Οι εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 συμπύκνωσαν τις δραματικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που έφερε η εποχή των Μνημονίων
Από όλες τις απόψεις ήταν ένας πραγματικός πολιτικός σεισμός. Στις εκλογές της 6ης Μαΐου ο πρώτος πολιτικός σχηματισμός ήταν το άθροισμα των κομμάτων που έμειναν εκτός Βουλής, με 19,02%. Το πρώτο κόμμα, η ΝΔ πήρε μόλις 18,85% και το δεύτερο, ο ΣΥΡΙΖΑ 16,78%. Το ΠΑΣΟΚ είχε κατρακυλήσει στο 13,18% και η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή είχε εκτιναχθεί από το πολιτικό περιθώριο σχεδόν στο 7%.
Τα στοιχεία αυτών των εκλογών είναι εντυπωσιακά: μέσα στους 30 μήνες από τις εκλογές του 2009 τα δύο κόμματα που είχαν κυριαρχήσει στη Μεταπολίτευση και εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση είχαν χάσει 3,3 εκατομμύρια ψήφους (-2,2 εκατομμύρια το ΠΑΣΟΚ και -1,1 εκατομμύρια η ΝΔ). Τα δύο αυτά κόμματα είχαν λάβει στις εκλογές του 2009 αθροιστικά 77%. Στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 πήραν 32% δηλαδή αρκετά κάτω από το μισό του αθροίσματος που είχαν πάρει το 2009.
Σε μια χώρα με ισχυρή παράδοση δικομματισμού (Βενιζελικοί και Αντιβενιζελικοί, Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί, Κέντρο και Εθνικός Συναγερμός, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), το ότι δύο τόσο ισχυρά κόμματα εξουσία πήραν τόσο χαμηλά ποσοστά δεν είχε προηγούμενο. Όπως είχε σημειωθεί τότε τόσο χαμηλό ποσοστό επιρροής του δικομματισμού είχε να καταγραφεί από τις εκλογές του 1950, τις πρώτες μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, που έγιναν με το σύστημα της απλής αναλογικής και όπου το άθροισμα του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος Φιλελευθέρων είχε φτάσει το 36,4%. Το 2012 το άθροισμα της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμη χαμηλότερο και ήταν μόλις 35,6%.
Η αποδιάρθρωση του ΠΑΣΟΚ και η άνοδος της Αριστεράς
Ο μεγάλος ηττημένος εκείνων των εκλογών ήταν το ΠΑΣΟΚ. Ήταν ως να έκλεινε τότε η μεταπολιτευτική του διαδρομή ως κατεξοχήν κόμματος εξουσίας. Εάν δούμε την ιστορία του ΠΑΣΟΚ από το 1981 και μετά, τα ποσοστά του πάντα ήταν εντυπωσιακά συμπαγή. Αρκεί να σκεφτούμε ότι το χαμηλότερο ποσοστό του ήταν τον Απρίλιο του 1990 όταν είχε πάρει 38,61%. Ακόμη και στις εκλογές του 2004, που θεωρήθηκε ότι έκλεινε ένας κύκλος 11 χρόνων στη διακυβέρνηση, είχε πάρει πάνω από 40%.
Και το θέμα δεν είναι μόνο εκλογικό. Το ΠΑΣΟΚ είχε διαμορφώσει στη μεταπολίτευση μια εξαιρετικά συμπαγή κοινωνική και όχι απλώς εκλογική συμμαχία. Είχε διατηρήσει τα προδικτατορικά κέρδη της Ένωσης Κέντρου σε εργατικά στρώματα, είχε αποκτήσει μεγάλη γείωση σε αγροτικούς πληθυσμούς, είχε απήχηση σε μορφωμένα στρώματα και αυτό παρά τη σημαντική πολιτική και οργανωτική δουλειά των σχηματισμών της αριστεράς μετά το 1974 και τη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας. Ο πυρήνας αυτής της κοινωνικής συμμαχίας δεν είχε διακυβευτεί ούτε καν στην «κρισιακή» περίοδο 1989-1990. Ακόμη και η αποχώρηση του ΔΗΚΚΙ δεν είχε καταφέρει να απομειώσει την επιρροή του.
Όμως, μετά ήρθαν τα Μνημόνια. Δεν ήταν απλώς ότι το ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε «δεξιές» πολιτικές. Ήταν ότι για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε πολιτικές που διέλυαν το αίσθημα κοινωνικής ασφάλειας των ίδιων των στρωμάτων που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε. Στο παρελθόν ακόμη και όταν έκανε «δεξιές στροφές» (το 1985 ή στην περίοδο Σημίτη), πάντα υπήρχε η αίσθηση ότι διατηρείται ένα «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας». Τα μνημόνια χτύπησαν ακριβώς τις οικονομικές και θεσμικές παραμέτρους αυτού του «διχτυού ασφαλείας», δημιουργώντας για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα ένα συνδυασμό οργής και τεράστιας ανασφάλειας.
Αντίστοιχη, φθορά είχε και η ΝΔ που εν τω μεταξύ φαίνεται ότι πλήρωσε αρκετά ακριβά τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου και την εγκατάλειψη της «αντιμνημονιακής» ρητορικής που είχε μέχρι τον Νοέμβριο του 2011, εγκατάλειψη που εκτός των άλλων έδωσε και ώθηση στο φαινόμενο των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» και της «αντιμνημονιακής Δεξιάς».
Η σημασία των «Πλατειών»
Στα τέλη Μαΐου του 2011 στην Ελλάδα ξεκίνησε ένα χωρίς προηγούμενο κοινωνικό κίνημα. Δεν ήταν ένα κλασικό «διεκδικητικό» κίνημα, εφόσον δεν ήταν οργανωμένο στη βάση κλαδικών αγώνων. Δεν ήταν ένα κλασικό «πολιτικό» κίνημα, εφόσον δεν ακολουθούσε κάποιο κόμμα ή κομματικό συνασπισμό. Και δεν ήταν μια έκρηξη οργής απλώς όπως π.χ. ήταν ο Δεκέμβρης του 2008.
Ήταν μια βαθιά πολιτική κοινωνική διαμαρτυρία που δεν ζητούσε απλώς ανατροπή των μνημονίων αλλά και ουσιαστική δημοκρατία. Το φαινόμενο δεν ήταν μόνο ελληνικό. Σε όλο τον κόσμο είχαμε ανάλογες κινητοποιήσεις, συχνά με διαφορετικές αφετηρίες: την Πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο, τους Indignados στο Ισπανικό κράτος, το Occupy! στις ΗΠΑ.
Οι άνθρωποι δεν κατέβαιναν στις Πλατείες απλώς για να διαμαρτυρηθούν αλλά και για να συζητήσουν και να ακούσουν απόψεις που φαίνονταν να προτείνουν μια εναλλακτική.
Ταυτόχρονα, οι Πλατείες διαμόρφωσαν μια νέα αίσθηση ενότητας των ανθρώπων που κατέβηκαν εκεί, μια νέα αίσθηση του «λαού» σε σύγκρουση με τα Μνημόνια και την Τρόικα.
Σε εκείνη τη φάση προφανώς και διάφορες δυνάμεις, συχνά με τρόπο καιροσκοπικό προσπάθησαν να τα εκμεταλλευτούν αυτό, όμως αυτό δεν μειώνει τη σημασία που είχε ένα τόσο μεγάλο κίνημα.
Η έκρηξη της δυσαρέσκειας
Όλα αυτά διαμόρφωσαν το κλίμα για μια ιδιότυπη εκλογική εξέγερση. Τηρουμένων των αναλογιών με τον ίδιο τρόπο που στις 12 Φεβρουαρίου 2012 πολλές χιλιάδες διαδηλωτές κατέβηκαν στο κέντρο της Αθήνας αποφασισμένοι να δείξουν την οργή τους για όσα συνέβαιναν, έτσι και στις εκλογές του Μαΐου ένα τεράστιο μέρος του εκλογικού σώματος ήταν αποφασισμένο να διαμαρτυρηθεί με την ψήφο του και να τιμωρήσει τα κόμματα που θεωρούσε υπεύθυνα για μια τόσο βαθιά πολιτική και κοινωνική κρίση.
Προφανώς και ήταν μια πολύ αντιφατική διαμαρτυρία. Ένα μέρος της πήγε σε σχηματισμούς της Αριστεράς, κυρίως από τους ανθρώπους που είχαν επηρεαστεί από το συλλογικό και αγωνιστικό πνεύμα των Πλατειών. Ένα μέρος πήγε προς τους ΑΝΕΛ, που φάνταζαν μια πιο οικεία «αντιμνημονιακή» λύση για ένα μέρος του ακροατηρίου της Δεξιάς. Ένα άλλο μέρος πιο φοβικό, χωρίς αναφορά στα κινήματα και με έντονες ρατσιστικές, σεξιστικές και εθνικιστικές αναφορές κινήθηκε προς την Άκρα Δεξιά και τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Ένα μέρος ψήφισε μικρότερα κόμματα και σχηματισμούς.
Η σημασία της φράσης «αριστερή κυβέρνηση»
Η δυναμική που έφερνε ο συνδυασμός ανάμεσα σε μια τεράστια κοινωνική κρίση , με ανθρώπους να συνειδητοποιούν ότι πλέον τελείωσε η όποια αίσθηση «κοινωνικής άνεσης» είχαν, ότι θα έπρεπε να αλλάξουν τρόπο ζωής, ότι θα έμεναν χωρίς δουλειά, θα πήγαιναν σε μικρότερο σπίτι, ότι τα παιδιά τους δεν είχαν καμία προοπτική να βρουν δουλειά, με την απαξίωση των κομμάτων εξουσίας στο σύνολό τους – εφόσον στην κυβέρνηση Παπαδήμου συμμετέχουν και η ΝΔ και ο ΛΑΟΣ- δημιούργησε ένα πολιτικό κενό.
Στην αρχή αυτό δεν ήταν καθόλου δεδομένο ότι θα πήγαινε «προς τα αριστερά». Ούτε ήταν δεδομένο ότι η αριστερόστροφη διαμαρτυρία θα πήγαινε στον ΣΥΡΙΖΑ και όχι π.χ. στο ΚΚΕ. Υπήρχε αρκετή ασάφεια, ιδίως από τη στιγμή που δεν είχε υπάρξει κάποια προσπάθεια να φτιαχτεί ένα «κόμμα των Πλατειών» (συγκριτικά το PODEMOS στην Ισπανία θα ξεκινήσει λίγα χρόνια αργότερα πολύ περισσότερο ως το κόμμα των «Αγανακτισμένων»).
Όμως, σε εκείνη τη φάση υπάρχει μια τομή: και αυτή είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει ότι θα διεκδικήσει τη διακυβέρνηση. Ενώ οι υπόλοιποι σχηματισμοί της Αριστεράς κυρίως έλεγαν στην κοινωνία «διάλεξε την πιο μαχητική αντιπολίτευση», ο ΣΥΡΙΖΑ επέμεινε ότι μπορούσε να διεκδικήσει την κυβέρνηση. Μικρή σημασία έχει εάν αυτό έγινε στη βάση σοβαρού στρατηγικού σχεδιασμού (που προφανώς και δεν υπήρξε) ή απλού επικοινωνιακού εντυπωσιασμού. Το ζήτημα ότι επικοινώνησε με μια πραγματική αγωνία της κοινωνίας. Γιατί μέχρι τότε είχε φανεί ότι τα παραδοσιακά κινήματα απλώς δεν μπορούσαν να ανατρέψουν τα μνημόνια. Καμιά προηγούμενη κυβέρνηση δεν θα είχε αντέξει απέναντι σε τόσο μεγάλες κινητοποιήσεις όσο αυτές της διετίας 2010-2012. Όμως, τώρα ακόμη και η κατάρρευση ουσιαστικά της κυβέρνησης Παπανδρέου το 2011 δεν οδήγησε σε μια πιο «προοδευτική» διόρθωση αλλά στην ίδια πολιτική. Αυτό σήμαινε ότι στα μάτια ενός κομματιού του εκλογικού σώματος μόνο μια μεγάλη πολιτική ανατροπή, μια κυβέρνηση έξω από το πλαίσιο των κομμάτων εξουσίας θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά και να οδηγήσει στην πολιτική ρήξη με τα Μνημόνια. Και αυτή τη διέξοδο φάνηκε να δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως την ίδια στιγμή που φάνηκε να δίνει τη διέξοδο, δεν σημαίνει ότι όντως είχε κάποια προετοιμασία. Τα χρόνια που ακολούθησαν με αποκορύφωμα την παλινωδία και συνθηκολόγηση του 2015 έδειξαν ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε πραγματικά ρήξη και δεν έκανε καμία προετοιμασία για αυτήν, ελπίζοντας απλώς ότι θα έκανε καλύτερη διαπραγμάτευση με τους δανειστές με ορίζοντα μια «λιτότητα με ανθρώπινο πρόσωπο», ούτε πραγματικά στοχάστηκε μια διαφορετική εκδοχή αριστερής διακυβέρνησης.
Τα χνάρια της ιστορίας
Το πέρασμα των χρόνων ευνοεί σε κάποιες πτυχές του δημόσιου λόγου να αντιμετωπίζεται εκείνη η περίοδος ως ένα διάλειμμα. Σε αυτό παραπέμπει και η εύκολη επίκληση του «λαϊκισμού» ως φαινομένου που υποτιμά ότι εκείνη την περίοδο όντως επλήγησαν από τα Μνημόνια πλειοψηφικά τμήματα της κοινωνίας και ότι υπήρχε πραγματική αναζήτηση μιας λύση με μικρότερο κοινωνικό κόστος.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί την ουσία: τα Μνημόνια προκάλεσαν μια χωρίς προηγούμενο κοινωνική κρίση. Αυτή μετατράπηκε σε πολιτική κρίση με κεντρική αιχμή την αποδιάρθρωση των σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης του δικομματισμού. Πρώτα και περισσότερο επλήγη το ΠΑΣΟΚ και γιατί τα δικά του στηρίγματα χτυπήθηκαν περισσότερο και γιατί χρεώθηκε την επιλογή των Μνημονίων και σε δεύτερο χρόνο η ΝΔ. Αυτό διαμόρφωσε ένα κλίμα εκλογικής διαμαρτυρίας και αναζήτησης διεξόδου που ενίσχυσε το κόμμα που φάνηκε να υπόσχεται την εναλλακτική.
Η ιστορία προφανώς δεν επαναλαμβάνεται και όσα έγιναν το 2012 αφορούσαν μια ιδιαίτερη «στιγμή». Όμως, το ενδεχόμενο κοινωνικών εκρήξεων με βαθιά πολιτικά αποτελέσματα και πολιτικές ανακατατάξεις κάθε άλλο παρά έχει απομακρυνθεί. Ιδίως με ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.