Στην πραγματικότητα ποτέ δεν σταμάτησε η συζήτηση για την ενδεχόμενη χρήση των πυρηνικών όπλων
Κάποια στιγμή φάνηκε ότι «ο εφιάλτης των πυρηνικών» θα μπορούσε να αποτελέσει εικόνα του παρελθόντος. Ήταν κάπου ανάμεσα στις συναντήσεις κορυφής του Ρέιγκαν και του Γκορμπατσόφ για τον περιορισμό των πυρηνικών και την τελική επίλυση του ζητήματος της διαχείρισης του σοβιετικού πυρηνικού οπλοστασίου. Ήταν μια περίοδος που θεωρήθηκε ότι θα μπορούσαν τα κράτη να περιορίσουν ριζικά το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα. Άλλωστε, η ανάμνηση του 1945, της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι ήταν ενεργή, το ίδιο και η αίσθηση ότι πλέον ο κόσμος δεν θα χαρακτηριζόταν πλέον από την κάθετη αντιπαράθεση ανάμεσα σε πυρηνικές δυνάμεις.
Όμως, αποδείχτηκε ότι εκείνο το διάλειμμα ήταν μάλλον πεπερασμένο. Ούτως ή άλλως ήταν μια περίοδος στην οποία άλλες χώρες, όπως είναι το Ισραήλ, το Πακιστάν και τη Ινδία φρόντισαν να αποκτήσουν δικά τους πυρηνικά. Και λίγο αργότερα ξεκίνησε και η Βόρεια Κορέα το πυρηνικό της πρόγραμμα. Αλλά και η Κίνα συνέχισε και συνεχίζει να αναπτύσσει το πυρηνικό της οπλοστάσιο.
Η αφετηρία: η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους το 2002
Εάν από τα σημαντικότερα βήματα προόδου στην περίοδο της ύφεσης του Ψυχρού Πολέμου, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ήταν η υπογραφή της συμφωνίας για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους.
Οι αντιβαλλιστικοί πύραυλοι θεωρούνται όπλο «πρώτου χτυπήματος». Εάν μια χώρα έχει ένα επαρκές αντιβαλλιστικό σύστημα, θα μπορούσε να αποκρούσει τους περισσότερους διηπειρωτικούς πυραύλους με πυρηνική γόμωση που θα κατευθυνθούν σε αυτή, επομένως θα κινδύνευε με μικρότερα αντίποινα και αυτό θα μπορούσε να την κάνει να πάρει την απόφαση να χτυπήσει πρώτη.
Οι ΗΠΑ θα ξαναδοκιμάσουν να διαμορφώσουν αντιπυραυλική άμυνα, με το Strategic Defense Initiative, που έμεινε γνωστό ως «Πόλεμος των Άστρων» αφού σε μεγάλο βαθμό στηριζόταν σε δορυφόρους. Μάλιστα, αρκετοί υποστηρίζουν ότι ήταν αυτό το πρόγραμμα που σηματοδοτούσε μια ακόμη μεγαλύτερη κούρσα εξοπλισμών –την οποία οι σοβιετικοί δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν– που πυροδότησε την ακολουθία που οδήγησαν στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Η Ρωσία αντέδρασε έντονα στην αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους και μάλιστα ήταν από τους λόγους που σταδιακά άρχισε να έχει μια πιο αποφασιστική στάση έναντι του ΝΑΤΟ, κάτι που θα φανεί στην περίφημη ομιλία του Πούτιν στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου το 2007 που θα μπορούσε να θεωρηθεί προάγγελος των όσων βλέπουμε τώρα. Πάντως οι δύο χώρες έχουν ανανεώσει τη συμφωνία New START για τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα.
Η χρήση των τακτικών πυρηνικών όπλων
Στα δυτικά ΜΜΕ η ευθύνη για την επιστροφή των πυρηνικών στη συζήτηση, κυρίως αποδίδεται στη Ρωσία και τις διάφορες δηλώσεις που έχουν κάνει Ρώσοι αξιωματούχοι που παραπέμπουν στο ότι εάν η Ρωσία απειληθεί να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο. Οι αναφορές αυτές σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το ρωσικό αμυντικό δόγμα, όπως και το σοβιετικό, εμπεριέχουν τη χρήση πυρηνικών όπλων απέναντι σε μείζονα απειλή, θεωρήθηκε ότι παρέπεμπαν σε ενδεχόμενη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων.
Βεβαίως, τόσο τα τακτικά πυρηνικά όσο και τα πυρηνικά όπλα «περιορισμένου θεάτρου» ήταν τμήμα του αμυντικού δόγματος και του ΝΑΤΟ. Η πυρηνική σύγκρουση «περιορισμένου θεάτρου» συζητήθηκε πολύ κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης του Ψυχρού Πολέμου. Τότε η συζήτηση ήταν τι θα γινόταν εάν σε μια κλιμάκωση της έντασης το Σύμφωνο της Βαρσοβίας χρησιμοποιούσε τη σαφή υπεροπλία του σε συμβατικό οπλισμό εναντία στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Απέναντι σε αυτό θεωρήθηκε ότι τα εγκατεστημένα σε χώρες της δυτικής Ευρώπης πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά. Μάλιστα, ήταν κυρίως οι ΗΠΑ που υπερασπίζονταν την ανάπτυξη τέτοιων οπλικών συστημάτων, απέναντι στα οποία και η ΕΣΣΔ ανέπτυσσε τους δικούς της πυραύλους μέσου βεληνεκούς. Ως αντίδραση ξεδιπλώθηκε ένα μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα –και από τις δύο πλευρές– για να μη γίνει η Ευρώπη θέατρο ενός καταστροφικού θερμοπυρηνικού πολέμου.
Αλλάζει τους κανόνες η Ρωσία;
Αρκετά δυτικά ΜΜΕ υποστηρίζουν ότι η Ρωσία αλλάζει τους «κανόνες του παιχνιδιού» σε σχέση με τα πυρηνικά όπλα. Όμως, μια πιο προσεκτική ανάγνωση δείχνει ότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Όντως η Ρωσία αναφέρεται στη χρήση πυρηνικών ως έσχατο μέσο εάν απειληθεί. Όμως, η έμφαση είναι περισσότερο στο «εάν απειληθεί».
Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ανάλογες προβλέψεις είχαν και οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ. Ωστόσο, ταυτόχρονα απέφυγαν οτιδήποτε θα έφερνε τις συμβατικές τους δυνάμεις σε άμεση επαφή. Το κοντινότερο που έφτασαν σε άμεση αντιπαράθεση ήταν η «κρίση των πυραύλων» της Κούβας το 1961. Σε καμία από τις μεγάλες συγκρούσεις δεν υπήρξε άμεση εμπλοκή των δυνάμεων ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, ενώ το ΝΑΤΟ θα αποφύγει να παρέμβει άμεσα ενάντια στις μεγάλες επεμβάσεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, το ίδιο και στην κρίση της Πολωνίας του 1980-1981. Αντίστοιχα, η ΕΣΣΔ θα αποφύγει π.χ. να στείλει στρατεύματα στο Βιετνάμ. Στο Αφγανιστάν οι ΗΠΑ ενίσχυσαν τους Μουτζαχεντίν, αλλά χωρίς άμεση παρουσία στρατευμάτων. Ο λόγος ήταν ότι θεωρήθηκε αυτονόητο ότι οποιαδήποτε άμεση σύγκρουση συμβατικών δυνάμεων θα μπορούσε να πυροδοτήσει ακριβώς τα εκατέρωθεν πρωτόκολλα για την κλιμάκωση σε χρήση πυρηνικών όπλων.
Το ερώτημα επομένως δεν είναι μόνο εάν η Ρωσία σκοπεύει να περάσει στο «επόμενο στάδιο» αλλά και εάν η Δύση σκοπεύει να περάσει στην άμεση ένοπλη αντιπαράθεση με τη Ρωσία, όπως δείχνει η συζήτηση γύρω από την παροχή στην Ουκρανία όπλων με δυνατότητα να πλήξουν το ρωσικό έδαφος.