Το ερώτημα στο σημερινό δημοψήφισμα στη χώρα-μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ αφορά στην κατάργηση της εξαίρεσής της από την κοινή ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική. Το διακύβευμα είναι ωστόσο μεγαλύτερο
«Οι ιστορικές εποχές απαιτούν ιστορικές αποφάσεις», διακήρυξε η Σοσιαλδημοκράτισσα πρωθυπουργός της Δανίας Μέτε Φρεντέρικσεν στις αρχές Μαρτίου.
Ήταν λίγο μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, υπό τη «σκιά» της οποίας η πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων στην Κοπεγχάγη αποφάσισε τη διενέργεια ακόμη ενός κρίσιμου δημοψηφίσματος για τον βαθμό συμμετοχής της χώρας στις πολιτικές της ΕΕ.
Οι κάλπες στήνονται σήμερα και το ερώτημα αφορά στην κατάργηση ή μη της ειδικής εξαίρεσης (opt-out) της Δανίας από την ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική.
Πρόκειται για μια τις τέσσερις εξαιρέσει που είχε εξασφαλίσει η Κοπεγχάγη, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την υιοθέτηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, μετά την αρχική απόρριψή της από τους Δανούς με το δημοψήφισμα του 1992.
Ως εκ τούτου η Δανία παραμένει εδώ και τρεις δεκαετίες η μοναδική χώρα-μέλος της ΕΕ που έχει εξασφαλίσει αμυντική εξαίρεση (αν και η Μάλτα παραμένει de facto επίσης εκτός).
Καθώς ωστόσο η αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη μοιραία πια αλλάζει, η Δανία -ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ και από το 1973 μέλος της ΕΕ- αναγκάζεται να αναθεωρήσει την εξωτερική πολιτική της.
«Πρέπει να ψηφίσουμε ναι», τόνισε η Φρεντέρικσεν στο τελευταίο τηλεοπτικό ντιμπέιτ για το θέμα, την Κυριακή.
«Σε μια εποχή που πρέπει να αγωνιστούμε για την ασφάλεια στην Ευρώπη», υπογράμμισε, «οφείλουμε να είμαστε πιο ενωμένοι».
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έδιναν σταθερό προβάδισμα στο «ναι».
Όμως σε μία χώρα όπου οι ψηφοφόροι έχουν ήδη απορρίψει με δημοψηφίσματα τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), την ένταξη στη ζώνη του ευρώ (2000) και την κατάργηση της εξαίρεσης από την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικής ασφάλειας (2015), τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο…
Ένα αμφίρροπο δημοψήφισμα
Η τελευταία δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε προχθές -προπαραμονή του δημοψηφίσματος- δείχνει ότι το 44% των Δανών τάσονται υπέρ της κατάργησης της εξαίρεσης, σημειώνοντας άνοδο δύο ποσοστιαίων μονάδων από τα μέσα Μαΐου.
Το στρατόπεδο του «όχι» παραμένει σταθερά στο 28%.
Ωστόσο περίπου ένας στους πέντε ψηφοφόρους (19%) δήλωνε ακόμη αναποφάσιστος.
Εξίσου ή κατά ορισμένους αναλυτές ακόμη πιο καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος θεωρείται και η συμμετοχή στις κάλπες.
Αναλυτές προέβλεπαν ότι θα είναι χαμηλή.
Σε κάθε περίπτωση, υπέρ του «ναι» έχουν ταχθεί τα περισσότερα κοινοβουλευτικά κόμματα της Δανίας, που συμφώνησαν επίσης σε αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, όπως προβλέπεται στο ΝΑΤΟ, πλην όμως έως το 2033.
Εφόσον επικρατήσει η γραμμή τους, η Κοπεγχάγη θα μπορεί να συμμετάσχει εξεφής σε κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ και να συμμετέχει ενεργά στη λήψη αποφάσεων για την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ).
Στο αντίπαλο στρατόπεδο βρίσκονται αντίθετα μόλις τρια κόμματα: δύο ακροδεξιά ευρωσκεπτικιστικά -το Δανικό Λαϊκό Κόμμα και η Νέα Δεξιά- και η αριστερή Λίστα Ενότητας.
Από τα βασικά επιχειρήματά τους είναι ότι η ανάδυση μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας θα γίνει σε βάρος του ΝΑΤΟ, στα ιδρυτικά μέλη του οποίου συγκαταλέγεται η Δανία.
Τυχόν επικράτηση του «όχι» δεν θα επιβεβαιώσει απλά εκ νέου τον επιλεκτικό ευρωσκεπτικισμό των Δανών, που στηρίζουν την ενιαία αγορά, όχι όμως και την περαιτέρω ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Θα σηματοδοτήσει μια βαριά ήττα για τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μειοψηφίας της Κοπεγχάγης, τα κόμματα που τη στηρίζουν κοινοβουλευτικά, αλλά και όσα αντιπολιτευόμενα συντάχθηκαν με την κατάργηση της αμυντικής εξαίρεσης.
Συνολικά, αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα των εδρών του σημερινού δανικού κοινοβουλίου.
Θα αποτελέσει επίσης ισχυρό πλήγμα -γοήτρου και όχι μόνο- στα σχέδια ενίσχυσης του αμυντικού βραχίονα της ΕΕ, αν και ο πόλεμος στην Ουκρανία καταδεικνύει επί του πρακτέου ότι οι «27» απέχουν ακόμη πολύ από τη στρατηγική αυτονομία.
Γιατί τώρα;
Αντιμέτωπη εν έτει 2022 με έναν πόλεμο στα ανατολικά της και τη χειρότερη προσφυγική κρίση επί ευρωπαϊκού εδάφους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ΕΕ έλαβε το τελευταίο διάστημα διάφορες σημαντικές αποφάσεις.
Συμφώνησε να στείλει όπλα και στρατιωτικές προμήθειες στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένου για πρώτη φορά θανατηφόρου εξοπλισμού.
Ενέκρινε τη συγκρότηση ομάδας ταχείας επέμβασης έως 5.000 στρατιωτών, στο πλαίσιο του σχεδίου «Στρατηγική Πυξίδα»: μιας νέας στρατηγικής που θα καταστήσει την ΕΕ ισχυρότερο στρατιωτικό παράγοντα και εταίρο.
Παράλληλα, η Σουηδία και η Φινλανδία -αμφότερες μέλη της ΕΕ και της ΚΠΑΑ- υπέβαλαν επίσημα αίτημα ένταξης στο ΝΑΤΟ, ερχόμενες στρατηγικά ακόμη πιο κοντά στην γειτονική και επίσης σκανδιναβική Δανία.
Η δε απόφαση της Γερμανίας για επανεξοπλισμό και εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεών της με το πακέτο-μαμούθ των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ ανέβασε τον πήχη για την Κοπεγχάγη, την ώρα μάλιστα που ο έτερος στενότερος σύμμαχός της, οι ΗΠΑ, μετατοπίζουν το στρατηγικό βάρος τους στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Κοπεγχάγη θέλει πλέον -μέσω του δημοψηφίσματος και υπό την προϋπόθεση ότι θα επικρατήσει το «ναι»- να εξασφαλίσει θέση και λόγο στην αμυντική πολιτική της ΕΕ.
Προς τούτο, μάλιστα, έσπευσε προσφάτως να εκφράσει την αντίθεσή της στο υπό εξέταση ενδεχόμενο αλλαγής των ευρωπαϊκών συνθηκών και κατάργησης της ομοφωνίας σε θέματα όπως η κοινή αμυντική πολιτική.
Προοπτική στην οποία πάντως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία δηλώνουν πλέον ανοιχτές…