Πώς 400 άμαχοι στην Μπούτσα έγιναν ανθρώπινη ασπίδα για τους ρώσους εισβολείς στην πόλη.
Ηταν 24 Φεβρουαρίου όταν οι Ρώσοι μπήκαν στην Mπούτσα. Η Λόρα Χβοροστίνα ήταν με τον σύζυγό της στο διαμέρισμά τους, στην οδό Βοκζάλναγια. Εβλεπαν τις εξελίξεις από την τηλεόραση. Δεν είχαν καταλάβει πόσο κοντά τους βρίσκεται η απειλή, μέχρι τη στιγμή που οι εισβολείς άρχισαν να πυροβολούν τις πόρτες τους και να τους ζητούν να βγουν έξω με τα χέρια ψηλά.
Κατέβηκαν όλοι στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τους οδήγησαν στο υπόγειο του βρεφονηπιακού σταθμού που λειτουργούσε στο ισόγειο. Περίπου 400 άτομα από όλη τη γειτονιά, άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά, ακόμα και δύο μωρά 10 μηνών. «Ημασταν όμηροι στα χέρια των Ρώσων», λέει η Λόρα. «Εμείς θα μέναμε στο υπόγειο, και εκείνοι θα έμεναν στα σπίτια μας. Θα κοιμόντουσαν στα κρεβάτια μας, θα φορούσαν τα ρούχα μας, θα έτρωγαν το φαγητό μας. Η πολυκατοικία μας είχε γίνει το στρατηγείο τους, κι εμείς, ήμασταν η ανθρώπινη ασπίδα τους. Οσο οι δικοί μας γνώριζαν πως στο υπόγειο βρίσκονταν 400 άμαχοι Ουκρανοί δεν θα τολμούσαν να χτυπήσουν το αρχηγείο τους».
Το υπόγειο, σκοτεινό, υγρό και αχανές. Οι άμαχοι είχαν κατεβάσει τα παιδικά κρεβατάκια από τον βρεφονηπιακό σταθμό για να κοιμούνται τα βράδια. Οσο προχωρούσες στο υπόγειο έβλεπες χαρούμενα παιδικά σκεπάσματα και μαξιλαράκια με παιδικούς ήρωες. Η Λόρα είχε αναλάβει να εκπροσωπεί τους αμάχους, ήταν εκείνη που ενημέρωνε τους εισβολείς για τις ελλείψεις σε τρόφιμα. Νερό, γάλα για τα μωρά, ψωμί… Μιλούσε με έναν συγκεκριμένο στρατιώτη. «Φορούσε μία πράσινη αραβική μαντίλα. Τον ρώτησα αν πολέμησε και στη Συρία και μου απάντησε θετικά, μου είπε ότι ήταν μια πολύ ωραία χώρα πριν από τον πόλεμο». Μετά την πρώτη εβδομάδα, κόπηκε και το ρεύμα και τα πράγματα άρχισαν να γίνονται ακόμα πιο δύσκολα.
Επαιρναν στην αγκαλιά τους τα βρέφη και προσπαθούσαν να τα κάνουν να ξεχαστούν με ουκρανικά τραγουδάκια, μέσα στο σκοτεινό υπόγειο, υπό τον ήχο των βομβαρδισμών. Τα τρόφιμα του νηπιαγωγείου είχαν τελειώσει και είχαν την ανάγκη των εισβολέων. «Ηταν αυστηροί αλλά δεν μας φέρθηκαν άσχημα. Οι Τσετσένοι ήταν πιο σκληροί, οι Ρώσοι λιγότερο. Ενας ρώσος στρατιώτης μού είπε ότι ο παππούς του θα άλλαζε πλευρά στον τάφο αν μάθαινε τι κάνουν οι Ρώσοι στους Ουκρανούς» λέει η Λόρα. Η κυρία Αλι στα 70 της χρόνια, όπως λέει, δεν τους φοβήθηκε.
«Τους είπα, φέρτε μας φαγητό! Πεινάμε! Εχουμε και μικρά παιδιά! Και μας έφεραν! Ανοιξαν τα ντουλάπια των σπιτιών μας και έφεραν ό,τι βρήκαν». Οι μέρες περνούσαν και οι εισβολείς έκαναν μία προσφορά. Ζήτησαν να καταγράψουν όσους θέλουν να κερδίσουν την ελευθερία τους πηγαίνοντας στη Ρωσία. Η κυρία Αλι λέει ότι το δέχθηκε μόνο ένας 80χρονος παππούς που είχε συγγενείς στη Ρωσία, οι υπόλοιποι ούτε που το σκέφτηκαν.
Η κατάσταση ήταν εφιαλτική κυρίως για οικογένειες με μικρά παιδιά. Σιγά σιγά οι Ρώσοι άφηναν κάποιες οικογένειες να φύγουν, με δική τους όμως ευθύνη, χωρίς να τους συνοδέψουν σε ασφαλείς προορισμούς. Τα 400 άτομα άρχισαν να λιγοστεύουν. Η Λόρα μού δείχνει μία φωτογραφία που πρόλαβε να βγάλει στο υπόγειο με ένα μωράκι. Χαμογελά. Ισως και η μοναδική φορά που χαμογέλασε. Αλλες φωτογραφίες δεν έχει, μετά, τους απαγόρευσαν να ανοίγουν τα κινητά. Η κυρία Αλι λέει ότι η Λόρα ήταν ο ήρωάς τους… χωρίς αυτήν θα έμεναν νηστικοί. Κλαίνε μαζί αγκαλιασμένες.
Στα τέλη Μαρτίου οι Ρώσοι έφυγαν από την Μπούτσα και οι Ουκρανοί ανέκτησαν τον έλεγχο της πόλης και άρχισαν να μετρούν πληγές. Για κάποιους από τους 400 δεν έχουν καθόλου νέα, δεν ξέρουν αν είναι νεκροί ή ζωντανοί. Ακουσαν ότι δύο άτομα, από το διαμέρισμα 39, πυροβολήθηκαν, αλλά ελπίζουν να είναι ψέμα. Τα σπίτια τους ήταν λεηλατημένα, οι εισβολείς είχαν πάρει χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα. «Θέλω να φύγω», λέει Λόρα κι έτσι τελειώνει η συνέντευξη. Δεν αντέχει ούτε λεπτό ακόμα σε αυτό το υπόγειο.