Η Κίνα εισβάλει στην Ταϊβάν και οι ΗΠΑ σπεύδουν να την υπερασπιστούν, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις: Αυτό ήταν το σενάριο του πολεμικού παιγνίου που διεξήχθη στις ΗΠΑ και το αποτέλεσμα ήταν τρομακτικό...
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει ξυπνήσει το φάντασμα του πυρηνικού πολέμου καθώς ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν έθεσε τις πυρηνικές του δυνάμεις σε κατάσταση συναγερμού και προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στον πόλεμο από το εξωτερικό θα έχει «πρωτοφανείς συνέπειες».
Παίγνιο πολέμου
Η εκτόξευση τέτοιων απειλών ευλόγως έγινε πρωτοσέλιδο και τράβηξε την προσοχή της Ουάσιγκτον. Αλλά αν η Κίνα προσπαθούσε να εισβάλει βίαια στην Ταϊβάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες έσπευδαν σε βοήθεια της Ταϊπέι, η απειλή της κλιμάκωσης θα μπορούσε να ξεπεράσει ακόμη και την τρέχουσα αγωνιώδη κατάσταση στην Ευρώπη.
Πρόσφατο παίγνιο πολέμου, που διεξήγαγε το Κέντρο για μια Νέα Αμερικανική Ασφάλεια από κοινού με το πρόγραμμα του NBC «Meet the Press», έδειξε πόσο γρήγορα θα μπορούσε να κλιμακωθεί μια τέτοια σύγκρουση, γράφει το foreignaffairs.com.
Το παίγνιο έλαβε υπόψη μια φανταστική κρίση που διαδραματίζεται το 2027, με στόχο να εξεταστεί πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα μπορούσαν να ενεργήσουν υπό ένα συγκεκριμένο σύνολο προϋποθέσεων.
Και κατέδειξε ότι ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός της Κίνας με την επέκταση του πυρηνικού της οπλοστασίου – για να μην αναφέρουμε τη σημασία που δίνει το Πεκίνο στην ενοποίηση με την Ταϊβάν – θα μπορούσε, στον πραγματικό κόσμο, να οδηγήσει μια σύγκρουση μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών σε πυρηνικό πόλεμο.
Η Κίνα μετατρέπει τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της (PLA), εδώ και αρκετές δεκαετίες, σε αυτό που ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αποκάλεσε «στρατό παγκόσμιας κλάσης», ο οποίος θα μπορούσε να νικήσει κάθε τρίτο μέρος που θα υπερασπιζόταν την Ταϊβάν.
Η πολεμική στρατηγική της Κίνας, γνωστή ως «απαγόρευση πρόσβασης και άρνηση περιοχής (anti-access/area denial)», βασίζεται στη δυνατότητα προβολής συμβατικής στρατιωτικής ισχύος σε απόσταση πολλών χιλιάδων μιλίων προκειμένου να αποτρέψει τον αμερικανικό στρατό, ειδικότερα, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν.
Εντόπισαν σιλό πυραύλων υπό κατασκευή
Στο μεταξύ, ένα αυξανόμενο πυρηνικό οπλοστάσιο παρέχει στο Πεκίνο καταναγκαστικό πλεονέκτημα καθώς και δυνητικά νέες πολεμικές δυνατότητες, που θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο πολέμου και κλιμάκωσης.
Η Κίνα κατείχε ιστορικά μόνο μερικές εκατοντάδες επίγεια πυρηνικά όπλα. Oμως, πέρυσι, πυρηνικοί μελετητές στο Κέντρο Μελετών Μη Διάδοσης του Τζέιμς Μάρτιν και στην Ομοσπονδία Αμερικανών Επιστημόνων εντόπισαν τρία πεδία με σιλό πυραύλων υπό κατασκευή, στην περιοχή Σιντζιάνγκ.
Οι Financial Times ανέφεραν ότι η Κίνα μπορεί να είχε πραγματοποιήσει δοκιμές υπερηχητικών οχημάτων ολίσθησης ως μέρος συστήματος τροχιακού βομβαρδισμού που θα μπορούσε να αποφύγει την αντιπυραυλική άμυνα και να οδηγήσει πυρηνικά όπλα σε στόχους στις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες.
Το υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ προβλέπει ότι μέχρι το 2030, η Κίνα θα έχει περίπου 1.000 παραδοτέες κεφαλές – υπερτριπλάσια ποσότητα από αυτή που διαθέτει σήμερα.
Γρήγορη κλιμάκωση
Με βάση αυτές τις προβλέψεις, οι κινέζοι ηγέτες μπορεί να πιστεύουν ότι ήδη σε πέντε χρόνια από τώρα ο PLA θα έχει αρκετές συμβατικές και πυρηνικές δυνατότητες ώστε να επιχειρήσει και να κερδίσει έναν πόλεμο για την ένωση με την Ταϊβάν.
Το πρόσφατο πολεμικό μας παίγνιο – στο οποίο μέλη του Κογκρέσου, πρώην κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ειδικοί ανέλαβαν τους ρόλους ανώτερων υπευθύνων λήψης αποφάσεων εθνικής ασφάλειας στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες – απέδειξε ότι ένας πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας θα μπορούσε να κλιμακωθεί γρήγορα.
Αφενός, έδειξε ότι και οι δύο χώρες θα αντιμετώπιζαν επιχειρησιακά κίνητρα για να χτυπήσουν στρατιωτικές δυνάμεις στο έδαφος της άλλης. Στο παίγνιο, τέτοια χτυπήματα είχαν ως ρυθμιστικό στόχο την αποφυγή κλιμάκωσης. Και οι δύο πλευρές προσπάθησαν να ισορροπήσουν σε μια λεπτή γραμμή, επιτιθέμενοι μόνο σε στρατιωτικούς στόχους. Ομως ξεπεράστηκαν οι κόκκινες γραμμές και από τις δύο χώρες, οι οποίες παρήγαγαν έναν κύκλο νέων επιθέσεων που διεύρυνε το εύρος και την ένταση της σύγκρουσης.
Για παράδειγμα, στην προσομοίωση, η Κίνα εξαπέλυσε προληπτική επίθεση εναντίον βάσεων-κλειδιά των ΗΠΑ στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Οι επιθέσεις στόχευαν το Γκουάμ, ειδικότερα, επειδή πρόκειται για μια προκεχωρημένη επιχειρησιακή βάση κρίσιμης σημασίας για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στην Ασία, και επειδή είναι ένα έδαφος και όχι μια πολιτεία των ΗΠΑ, η κινεζική ομάδα θεώρησε ότι το χτύπημα ήταν μικρής κλιμάκωσης από το να επιτεθεί σε άλλους πιθανούς στόχους.
Περνώντας ένα κρίσιμο κατώφλι
Σε απάντηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες στόχευσαν κινεζικά στρατιωτικά πλοία σε λιμάνια και εγκαταστάσεις γύρω από αυτά, αλλά απέφυγαν άλλες επιθέσεις στην ηπειρωτική Κίνα.
Ωστόσο, και οι δύο πλευρές αντιλήφθηκαν αυτά τα χτυπήματα ως επιθέσεις στην πατρίδα τους, περνώντας ένα κρίσιμο κατώφλι. Αντί να αντικατοπτρίζουν τις δικές τους ανησυχίες για επιθέσεις στο έδαφός τους, κάθε πλευρά δικαιολογούσε τα αρχικά χτυπήματα ως στρατιωτικές ανάγκες που ήταν περιορισμένης φύσης και θα θεωρούνταν από την άλλη ως τέτοιες.
Οι απαντήσεις στα αρχικά πλήγματα κλιμάκωσαν τα πράγματα περισσότερο καθώς η ομάδα των ΗΠΑ απάντησε στις κινήσεις της Κίνας χτυπώντας στόχους στην ηπειρωτική χώρα και η κινεζική ομάδα απάντησε στα χτυπήματα της Ουάσιγκτον επιτιθέμενη σε τοποθεσίες στη Χαβάη.
Ανησυχητικό εύρημα
Ενα ιδιαίτερα ανησυχητικό εύρημα από το πολεμικό παίγνιο είναι ότι η Κίνα θεώρησε αναγκαίο να απειλήσει εξαρχής με πυρηνική επίθεση προκειμένου να αποκρούσει την εξωτερική υποστήριξη προς την Ταϊβάν. Αυτή η απειλή επαναλήφθηκε σε όλο το παίγνιο, ιδιαίτερα μετά την επίθεση στην ηπειρωτική Κίνα.
Κατά διαστήματα, οι προσπάθειες να υπονομευτεί η βούληση της Ουάσιγκτον ώστε να υποχωρήσει από τη σύγκρουση έτυχαν μεγαλύτερης προσοχής από την ομάδα της Κίνας, μεγαλύτερης ακόμα και από την ίδια την εισβολή στην Ταϊβάν.
Ομως η Κίνα δυσκολεύτηκε να πείσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι οι πυρηνικές απειλές της ήταν αξιόπιστες. Στην πραγματική ζωή, οι σημαντικές και πρόσφατες αλλαγές της Κίνας στην πυρηνική στάση της και ετοιμότητα ενδέχεται να επηρεάσουν τις απόψεις άλλων εθνών, καθώς οι πυρηνικές απειλές της μπορεί να μην θεωρούνται αξιόπιστες, δεδομένου του δηλωμένου δόγματος της μη πρώτης χρήσης, του μικρότερου αλλά αυξανόμενου πυρηνικού της οπλοστασίου και της έλλειψης πυρηνικών απειλών.
Αυτό μπορεί να ωθήσει την Κίνα να πυροδοτήσει προληπτικά ένα πυρηνικό όπλο για να ενισχύσει την αξιοπιστία της προειδοποίησής της.
Η Κίνα μπορεί επίσης να καταφύγει σε μια επίδειξη της πυρηνικής της δύναμης λόγω των περιορισμών στις ικανότητές της για συμβατικά χτυπήματα μεγάλης εμβέλειας. Σε πέντε χρόνια από τώρα, ο PLA θα έχει ακόμη πολύ περιορισμένη ικανότητα να εξαπολύει συμβατικές επιθέσεις πέρα από τοποθεσίες στη «δεύτερη αλυσίδα νησιών» στον Ειρηνικό, και συγκεκριμένα στο Γκουάμ και το Παλάου. Ανίκανη να χτυπήσει το έδαφος των ΗΠΑ με συμβατικά όπλα, η Κίνα θα δυσκολευόταν να προκαλέσει κόστος στον αμερικανικό λαό.
Επίθεση στη Χαβάη
Μέχρι ένα ορισμένο σημείο του παιγνίου, η ομάδα των ΗΠΑ ένιωθε ότι το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιό της ήταν αρκετό για να αποτρέψει την κλιμάκωση και δεν εκτίμησε πλήρως τη σοβαρότητα των απειλών της Κίνας. Ως αποτέλεσμα, η Κίνα θεώρησε ότι έπρεπε να κλιμακώσει σημαντικά για να στείλει ένα μήνυμα πως το έδαφος των ΗΠΑ θα μπορούσε να κινδυνεύσει εάν η Ουάσιγκτον δεν υποχωρήσει.
Παρά τη δηλωμένη πυρηνική πολιτική «μη πρώτης χρήσης» της Κίνας, το πολεμικό παιχνίδι είχε ως αποτέλεσμα το Πεκίνο να πυροδοτήσει ένα πυρηνικό όπλο στα ανοικτά των ακτών της Χαβάης ως επίδειξη.
Η επίθεση προκάλεσε σχετικά μικρή καταστροφή, καθώς ο ηλεκτρομαγνητικός παλμός κατέστρεψε μόνο τα ηλεκτρονικά των πλοίων σε κοντινή απόσταση, αλλά δεν επηρέασε άμεσα έδαφος των ΗΠΑ. Το πολεμικό παιχνίδι τελείωσε πριν προλάβει να απαντήσει η ομάδα των ΗΠΑ, αλλά είναι πιθανό ότι η πρώτη χρήση πυρηνικού όπλου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα είχε προκαλέσει απάντηση.
Οι πιθανότεροι δρόμοι για την πυρηνική κλιμάκωση σε μια σύγκρουση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας είναι διαφορετικοί από εκείνους που θεωρούνταν πιο πιθανοί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η Σοβιετική Ενωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες φοβούνταν μια μαζική πυρηνική επίθεση (bolt-from-the-blue) που θα προκαλούσε στρατηγική ανταλλαγή πλήρους κλίμακας.
Το σαφές μάθημα
Σε μια αντιπαράθεση για την Ταϊβάν, ωστόσο, το Πεκίνο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα με πιο περιορισμένο τρόπο για να σηματοδοτήσει την αποφασιστικότητα ή να βελτιώσει τις πιθανότητές του να κερδίσει στο πεδίο της μάχης. Δεν είναι σαφές πώς θα προχωρούσε ένας πόλεμος μετά από αυτό το είδος περιορισμένης πυρηνικής χρήσης και εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αποκλιμακώσουν την κατάσταση ενώ θα εξακολουθούσαν να επιτυγχάνουν τους στόχους τους.
Το σαφές μάθημα από το παίγνιο πολέμου είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ενισχύσουν τις συμβατικές δυνατότητές τους στον Ινδο-Ειρηνικό για να διασφαλίσουν ότι η Κίνα δεν θα θεωρήσει ποτέ μια εισβολή στην Ταϊβάν ως συνετή τακτική κίνηση. Για να γίνει αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να δεσμευτούν για τη διατήρηση της συμβατικής στρατιωτικής υπεροχής τους, επεκτείνοντας τα αποθέματά τους σε πυρομαχικά μεγάλου βεληνεκούς και επενδύοντας σε υποθαλάσσιες δυνατότητες.
Η Ουάσιγκτον πρέπει επίσης να είναι σε θέση να διεξάγει επιθετικές επιχειρήσεις εντός της πρώτης και της δεύτερης αλυσίδας νησιών ακόμη και όταν δέχεται επίθεση. Αυτό θα απαιτήσει πρόσβαση σε νέες βάσεις για τη διανομή των δυνάμεων των ΗΠΑ, τη βελτίωση της επιβίωσής τους και τη διασφάλιση ότι μπορούν να υπερασπιστούν αποτελεσματικά την Ταϊβάν έναντι των επιθέσεων της Κίνας.
Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναπτύξουν ένα ολοκληρωμένο δίκτυο εταίρων που είναι πρόθυμοι να συμβάλουν στην άμυνα της Ταϊβάν. Οι σύμμαχοι είναι ένα ασύμμετρο πλεονέκτημα: οι Ηνωμένες Πολιτείες τους έχουν και η Κίνα όχι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εμβαθύνουν τον στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό με βασικούς εταίρους για να στείλουν ένα ισχυρό μήνυμα αποφασιστικότητας στην Κίνα.
Εξαντλείται ο χρόνος
Ως μέρος αυτών των προσπαθειών σχεδιασμού, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα χρειαστεί να αναπτύξουν στρατιωτικές στρατηγικές που θα δώσουν τη δυνατότητα να κερδηθεί ο πόλεμος χωρίς να ξεπεραστούν οι κινεζικές κόκκινες γραμμές. Το παίγνιο έδειξε πόσο δύσκολο μπορεί να είναι αυτό το έργο. Αυτό που δεν τόνισε είναι η πολυπλοκότητα της ανάπτυξης στρατιωτικών στρατηγικών που ενσωματώνουν τους στρατηγικούς στόχους και τις στρατιωτικές ικανότητες πολλών εθνών.
Κοιτάζοντας μπροστά, οι στρατιωτικοί σχεδιασμοί στις Ηνωμένες Πολιτείες και στους συμμάχους και εταίρους της Ουάσιγκτον πρέπει να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι, σε μια σύγκρουση για την Ταϊβάν, η Κίνα θα εξετάσει όλες τις συμβατικές και πυρηνικές επιλογές που βρίσκονται στο τραπέζι.
Και για τις Ηνωμένες Πολιτείες εξαντλείται ο χρόνος για να ενισχύσουν την αποτροπή και να εμποδίσουν την Κίνα να πιστέψει ότι μια εισβολή στην Ταϊβάν θα μπορούσε να είναι επιτυχής. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η Ουάσιγκτον και οι φίλοι της να μην αδράξουν τη στιγμή για να δράσουν: σε ένα ή δύο χρόνια από τώρα, μπορεί να είναι ήδη πολύ αργά.