ πολιτικό και διοικητικό κεφάλαιο, σε μια εποχή όπου τα υπουργεία Ενέργειας είναι ήδη καταβεβλημένα» με άλλα θέματα, όπως η νομοθεσία για το κλίμα, η αύξηση των τιμών της ενέργειας και ο πόλεμος στην Ουκρανία, δήλωσε χαρακτηριστικά, ενώ προσέθεσε ότι θα μπορούσε να διαρκέσει χρόνια.
«Δεν βλέπω πώς είναι καλή ιδέα να πετάξουμε ένα σύστημα που αναπτύχθηκε με κόπο επί 20 χρόνια, χωρίς μια απλή εναλλακτική λύση εν μέσω κρίσης.»