Για περισσότερους από δύο μήνες η «μητέρα» έπαιζε θέατρο. Πλέον έφτασε η ώρα της αλήθειας.
Ενώπιον της ανακρίτριας οδηγείται σήμερα Πέμπτη η Ρούλα Πισπιρίγκου που κατηγορείται για ανθρωποκτονία από πρόθεση της 9χρονης Τζωρτζίνας, στην Πάτρα.
Το βράδυ κρατήθηκε στη ΓΑΔΑ με το σκεπτικό ότι είναι ύποπτη για τέλεση και άλλων αξιόποινων πράξεων.
Αυτό που μένει πλέον είναι να ομολογήσει.
Και ενώ για περισσότερους από δύο μήνες η «μητέρα» παίζοντας θέατρο κατάφερνε να ξεγελάει πολλούς, πλέον έφτασε η ώρα της αλήθειας.
Η Ρούλα Πισπιρίγκου βρίσκεται στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής και σε λίγες ώρες θα οδηγηθεί στον εισαγγελέα. Νωρίτερα τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων που έγιναν στην Τζωρτζίνα έδειξαν ότι στον οργανισμό της υπήρχε συγκέντρωση αναισθητικού φαρμάκου (κεταμίνη) που δεν δικαιολογείται η χορήγησή του από τις νοσηλείες που είχαν προηγηθεί στα νοσοκομεία.
Οι μαρτυρίες κυρίως των γιατρών και των νοσηλευτών που ασχολήθηκαν με την Τζωρτζίνα, σε συνδυασμό με τις συνεντεύξεις που έδινε η ίδια, συμπλήρωσαν τα κομμάτια του παζλ ώστε να ξεκινήσει η αρχή του τέλους για το θρίλερ με τα νεκρά παιδιά που έχει ραγίζει τις καρδιές μας.
Οι καταλυτικές μαρτυρίες
Πολλές ήταν οι μαρτυρίες που αφορούν στην υπόθεση. Ωστόσο καταλυτικές ήταν αυτές των γιατρών που κούραραν το μικρό παιδί αλλά και των νοσηλευτών στο κέντρο αποκατάστασης στο οποίο πήγαινε η Τζωρτζίνα όταν έμεινε παράλυτη.
Αρχικά οι γιατροί οι οποίοι είχαν εξετάσει την Τζωρτζίνα και φώναζαν σε όλους τους τόνους ότι το παιδί δεν είχε κανένα πρόβλημα στην καρδιά του.
Επίσης, εργαζόμενος ο οποίος δούλευε στο κέντρο αποκατάστασης και ήταν πολύ κοντά -κατά τα λεγόμενά του- στην μικρή Τζωρτζίνα μετά την εγκεφαλοπάθεια.
Ο συγκεκριμένος μίλησε στο MEGA και προκάλεσε αίσθηση με τα όσα ανέφερε.
«Η Τζωρτζίνα φαινόταν ότι ήθελε να ζήσει»
«Η Τζωρτζίνα άλλες μέρες φαινόταν χαρούμενη ενώ κάποιες άλλες βυθιζόταν στις σκέψεις της. Το πρόβλημά της ήταν ότι δε μπορούσε να μας πει γιατί δεν μιλούσε. Το παιδί φαινόταν φοβισμένο. Η συμπεριφορά της μητέρας καμιά φορά, δεν έδειχνε το απαιτούμενο ενδιαφέρον».
Στη συνέχεια ανέφερε σε ότι αφορά τις μελανιές στο χέρι για τις οποίες οι γονείς είχαν ζητήσει εξηγήσεις από το κέντρο αποκατάστασης ότι: «ένα παιδί δε μπορεί να κάνει μελανιές πιάνοντάς το για να το σηκώσεις από το καρότσι. Πόσο μάλλον όταν το περιποιούνται άτομα εξειδικευμένα με τεράστια εργασιακή εμπειρία», τόνισε.Ο εργαζόμενος του Κέντρου αναφέρει επίσης ότι του έκανε εντύπωση ότι κανείς δεν τους ενημέρωσε ότι το κοριτσάκι έκανε σπασμούς. «Οι νοσηλευτές θα έπρεπε να το γνώριζαν» είπε και τόνισε ότι «το παιδί δεν είχε κάνει ποτέ σπασμούς σε εμάς».
Στη συνέχεια ο υπάλληλος του κέντρου λέει κάτι που πραγματικά δημιουργεί αίσθηση «Η Τζωρτζίνα ήταν ένα ευτυχισμένο πλάσμα όσο βρισκόταν εκεί, επικοινωνούσε άψογα με το βλέμμα της, το γέλιο της και τις αντιδράσεις της. Είχε πολύ καλά αντίληψη και η αντίδραση στις θεραπείες της, ήταν ένα άψογο παιδί. Ήταν ένα παιδί που ήθελε να ζήσει, φαινόταν ότι ήθελε να ζήσει».
«Η μητέρα δεν έκανε καμία προσπάθεια»
Καταλήγοντας ο ίδιος τονίζει ότι στο κέντρο αποκατάστασης είχαν ήδη ξεκινήσει να σηκώνουν την Τζωρτζίνα. Ωστόσο όπως αποκάλυψε ο εργαζόμενος:«Μου έκανε εντύπωση που από τη μέρα που μας είπε η μητέρα ότι αρρώστησε, δεν έκανε καμία προσπάθεια να σηκώσει το παιδί».
Οι συνεντεύξεις της ίδιας
Στις συνεντεύξεις που είχε δώσει κατά καιρούς είχε πέσει σε αντιφάσεις και πολλοί ισχυρισμοί που είχε διατυπώσει είχαν προκαλέσει προβληματισμό.
Η Ρούλα Πισπιρίγκου είχε μιλήσει στην Αγγελική Νικολούλη, στην εκπομπή της Ζήνας Κουτσελίνη και αλλού. Η πρώτη συνέντευξη μαζί με τον σύζυγο της ήταν στην εκπομπή της Ζήνας Κουτσελίνη.
Τότε είχαν βγει μαζί και είχαν πει πως ήθελαν να ξεκαθαρίσουν τα πάντα για τα προβλήματα υγείας των παιδιών τους, τι είχε γίνει στο νοσοκομείο, τις εξετάσεις που έκαναν και τέλος τον θάνατο τους.
«Καμία μάνα δεν θα άφηνε το παιδί της στο νοσοκομείο» είχε πει χαρακτηριστικά τότε η Ρούλα Πισπιρίγκου. Για την κόρη της Ίριδα είπε ότι την βρήκε νεκρή η αδερφή της κι ότι η ίδια προσπάθησε να της κάνει ανάνηψη στην κουζίνα αλλά δεν τα κατάφερε. Πρόσθεσε ότι οι τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις έδειξαν την αιτία η οποία ήταν σπάνιο σύνδρομο.
Για τον θάνατο της Τζωρτζίνας η μητέρα είχε περιγράψει τι έγινε στο νοσοκομείο το βράδυ που έπιασαν σπασμοί το κοριτσάκι. Ενώ τότε οι γονείς των παιδιών είχαν πει στη συνέντευξη πως «το γεγονός ότι η υπόθεση πήγε στο Ανθρωποκτονιών είναι αυτό που ‘χτυπάει’ στον κόσμο, αλλά δεν σημαίνει κάτι».
Έλεγε ότι πήγαινε σε ψυχολόγους
Σε συνέντευξη της στην Αγγελική Νικολούλη και την εκπομπή «Φως στο Τούνελ» η Πισπιρίγκου είχε πει πως είχε πάει σε ψυχολόγο για να ξεπεράσει τον θάνατο των παιδιών της.
«Στην πρώτη απώλεια πήγαινα σε ψυχολόγο ανά τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς φάρμακα, αλλά υπήρχε η Τζωρτζίνα πίσω, η οποία ήταν τεράστια δύναμη. Έχω θρηνήσει μέσα στο σπίτι αρκετά, αλλά όχι όσο θα ήθελα. Το έχω ακόμα μέσα μου. Ευτυχώς είχα και τη βοήθεια από την πεθερά μου, τη μαμά, την αδελφή και το σύζυγό μου. Δεν έχω μπει καθόλου στο δωμάτιο των κοριτσιών. Όταν χάθηκαν οι αδελφές της, η Τζωρτζίνα δεν το σχολίαζε καθόλου, παρά μόνο πήγαινε στις φίλες της και έλεγε: ‘Πρέπει να φύγω να πάω στη μαμά μου γιατί θα κλαίει και δε θέλω.’ Ερχόταν με τον πατέρα της και μου έλεγε ‘κοίτα ο μπαμπάς κι εγώ. Είμαστε δυνατοί’. Η κόρη μου, μου έλεγε να βγάλω τα μαύρα από τον ίδιο χρόνο κιόλας», είχε πει τότε.
Και συνέχισε: «Ό,τι και να πω στον κόσμο, πάλι ενάντια μου θα στραφούν. Βγήκα και πάλι με κατακρίνανε. Δεν έκλαψε, δεν έκανε… δεν, δεν, δεν… Αυτό που τονίζω είναι ότι καλή είναι η γνώμη και σεβαστή όλων των ανθρώπων, αλλά όχι στην υπερβολή. Αυτό το πράγμα με την επίθεση που δέχομαι, έχει καταντήσει εμμονή».
Στην ίδια συνέντευξη είχε αναφερθεί και στις σχέσεις που είχε με τον σύζυγο της: «Έχω την εντύπωση ότι στο μυαλό το δικό μου είμαστε μαζί. Εγώ αυτό βλέπω. Όταν είχε φύγει ο Μάνος μετά την μπέμπα, μου ζήτησε να γυρίσει πίσω. Κι εγώ είπα ‘όχι δε θέλω να γυρίσεις’ και έχω και τα μηνύματα που του έστειλα και του λέω ‘δε θέλω να είμαστε μαζί’. Όσο για το διαζύγιο, ο Μάνος είχε πάει στον δικηγόρο του και έκανε αίτηση κι εγώ στον δικό μου. Του είπα ότι από συναινετικό, το πάω αντιδικία»