Από την «επιθυμία» ένταξης στο ΝΑΤΟ στην εισβολή στην Ουκρανία: Η μεταμόρφωση του Βλαντίμιρ Πούτιν

Σε μακροσκελές άρθρο τους, οι Times της Νέας Υόρκης σκιαγραφούν την πορεία του Πούτιν στα 22 χρόνια της ηγεσίας του, επικαλούμενοι αξιωματούχους όπως ο Φρανσουά Ολάντ και η Κοντολίζα Ράις που τον είχαν γνωρίσει προσωπικά

Μια απόπειρα να ιχνηλατήσουν την πορεία του Βλαντίμιρ Πούτιν, από την φιλοδυτική του στάση στα πρώτα χρόνια της ανάληψης της προεδρίας, μέχρι τις σημερινές του σχέσεις με το δυτικό κόσμο, επιχείρησαν οι Times της Νέας Υόρκης.

Όπως αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα, όταν ο Πούτιν απευθύνθηκε στη γερμανική Μπούντεσταγκ στις 25 Σεπτεμβρίου του 2001, στα άπταιστα γερμανικά που είχε μάθει στα χρόνια που εργαζόταν στην KGB στο Ανατολικό Βερολίνο, είχε γίνει δεκτός με ενθουσιασμό από τους δυτικούς πολιτικούς. Μιλώντας για την ανάγκη για ειρήνη και σταθερότητα στην Ευρώπη, αλλά και αναφέροντας τα «δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες» ως «κεντρικό στόχο της ρωσικής πολιτικής» είχε γεννήσει την ελπίδα για μια νέα περίοδο σύμπνοιας στην ήπειρο.

Πλέον, όλες αυτές οι ελπίδες έχουν ναυαγήσει. Η ρητορική του Πούτιν πέρασε στην αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξης του γειτονικού του κράτους της Ουκρανίας, ενώ η ρωσική εισβολή έχει ήδη δημιουργήσει εκατομμύρια πρόσφυγες και χιλιάδες νεκρούς. Ο ρώσος πρόεδρος πλέον μιλά για «προδότες» που πρέπει να απομακρυνθούν από τη ρωσική κοινωνία.

Προδότες και πέμπτη φάλαγγα

Τον περασμένο μήνα, ο ρώσος πρόεδρος έκανε λόγο για μια πέμπτη φάλαγγα που χειραγωγείται από τη Δύση και η οποία θα έχει άσχημο τέλος. Οι πραγματικοί Ρώσοι, υποστήριξε, «θα τους φτύσουν σαν να ήταν έντομα που μπήκαν κατά λάθος στα στόματά τους» και με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί η «απαραίτητη αυτοκάθαρση της κοινωνίας».

Από την αρχική εκδοχή του Πούτιν μέχρι τη σημερινή έχουν μεσολαβήσει 22 χρόνια εξουσίας και πέντε αμερικανοί πρόεδρο, παρατηρούν οι Times. Καθώς η Κίνα αναδύθηκε ως μεγάλη οικονομική δύναμη και η Αμερική έχασε τους αιώνιους πολέμους της στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, αλλά και καθώς η τεχνολογία δημιουργούσε δίκτυα από άκρη σε άκρη του πλανήτη, το ρωσικό αίνιγμα, όπως το χαρακτηρίζει η αμερικανική εφημερίδα, έπαιρνε μορφή στο Κρεμλίνο.

Ήταν εξ αρχής λανθασμένες οι εκτιμήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους; Ή ο Πούτιν σταδιακά στράφηκε στον πόλεμο είτε εξαιτίας αυτού που αντιλαμβανόταν ως δυτικές προκλήσεις είτε εξαιτίας της ίδιας της παρατεταμένης παραμονής του στην εξουσία; Αυτά τα ερωτήματα επιδιώκουν να απαντήσουν οι Times, επαναλαμβάνοντας ταυτόχρονα τις αιχμές για την ψυχική υγεία του ρώσου προέδρου, που είναι ιδιαιτέρως αγαπητές στον αμερικανικό Τύπο ήδη από τις πρώτες ημέρες της εισβολής.

Οι στάχτες μιας αυτοκρατορίας

«Πιστεύω ότι ο Πούτιν κυρίως αντιμετώπιζε τη Δύση ως αναγκαία για την οικοδόμηση μιας Μεγάλης Ρωσίας», υποστηρίζει μιλώντας στους Times η Κοντολίζα Ράις, πρώην υπουργός εξωτερικών, που είχε συναντηθεί πολλές φορές με τον Πούτιν στην πρώτη περίοδο της ηγεσίας του. «Είχε ανέκαθεν εμμονή με τους 25 εκατ. Ρώσους που είχαν παγιδευτεί έξω από τη Μητέρα Ρωσία κατά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν κάτι που επανέφερε διαρκώς. Αυτός είναι ο λόγος που κατά τη γνώμη του το τέλος της Σοβιετικής αυτοκρατορίας ήταν η μεγαλύτερη καταστροφή του 20ού αιώνα».

Όμως δεν ήταν αυτή η προτεραιότητά του. Στα πρώτα χρόνια της εξουσίας του, η κατάσταση στη Ρωσία ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη. Το 1993, ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Μπόρις Γέλτσιν, είχε δώσει εντολή βομβαρδισμού του κοινοβουλίου για να καταστείλει μια εξέγερση. Ως αποτέλεσμα 147 άτομα σκοτώθηκαν. Η Δύση χρειάστηκε να προσφέρει στη Ρωσία ανθρωπιστική βοήθεια εξαιτίας της πλήρους κατάρρευσης της οικονομίας της και της ακραίας φτώχειας, καθώς οι παραγωγικές μονάδες της χώρας αγοράζονταν η μια μετά την άλλη για ψίχουλα από τους ολιγάρχες. Για τον Πούτιν, όλα αυτά δεν ήταν μόνο καταστροφικά, αλλά ισοδυναμούσαν με εξευτελισμό.

Το ρωσικό κράτος

«Μισούσε αυτό που είχε συμβεί στη Ρωσία, την ιδέα ότι η Δύση χρειάστηκε να τη βοηθήσει», λέει στους Times ο Κριστόφ Χόισγκεν, επικεφαλής διπλωματικός σύμβουλος της τέως καγκελαρίου της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ στο διάστημα 2005-17. Το πρώτο του πολιτικό μανιφέστο, στην προεκλογική εκστρατεία του 2000, εστίαζε στην ανατροπή των δυτικών προσπαθειών να μεταφέρουν την εξουσία από το κράτος στις δυνάμεις της αγοράς. «Για τους Ρώσους», είχε γράψει, «ένα ισχυρό κράτος δεν αποτελεί ανωμαλία που πρέπει να καταπολεμηθεί, αλλά πηγή και εγγυητή της τάξης, φορέα και κινητήρια δύναμη της οποιασδήποτε αλλαγής».

Οι θέσεις αυτές δεν εκκινούσαν από κάποια μαρξιστική αφετηρία – παρά το γεγονός ότι ο ρώσος πρόεδρος επέλεξε να επαναφέρει τη μελωδία του σοβιετικού εθνικού ύμνου. Είχε κάθε πρόθεση να συνεργαστεί με τους ολιγάρχες, στο βαθμό που θα του έδειχναν απόλυτη υποτέλεια. Σε αντίθετη περίπτωση, θα τιμωρούνταν παραδειγματικά. Αυτού του είδους η «κυρίαρχη

δημοκρατία» ήταν ο στόχος του Πούτιν.

Η επιθυμία ένταξης στο ΝΑΤΟ

Οι Times αποδίδουν τη, φαινομενική έστω, ανοιχτότητα του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, στα πρώτα χρόνια της πολιτικής του πορείας, στο γεγονός ότι μεγάλωσε και αργότερα εργάστηκε στην Αγία Πετρούπολη, το ρωσικό «παράθυρο προς την Ευρώπη». Συνομιλώντας το 2000 με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, πρότεινε την ένταξη της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ – μια ιδέα που δεν προχώρησε ποτέ. Ο ίδιος έχει υποστηρίξει σε συνεντεύξεις του ότι το Πεντάγωνο δεν επιθυμούσε να διαταράξει την καθιερωμένη στρατηγική του απέναντι στη Ρωσία. Παρόλα αυτά, τήρησε συμφωνία συνεργασίας με την ΕΕ που υπογράφηκε το 1994, ενώ το 2002 εγκαθιδρύθηκε ένα Συμβούλιο Ρωσίας-ΝΑΤΟ.

Άλλη μια παράμετρος με βαρύνουσα σημασία για την ανάλυση των Times, είναι φυσικά το γεγονός ότι ο Πούτιν προέρχεται από την KGB. Η Σιλβί Μπερμάν, γαλλίδα πρέσβειρα στη Μόσχα από το 2017 έως το 2020, υποστηρίζει: «Πρέπει να καταλάβετε ότι προέρχεται από την KGB, κι έτσι το ψέμα είναι το επάγγελμά του, δεν το αντιμετωπίζει ως αμαρτία. Μοιάζει με καθρέφτη. Προσαρμόζεται σε αυτά που βλέπει, βάσει της εκπαίδευσής του».

Λίγους μήνες πριν την ομιλία του στο Μπούντεσταγκ, ο Πούτιν είχε καταφέρει να «ρίξει» τον Τζορτζ Μπους Τζούνιορ σε ένα διάσημο περιστατικό. Ο Μπους, λίγο μετά τη συνάντησή τους τον Ιούνιο του 2001 είχε δηλώσει ότι κοίταξε τον ρώσο πρόεδρο στα μάτια, «αισθάνθηκε την ψυχή του» και τον βρήκε «πολύ ευθύ και αξιόπιστο». Το ίδιο είχε συμβεί και στον Γέλτσιν, που τον όρισε ως διάδοχό του μόλις τρία χρόνια μετά την άφιξή του στη Μόσχα το 1996.

Το πέρασμα στον αυταρχισμό

Ως αποδείξεις για τη σταδιακή υιοθέτηση σε μια πιο εχθρική στάση προς τη Δύση, οι Times προσκομίζουν μικρές, σχεδόν αδιόρατες κινήσεις. Ο Πούτιν, αναφέρουν, συνήθιζε να αφήνει τους δημοσιογράφους και ξένους ηγέτες να τον περιμένουν για ώρα, ενώ σε συνάντησή του με τη Μέρκελ το 2007, είχε μαζί του τον σκύλο του, παρόλο που γνώριζε ότι εκείνη φοβάται τα σκυλιά. Η ίδια είχε δηλώσει ότι ο ρώσος πρόεδρος είχε επιλέξει αυτή την κίνηση «για να αποδείξει ότι είναι άνδρας».

Εκείνη την περίοδο εξακολουθούσε να μιλά για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία του λόγου και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό ως προτεραιότητες, όμως όπως παρατηρεί η αμερικανική εφημερίδα είχε ήδη αρχίσει να καταστέλλει τα ανεξάρτητα ΜΜΕ, είχε ισοπεδώσει το Γκρόζνι, την τσετσενική πρωτεύουσα, ενώ είχε τοποθετήσει αξιωματούχους ασφαλείας στα κυριότερα αξιώματα της κυβέρνησής το. Πολλοί από αυτούς ήταν παλιοί του φίλοι από την Αγία Πετρούπολη, όπως ο Νικολάι Πατρούσεφ, που πλέον είναι γραμματέας του συμβουλίου ασφαλείας του.

«Δεν πρέπει να επικρίνεις τον καθρέφτη»

Όταν ερωτήθηκε από τους Times, το 2003, για τις μεθόδους του, ο πρόεδρος απέφυγε να απαντήσει, σχολιάζοντας αντ’ αυτού ότι η Αμερική δεν μπορεί να επικαλείται κάποιου είδους ηθικό πλεονέκτημα. «Έχουμε ένα ρητό στη Ρωσία», δήλωσε. «Δεν πρέπει να επικρίνεις τον καθρέφτη, αν το πρόσωπό σου είναι στραβό».

Γεννημένος το 1952, στην πόλη που τότε ονομαζόταν Λένινγκραντ, ο Πούτιν μεγάλωσε στη σκιά του σοβιετικού πολέμου με τη ναζιστική Γερμανία, που είναι γνωστός στη Ρωσία ως Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος. Ο πατέρας του είχε τραυματιστεί βαριά, ενώ ένας μεγαλύτερος αδερφός του είχε σκοτωθεί στη βάναυση πολιορκία της πόλης που είχε κρατήσει 872 ημέρες. Ο παππούς του εργαζόταν ως μάγειρας του Στάλιν. Οι απίστευτες θυσίες του Κόκκινου Στρατού για τη νίκη επί των Ναζί δεν ήταν ένα απλό αφήγημα για εκείνον. Ήταν το πραγματικό βίωμα της οικογένειάς του, όπως και πολλών Ρώσων της γενιάς του. Έμαθε από πολύ νωρίς, όπως έχει πει, ότι «οι αδύναμοι τρώνε ξύλο».

«Η Δύση δεν έχει λάβει σοβαρά υπόψη της τη δύναμη του σοβιετικού μύθου, των στρατιωτικών θυσιών και του ρεβανσισμού του Πούτιν», υποστηρίζει στους Times ο Μισέλ Ελτχάνινοφ, συγγραφέας του βιβλίου «Μέσα στο μυαλό του Βλαντίμιρ Πούτιν», με καταγωγή από τη Ρωσία. «Πιστεύει πραγματικά ότι ένας Ρώσος είναι έτοιμος να θυσιαστεί για μια ιδέα, ενώ ένας Δυτικός θέλει μόνο την επιτυχία και την άνεσή του».

Τα άλματα του Πούτιν

Στα πρώτα χρόνια της θητείας του, η ρωσική οικονομία έκανε άλματα, με τους κατοίκους να ζουν μια περίοδο ευημερίας που δεν είχε σημειωθεί ξανά στο ρωσικό παρελθόν. Σύμφωνα με τον Αλεξάντερ Γκαμπούεφ, του Κέντρου Carnegie της Μόσχας που μετά το ξέσπασμα του πολέμου έχει βρει καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, «υπήρχε πολλή διαφθορά και συσσώρευση πλούτου, αλλά και μεγάλη ανάπτυξη. Και πρέπει να θυμάστε ότι στη δεκαετία του 1990 όλοι ήταν πάμφτωχοι». Πλέον, η μεσαία τάξη μπορούσε να πάει διακοπές στην Τουρκία ή στο Βιετνάμ.

Αυτές οι εξελίξεις, όμως, δεν συνοδεύτηκαν από την ουσιαστική εγκαθίδρυση του κράτους δικαίου, αναφέρουν οι Times, επικαλούμενοι μεταξύ άλλων την παρακάτω φράση του ιστορικού του φασισμού, Τίμοθι Σνάιντερ: «Έχοντας πειραματιστεί με ένα αυταρχικό κράτος, απλώς έγινε ο κορυφαίος ολιγάρχης και μετέτρεψε το κράτος σε εργαλείο εφαρμογής του μηχανισμού της ολιγαρχικής του φατρίας».

Χρωματιστές επαναστάσεις

Το 2003 ξεκίνησαν άλλα προβλήματα. Στη γειτονιά της Ρωσίας, άρχισαν να ξεσπούν επαναστάσεις με αίτημα τη στροφή προς τη Δύση. Το Νοέμβριο του 2003 ξέσπασε η Ρόδινη Επανάσταση της Γεωργίας. Το 2004 η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της ανατολικής του διεύρυνσης. Την ίδια χρονιά, η Ουκρανία έβραζε από την Πορτοκαλί Επανάσταση. Η πρώην σοβιετική γειτονιά είχε απορρίψει τη Μόσχα και επιχειρούσε να προσδεθεί στην Ευρώπη. Και η Δύση δεν φαινόταν να προβληματίζεται για τις πιθανές συνέπειες αυτής της επέκτασης.

Τότε, ο Πούτιν εγκατέλειψε τις απόπειρες συνεργασίας με τη Δύση και στράφηκε στην αναμέτρηση μαζί της. Η αλλαγή πλεύσης έγινε αργά αλλά σταθερά. Κάποτε, όταν η Μέρκελ τον ρώτησε ποιο ήταν το μεγαλύτερο λάθος του, εκείνος είχε απαντήσει: «Το ότι σας εμπιστεύτηκα».

Σύγκρουση με τη Δύση

Από το 2004 και μετά η στάση του Πούτιν γίνεται όλο και πιο σκληρή. Στα τέλη του έτους, ο πρόεδρος κατάργησε τις εκλογές για τους τοπικούς κυβερνήτες, αναθέτοντας την ηγεσία των σε επίλεκτους του Κρεμλίνου. Η ρωσική τηλεόραση έμοιαζε όλο και περισσότερο με τη σοβιετική στα επίπεδα προπαγάνδας, σύμφωνα πάντα με τους Times.

Το 2006, η Άννα Πολιτκόφσκαγια, μια δημοσιογράφος που είχε ασκήσει σκληρή κριτική στην κυβέρνηση για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τσετσενία, δολοφονήθηκε στη Μόσχα στα γενέθλια του Πούτιν. Ένας άλλος επικριτής της ρωσικής πολιτικής, ο Αλεξάντερ Λιτβινένκο, πρώην πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών που είχε χαρακτηρίσει τη Ρωσία «μαφιόζικο κράτος» δολοφονήθηκε στο Λονδίνο, μέσω μιας ραδιενεργής ουσίας που του χορήγησαν ρώσοι κατάσκοποι.

Για τον Πούτιν, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ σε κράτη που ανήκαν στη Σοβιετική Ένωση ήταν απόδειξη προδοσίας του από τις ΗΠΑ. Ακόμη περισσότερο ανησυχούσε για το ενδεχόμενο η ανάπτυξη δυτικού τύπου δημοκρατιών στα σύνορά του να απειλήσει την εξουσία του.

Ο εφιάλτης του Πούτιν

«Εφιάλτης του Πούτιν δεν είναι το ΝΑΤΟ, αλλά η δημοκρατία», ισχυρίζεται μιλώντας στους Times ο Γιόσκα Φίσερ, πρώην ΥΠΕΞ της Γερμανίας. «Είναι οι χρωματιστές επαναστάσεις, οι χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους του Κιέβου. Από τη στιγμή που υιοθέτησε την αυτοκρατορική, μιλιταριστική ιδεολογία ως θεμέλιο για την εξέλιξη της Ρωσίας σε παγκόσμια δύναμη, αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ανεχτεί». Αν η εκτίμηση αυτή ευσταθεί, ίσως μπορεί να ερμηνεύσει σε κάποιο βαθμό και τα τρέχοντα γεγονότα στην Ουκρανία.

Μέχρι το 2006, η στροφή του Πούτιν σε βίαιες πρακτικές είχε καταστεί σαφής, όμως η Δύση τον χρειαζόταν ακόμη – και όχι μόνο για τα ενεργειακά αποθέματα της Ρωσίας. Ο ρώσος πρόεδρος ήταν ο πρώτος που είχε καλέσει τον Τζορτζ Μπους στο τηλέφωνο μετά την 11η Σεπτεμβρίου και αποτελούσε σημαντικό δυνητικό σύμμαχο στον αποκαλούμενο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας. Ταυτόχρονα, ο Πούτιν είχε φροντίσει να πλαισιώσει τον δικό του πόλεμο στην Τσετσενία ως μάχη του Χριστιανισμού.

Ατζέντα ελευθερίας

Τα προβλήματα εντάθηκαν με την παρουσίαση της «ατζέντας ελευθερίας» του Μπους, στη δεύτερη ορκωμοσία του το 2005. Επρόκειτο για την – περιβόητη ή διαβόητη, αναλόγως με το ποιον θα ρωτήσεις – στρατηγική των ΗΠΑ για τη διάδοση της δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο. Πλέον, ο Πούτιν θα αντιμετώπιζε κάθε αίτημα των πολιτών για περισσότερη ελευθερία ως ραδιουργία της Αμερικής.

Λίγα χρόνια αργότερα, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, θα ξαφνιαζόταν δυσάρεστα ακούγοντας τον Πούτιν να μιλά υποτιμητικά για τους Αμερικανούς που, όπως έλεγε «μας ταπείνωσαν, μας έβαλαν στη δεύτερη θέση». Για εκείνον, το ΝΑΤΟ ήταν ένας οργανισμός «επιθετικός από τη φύση του», τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι ΗΠΑ για να ασκήσουν πίεση στη Ρωσία, αναμοχλεύοντας ακόμη και δημοκρατικά κινήματα.

«Εκφραζόταν με έναν ψυχρό, υπολογιστικό τρόπο», υποστηρίζει ο Ολάντ μιλώντας στους Times. «Είναι ένας άνδρας που πάντα ήθελε να επιδεικνύει ένα είδος ακλόνητης αποφασιστικότητας, αλλά και μια μορφή σαγήνης, σχεδόν ευγένειας. Ο φιλικός τόνος του εναλλάσσεται με βίαια ξεσπάσματα, τα οποία με τον τρόπο αυτό γίνονται και πιο αποτελεσματικά».

Όσο πιο σίγουρος αισθανόταν για την εξουσία του, τόσο πιο εχθρική στάση τηρούσε απέναντι στις ΗΠΑ. Κομβική στιγμή υπήρξε ο αμερικανικός βομβαρδισμός του Βελιγραδίου το 1999 και η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, που τον έκαναν να ανησυχεί ακόμη περισσότερο για το ενδεχόμενο ενός πλανήτη με μοναδική ηγεμονική δύναμη τις ΗΠΑ.

Ιστορική είναι η παθιασμένη ομιλία του Πούτιν το 2007 στο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου. «Ένα κράτος και, φυσικά, πρώτα από όλα οι ΗΠΑ, έχουν υπερβεί με κάθε τρόπο τα εθνικά τους όρια», δήλωσε σε ένα σοκαρισμένο κοινό. Ένας «μονοπολικός» κόσμος είχε προκύψει μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, με «ένα κέντρο εξουσίας, ένα κέντρο ισχύος, ένα κέντρο λήψης αποφάσεων».

Ως αποτέλεσμα, είχε προκύψει ένας κόσμος «στον οποίο υπάρχει ένας αφέντης, ένας ηγεμόνας και αυτό καταλήγει να είναι εξαιρετικά επικίνδυνο». Ως αποτέλεσμα, «πλέον κανείς δεν αισθάνεται ασφαλής».

Η απειλή της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ

Ο Χόισγκεν, ο κορυφαίος διπλωματικός σύμβουλος της Μέρκελ, μιλά για τις σχέσεις ανάμεσα στους δύο ηγέτες, που συνδέονταν μεταξύ άλλων γλωσσικά, αλλά και από την κοινή εμπειρία της ζωής στην Ανατολική Γερμανία. «Πιστεύαμε πραγματικά ότι δεν θα ήταν καλό η Ουκρανία και η Γεωργία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ», θυμάται. «Θα έφερναν αστάθεια». Το Άρθρο 10 του ΝΑΤΟ, παρατηρεί ο Χόισγκεν, προβλέπει ότι κάθε νέο μέλος πρέπει να είναι σε θέση να «συμβάλει στην ασφάλεια της περιοχής του Βορείου Ατλαντικού». Η Μέρκελ δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο κάποια από τις δυο χώρες.

Οι ΗΠΑ, ωστόσο, με την προεδρία του Μπους να οδεύει προς το τέλος της, δεν επιθυμούσαν συμβιβασμούς. Ο Μπους ήθελε ένα «Σχέδιο Δράσης Μελών» ή MAP για την Ουκρανία και τη Γεωργία, μια συγκεκριμένη δέσμευση ένταξης των δύο χωρών στη συμμαχία, να ανακοινωθεί τον Απρίλιο του 2008 στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, υποστήριζε, είχε διασφαλίσει την ασφάλεια και την ελευθερία 100 εκατ. Ευρωπαίων που είχαν απελευθερωθεί από τον σοβιετικό αυταρχισμό. Δεν θα έπρεπε να σταματήσει.

Ο Μπερνς, ως πρέσβης, είχε αντιταχθεί σε αυτή την απόσταση. Σε απόρρητη επιστολή του στη Ράις, είχε γράψει: «Η είσοδος της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι η πιο έντονη από όλες τις κόκκινες γραμμές για τη ρωσική ελίτ (όχι μόνο για τον Πούτιν). Στα περισσότερα από δυόμισι χρόνια συζητήσεων με κεντρικούς ρώσους δρώντες, δεν έχω εντοπίσει ακόμη κανέναν που να αντιμετωπίζει την είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως κάτι λιγότερο από άμεση απειλή προς τα ρωσικά συμφέροντα».

Ο ρόλος του Κοσόβου

Ήδη τον Φεβρουάριο του 2008, οι ΗΠΑ και πολλοί σύμμαχοί τους είχαν αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κοσόβου από τη Σερβία, μια μονομερή απόφαση που η Ρωσία θεώρησε παράνομη αλλά και πρόκληση προς ένα αδελφό σλαβικό έθνος. Η Μπεράν, η πρώην γαλλίδα πρέσβειρα στη Μόσχα, θυμάται τον Σεργκέι Λαβρόφ, τον ρώσο ΥΠΕΞ, να την προειδοποιεί εκείνη την εποχή: «Προσέξτε, είναι ένα δεδικασμένο που θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σας».

Η Γαλλία όπως και η Γερμανία προέβαλαν αντιρρήσεις στο MAP για τη Γεωργία και την Ουκρανία. Η Γερμανία, ιδίως, προέβαλε ως επιχείρημα την παγωμένη σύγκρουση της Γεωργίας με τις αποσχισμένες ρωσόφιλες περιοχές της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας. Τελικά, το ΝΑΤΟ κατέληξε να ανακοινώνει ότι οι δυο χώρες θα γίνουν μέλη του, χωρίς όμως να χαράξει σχέδιο δράσης που θα καθιστούσε εφικτή αυτή την εξέλιξη. Ουκρανία και Γεωργία έλαβαν κούφιες υποσχέσεις, ενώ ταυτόχρονα η Ρωσία εξαγριώθηκε – και διέκρινε μια ευκαιρία να δημιουργήσει διχασμό που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της.

Όνειρα διχοτόμησης

Ο Πούτιν μετέβη στο Βουκουρέστι και έδωσε μια ομιλία την οποία η Ράις χαρακτήρισε «πλήρη συναισθήματος». Στη διάρκειά της υπονόησε ότι η Ουκρανία ήταν μια κατασκευασμένη χώρα, τόνισε την παρουσία 17 εκατ. Ρώσων στο εσωτερικό της και αποκάλεσε το Κίεβο «μητέρα όλων των ρωσικών πόλεων».

Την ίδια χρονιά, ο Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι, ένας παθιασμένος ρώσος εθνικιστής και τότε αντιπρόεδρος της Δούμας, είχε αποστείλει επιστολή στον Ραντέκ Σικόρσκι, τότε ΥΠΕΞ της Πολωνίας, στην οποία του πρότεινε η Πολωνία και η Ρωσία να μοιραστούν τα ουκρανικά εδάφη.

Παρόλα αυτά, ο Πούτιν δεν είχε στραφεί ακόμη στις ανοιχτές εχθροπραξίες. Ο Μπους και η Ράις τον επισκέφθηκαν στο αγαπημένο του θέρετρο, Σότσι, όπου τους υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές και εορταστικές εκδηλώσεις.

Τρεις μήνες αργότερα, ένας πόλεμος οκτώ ημερών θα ξεσπούσε στη Γεωργία. Η Ρωσία τον αποκάλεσε «ειρηνευτική» επιχείρηση. Αφορμή ήταν μια γεωργιανή επίθεση στη Νότια Οσετία, και η Ρωσία εισέβαλε στη Γεωργία. Στρατηγικός στόχος ήταν η εξουδετέρωση των νατοϊκών φιλοδοξιών της Γεωργίας, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό επετεύχθη. Η Μόσχα αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, ενσωματώνοντάς τες στη Ρωσία.

Δύση εναντίον Ρωσίας

Στις 7 Μαΐου 2012, ο Πούτιν επέστρεφε στο αξίωμα του προέδρου από εκείνο του πρωθυπουργού, αντικαθιστώντας τον δικό του πρώην πρωθυπουργό, Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Έξω από το Κοινοβούλιο, δυνάμεις καταστολής συλλάμβαναν διαδηλωτές. Ο Πούτιν, αναφέρουν οι Times, ήταν ένας αλλαγμένος ηγέτης.

Έχοντας αντιμετωπίσει τις διαδηλώσεις του 2011 που τον κατηγορούσαν για νοθεία ως αμερικανικό δάκτυλο, είχε επιλέξει να τις τσακίσει. Κύριος ένοχος κατά τον Πούτιν, ήταν η τότε ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον. «Εκείνη έδωσε τον τόνο για ορισμένους στη χώρα μας και τους έδωσε το σήμα», είχε δηλώσει. Η Κλίντον είχε απαντήσει ότι βάσει των αμερικανικών αξιών «εκφράσαμε τις κατά τη γνώμη μας καλά θεμελιωμένες ανησυχίες μας για τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογών».

Ακόμη και εκείνη την περίοδο, όμως, οι ΗΠΑ, έχοντας εστιάσει τις προσπάθειές τους στην επικράτηση επί της Αλ Κάιντα, δεν αντιμετώπιζαν τη Ρωσία ως σημαντική απειλή. Ο κυβερνήτης Μιτ Ρόμνεϊ είχε δηλώσει εκείνη την περίοδο ότι η Ρωσία ήταν η μεγαλύτερη γεωπολιτική απειλή για τις ΗΠΑ. Ο Ομπάμα τον είχε χλευάσει.

«Ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε πριν 20 χρόνια», δήλωσε στη διάρκεια του προεδρικού debate του 2012.

Δολοφονία Καντάφι

Η Ρωσία, εξαιτίας των αμερικανικών πιέσεων είχε απέχει από το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 2011 για τη στρατιωτική παρέμβαση στη Λιβύη, η οποία ενέκρινε τη χρήση «όλων των αναγκαίων μέσων» για την προστασία των αμάχων. Όταν αυτή η αποστολή, κατά την άποψη του Πούτιν, μετατράπηκε σε απόπειρα ανατροπής του Μουαμάρ Καντάφι, ο οποίος αργότερα δολοφονήθηκε από τον όχλο, ο ρώσος πρόεδρος έγινε έξαλλος. Για εκείνον, το γεγονός ήταν άλλη μια απόδειξη για τη διεθνή ανομία των Αμερικανών.

«Η φρικαλέα δολοφονία του Καντάφι τον στοίχειωνε», υποστηρίζει μιλώντας στους Times ο Μαρκ Μέντις, διευθυντής ρωσικών, ουκρανικών και ευρασιατικών υποθέσεων στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας στη διάρκεια της προεδρίας Κλίντον. «Μου είπαν ότι έβαζε τα βίντεο να παίζουν ξανά και ξανά». Η εκτέλεση του δικτάτορα, εκτιμούν οι Times, ήταν κάτι που αισθανόταν ως προσωπική απειλή.

Η «παρακμή» της Δύσης

Ο Μισέλ Ντουκλός, πρώην γάλλος πρέσβης στη Συρία και νυν ειδικός σύμβουλος στη δεξαμενή σκέψης Montaigne του Παρισιού, τοποθετεί την οριστική στροφή του Πούτιν στην «επιλογή της αναδιαμόρφωσης των πόλων» στο 2012. Η Κίνα είχε αναδυθεί ως σημαντική δύναμη, επιτρέποντάς του και άλλες στρατηγικές επιλογές. «Ήταν πεπεισμένος ότι η Δύση βρισκόταν σε παρακμή μετά την οικονομική κρίση του 2008», γράφει ο Ντουκλός. «Η αναμέτρηση πλέον ήταν μονόδρομος».

Σε αυτή τη σύγκρουση, ο Πούτιν οπλίστηκε με πολιτιστικά και θρησκευτικά εργαλεία. Αυτοπαρουσιάστηκε ως η αρρενωπή ενσάρκωση των συντηρητικών ορθόδοξων χριστιανικών αξιών απέναντι στην υιοθέτηση από τη Δύση του γάμου ομοφυλοφίλων, του ριζοσπαστικού φεμινισμού, της ομοφυλοφιλίας, της μετανάστευσης και άλλων πραγμάτων που κατά τη γνώμη του αποτελούν ενδείξεις παρακμής.

Με τον τρόπο αυτό, ανέπτυξε σχέσεις με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά – μεταξύ άλλων με το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, αλλά και με την ελληνική Χρυσή Αυγή. Ο Πούτιν στράφηκε σε φασίστες και εθνικιστές συγγραφείς και ιστορικούς με μυστικιστικές απόψεις για τη μοίρα της Ρωσίας, με επιφανέστερο ανάμεσά τους τον Ιβάν Ίλιν. Ο τελευταίος αντιμετώπιζε τους ρώσους στρατιώτες ως «τη θέληση, τη δύναμη και την τιμή του ρωσικού κράτους» και έγραφε: «Η προσευχή μου είναι όπως το σπαθί. Και το σπαθί μου είναι σαν μια προσευχή». Ο Πούτιν αναφέρεται συχνά στο έργο του.

Την ίδια περίοδο, άρχισε να υιοθετεί μια ρητορική που εστίαζε στη συγγένεια της Ουκρανίας με τη Ρωσία, με τρόπο όμως που να αντιμετωπίζει την πρώτη ως μέρος της δεύτερης.

Παίρνοντας θάρρος

Σταδιακά, ο Πούτιν άρχισε να πείθεται ότι ο ενεργειακός πλούτος της Ρωσίας, σε συνδυασμό με τον εξοπλισμό τελευταίας γενιάς, θα μπορούσε να της επιτρέψει κατακτήσεις με ελάχιστη αντίσταση. Το 2018, παρουσίασε με μεγάλη μεγαλοπρέπεια τα προηγμένα πυρηνικά και υπερηχητικά όπλα της Ρωσίας, πριν απευθύνει διάγγελμα προς το λαό του.

«Κανείς δεν μας άκουσε», δήλωσε. «Ακούστε μας τώρα». Ταυτόχρονα, υποστήριξε ότι «οι προσπάθειες περιορισμού της Ρωσίας έχουν αποτύχει».

Από τότε, οι εποχές της αυτοσυγκράτησης έμειναν οριστικά στο παρελθόν, με τη Ράις να υποστηρίζει ότι πλέον έχει περάσει στο στάδιο της μεγαλομανίας.

Σημείο καμπής σε αυτή την εξέλιξη φαίνεται πως ήταν και η απόφαση της τελευταίας στιγμής του Μπαράκ Ομπάμα να μη βομβαρδίσει τη Συρία, όταν ο σύρος πρόεδρος, Μπασάρ αλ-Άσαντ, διέσχισε την αμερικανική κόκκινη γραμμή χρησιμοποιώντας χημικά όπλα. Ο Ομπάμα έφερε αντ’ αυτού το ζήτημα ενώπιον του Κογκρέσου και ο Άσαντ, υπό την πίεση της αμερικανικής απειλής και τις παραινέσεις της Μόσχας, κατέστρεψε τα όπλα.

Ο Ολάντ θεωρεί ότι η αμερικανική επιφύλαξη έκανε τον Πούτιν να πιστέψει ότι ο Ομπάμα ήταν αδύναμος. Έκτοτε αύξησε τις απόπειρες ενίσχυσης της ρωσικής ισχύος.

Μαϊντάν και αντι-Μαϊντάν

Το 2014, η Ουκρανία τραντάχτηκε από τις διαδηλώσεις του Μαϊντάν, ο ρωσόφιλος ηγέτης της εκδιώχθηκε από τη χώρα και οι πολίτες ουσιαστικά απέρριψαν το δέλεαρ πολλαπλών δισεκατομμυρίων που προσέφερε ο Πούτιν προκειμένου να ενταχθούν στην Ευρασιατική Ένωση. Ο Πούτιν μέχρι και σήμερα επιμένει ότι οι εξελίξεις αυτές ήταν προϊόν δυτικής υποκίνησης.

Ακολούθησε η προσάρτηση της Κριμαίας και το ξέσπασμα του λεγόμενου αντι-Μαϊντάν, δηλαδή των διαδηλώσεων και της κατάληψης κρατικών κτιρίων από ρωσόφιλους διαδηλωτές στα ανατολικά, οι οποίοι απέρριπταν τη στροφή προς τη Δύση, αντανακλώντας τον ιστορικό εσωτερικό διχασμό της Ουκρανίας. Οι περιοχές ανακοίνωσαν την ανεξαρτησία τους και η κατάσταση εξελίχθηκε σταδιακά σε εμφύλιο πόλεμο, με τη Ρωσία να υποστηρίζει υπογείως με οπλισμό και πιθανότατα με στρατεύματα τους αυτονομιστές.

Συρία και Ουκρανία

Οι σχέσεις του Πούτιν με τους δυτικούς ηγέτες έφτασαν στο ναδίρ. Αργότερα στα προβλήματα προστέθηκε και ο ανελέητος βομβαρδισμός της Συρίας από τον Πούτιν. «Έλεγε ότι υπήρχαν τσετσένοι μαχητές και τρομοκράτες στην περιοχή που δεν ήθελε να γυρίσουν πίσω και ήταν αποφασισμένος να βομβαρδίσει ολόκληρο το Χαλέπι για να τους ξεφορτωθεί», λέει ο Χόισγκεν «Ήταν η απόλυτη φρικαλεότητα. Θέλω να πω, πόσο βάναυσος μπορείς να γίνεις;»

Ήδη από το 2007 ο Λαβρόφ κατηγορούσε τους Ουκρανούς για εθνικιστική βία και απόπειρες εθνοκάθαρσης κατά των Ρώσων και των Εβραίων της Ουκρανίας. Αντιστοίχως, ο ρώσος ΥΠΕΞ τόνιζε ότι οι ΗΠΑ κινητοποιούνται από την προσπάθεια για παγκόσμια ηγεμονία. Η Ευρώπη, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα έπρεπε να είχε οικοδομήσει ένα «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι», μια ελεύθερη οικονομική ζώνη από τη Λισσαβόνα μέχρι το Βλαδιβοστόκ, αντί να αφήνει το ΝΑΤΟ να διευρύνεται στα ανατολικά.

Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που του έδιναν σημασία. Τα κράτη της Ευρώπης και οι ΗΠΑ δεν αντιμετώπιζαν πια τη Ρωσία ως απειλή και θεωρούσαν την ευρωπαϊκή ειρήνη δεδομένη. Ταυτόχρονα, πρώην ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο Φρανσουά Φιγιόν, απασχολούνταν σε ρωσικές εταιρείες. Οι εμπορικές σχέσης ΕΕ-Ρωσίας διευρύνονταν διαρκώς.

Κι ύστερα ήρθε ο Τραμπ. Ο αμερικανός πρόεδρος που απέρριψε το ενδεχόμενο ρωσικής εμπλοκής στις εκλογές του 2016 παρά την αντίθετη άποψη των μυστικών υπηρεσιών του, δεν είχε κακό λόγο για τον Πούτιν.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία

Σχολιάζοντας τις σημερινές εξελίξεις, η Μπερμάν συστρατεύεται με εκείνους που θεωρούν ότι ο Πούτιν έχει αλλάξει εξαιτίας της απομόνωσής του στη διάρκεια της πανδημίας.λ Μαζί της συμφωνεί και η Ράις που υποστηρίζει ότι ο ρώσος πρόεδρος «δεν έχει τον έλεγχο των συναισθημάτων του».

Στη διάρκεια της περσινής χρονιάς, ο Πούτιν συνέγραψε κείμενο 5.000 λέξεων με θέμα την «Ιστορική Ενότητα των Ρώσων και των Ουκρανών», το οποίο διένειμε σε μέλη των ενόπλων δυνάμεων. Επικαλούμενος επιχειρήματα από τον 9ο αιώνα, υποστήριξε ότι η Ρωσία είναι «θύμα κλοπής». Η Ουκρανία, τόνισε, πλέον στεγάζει «ριζοσπάστες και νεοναζί» αποφασισμένους να εξαλείψουν κάθε ρωσικό ίχνος.

«Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ τις ιστορικές περιοχές μας και τους ανθρώπους μας που ζουν εκεί να χρησιμοποιηθούν κατά της Ρωσίας», έγραψε. «Και όσοι επιχειρήσουν κάτι τέτοιο, πρέπει ν ξέρουν ότι έτσι θα καταστρέψουν την ίδια τη χώρα τους».

Ζήτημα timing

Όμως γιατί να κάνει τώρα αυτή την κίνηση; Οι Times αποδίδουν την απόφαση της εισβολής στην άποψη του Πούτιν ότι η Δύση είναι από καιρό αδύναμη, διχασμένη και παρακμασμένη, παραδομένη στον καταναλωτισμό και την ασυδοσία. Η Γερμανία έχει έναν νέο ηγέτη, στη Γαλλία άμεσα θα γίνουν εκλογές. Έχει επιτύχει νέες συμφωνίες με την Κίνα. Και φαίνεται ότι λανθασμένες πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών τον έκαναν να πιστεύει ότι οι κάτοικοι, τουλάχιστον στα ανατολικά, θα υποδέχονταν τους ρώσους στρατιώτες ως απελευθερωτές.

Ο Ολάντ αποδίδει την επιλογή και στις περασμένες εύκολες νίκες στην Κριμαία, τη Συρία, τη Λευκορωσία, την Αφρική και το Καζακστάν. «Ο Πούτιν λέει στον εαυτό του: προελαύνω παντού. Πού έχω υποχωρήσει; Πουθενά».

Φυσικά, στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα δεν φαίνονται να πηγαίνουν και τόσο καλά. Η Δύση έχει συνασπιστεί στην αντίδρασή της, ο Μπάιντεν τον αποκάλεσε «χασάπη» και εξέφρασε την άποψη ότι ο Πούτιν «δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία», η Ελβετία επέβαλε κυρώσεις και η Γερμανία πήρε την ιστορική απόφαση να αυξήσει τον εξοπλισμό της. Όμως στο εσωτερικό της Ρωσίας, δεν έχει χάσει τη δημοτικότητά του.

Παρά το γεγονός ότι ο πυρηνικός πόλεμος δεν είναι ιδιαίτερα πιθανός ως σενάριο, είναι πολύ πιθανότερος από ό,τι πριν ένα μήνα. Οι Times καταλήγουν στο ότι ο Πούτιν, τον οποίο η αμερικανική εφημερίδα χαρακτηρίζει σχεδόν ανοιχτά παρανοϊκό, έχει επιστρέψει στις ρίζες μιας αυταρχικής χώρας.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από