Η κινεζική ηγεσία θεωρεί ότι στο τέλος θα βγει κερδισμένη από τη σύγκρουση γύρω από την Ουκρανία
Ήταν μία από τις σημαντικότερες συναντήσεις αξιωματούχων που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα σε σχέση με τις συνεχιζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Τη Δευτέρα 14 Μαρτίου συναντήθηκαν στην Ρώμη ο Τζέικ Σάλιβαν, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Αμερικανού προέδρου και ο Γιανγκ Ζιετζί, μέλος του πολιτικού γραφείου του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και διευθυντή του Γραφείου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, δηλαδή ο πιο υψηλόβαθμός Κινέζος αξιωματούχος σε ζητήματα διπλωματίας.
Το αντικείμενο της συνάντησης, όπως το προανήγγειλε η αμερικανική πλευρά, ήταν να «συζητήσουν οι δύο πλευρές τις συνεχιζόμενες προσπάθειες να διαχειριστούν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο χώρες και να συζητήσουν τον αντίκτυπο του πολέμου της Ρωσίας ενάντια στην Ουκρανία ως προς την περιφερειακή και την παγκόσμια ασφάλεια».
Επισήμως, η συνάντηση αυτή εντάσσεται σε έναν κύκλο προγραμματισμένων επαφών ανάμεσα στις δύο χώρες και είχε προγραμματιστεί από το τέλος της περασμένης χρονιάς. Ωστόσο είναι προφανές ότι η επιλογή του χρόνου είχε να κάνει και με την κατάσταση που εξελίσσεται.
H παραπληροφόρηση
Οι ΗΠΑ φάνηκε να προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα ορισμένο κλίμα γύρω από τη συνάντηση, με τις ανακοινώσεις τους για την πρόθεση της Ρωσίας να ζητήσει εξοπλισμό από την Κίνα, κάτι που η κινεζική πλευρά διέψευσε, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για «παραπληροφόρηση». Αντίστοιχα, αμερικανοί αξιωματούχοι έσπευσαν να δηλώσουν ότι ο Σάλιβαν επρόκειτο να «υπογραμμίσει τις οικονομικές ποινές που θα αντιμετωπίσει το Πεκίνο εάν βοηθήσει τη Ρωσία στην εισβολή της στην Ουκρανία». Αντίστοιχη δήλωση είχε κάνει το Σάββατο στο CNN και ο Σάλιβαν που υποστήριξε ότι «επικοινωνούμε απευθείας και ιδιωτικά στο Πεκίνο ότι θα υπάρξουν συνέπειες για μεγάλης κλίμακας προσπάθειες παραβίασης των κυρώσεων ή για υποστήριξη της Ρωσίας να τις παρακάμψει».
Ωστόσο, δύσκολα μπορεί κανείς να πιστέψει ότι μια τόσο υψηλόβαθμη συνάντηση θα γινόταν για να μεταφέρουν οι ΗΠΑ τις απειλές τους. Πιο κοντά στην αλήθεια φαίνεται να είναι πώς ο πυρήνας της συζήτησης αφορούσε την αναζήτηση μιας ορισμένης συνεννόησης ή έστω ενός διαύλου επικοινωνίας σε σχέση με όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή κυρίως σε σχέση με τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Αυτό δείχνει και το γεγονός ότι η συζήτηση κράτηση επτά ώρες.
Πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νεντ Πράις δήλωσε ότι ο Σάλιβαν εξέφρασε «άμεσες και πολύ σαφείς» ανησυχίες για την υποστήριξη της Κίνας προς τη Ρωσία, η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου ανέφερε ότι «ο κ. Σάλιβαν έθεσε ένα φάσμα θεμάτων των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, με σημαντική συζήτηση του πολέμου της Ρωσίας ενάντια στην Ουκρανία. Υπογράμμισαν, επίσης, τη σημασία της διατήρησης ανοιχτών γραμμών επικοινωνίας ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα».
Η πίεση από τις εξελίξεις στην Ουκρανία
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με την πίεση από τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Με τη Ρωσία να προχωράει, έστω και με καθυστερήσεις και συναντώντας αντίσταση, στην υλοποίηση του αμιγώς στρατιωτικού μέρους του σχεδιασμού της, δηλαδή την καταστροφή της στρατιωτικής υποδομής της Ουκρανίας, την εξασφάλιση των «λαϊκών δημοκρατιών» απέναντι στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις και τις παραστρατιωτικές εθνικιστικές οργανώσεις και την περικύκλωση κρίσιμων πόλεων, και με τη Δύση να έχει όρια στο είδος της βοήθειας και της υποστήριξης που μπορεί να παρέχει, γίνεται σαφές γιατί οι ΗΠΑ στρέφονται στον βασικότερο ίσως σύμμαχο της Ρωσίας σε μια προσπάθεια να πιεστεί η Ρωσία για αποκλιμάκωση. Και προφανώς γνωρίζουν ότι δεν θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν κάποια παρέμβαση της Κίνας με το να την απειλούν.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι εύκολο όχι μόνο γιατί το προηγούμενο διάστημα η Ρωσία και η Κίνα αναβάθμισαν τη συνεργασία τους με αποκορύφωμα την κοινή διακήρυξη που ακολούθησε την πρόσφατη συνάντηση Βλαντιμίρ Πούτιν και Σι Τζινπίγκ, που αποτύπωνε μια πιο συνολική συναντίληψη, αλλά και γιατί το Πεκίνο γνωρίζει καλά ότι ορίζοντας του στρατηγικού σχεδιασμού των ΗΠΑ είναι η άσκηση πολιτικής και στρατιωτικής πίεσης στην Κίνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κίνα έσπευσε να προσυπογράψει τις ρωσικές καταγγελίες για λειτουργία στην Ουκρανία και με αμερικανική συνεργασία εργαστηρίων που ασχολούνταν με παθογόνα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε βιολογικά όπλα.
Αντιφατικά μηνύματα
Ούτε βοηθάει ιδιαίτερα την όποια αμερικανική προσπάθεια να παρέμβει η Κίνα μεσολαβητικά και κατευναστικά στη σύγκρουση στην Ουκρανία το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει στείλει αντιφατικά μηνύματα σε σχέση με το ζήτημα της Ταϊβάν και το εάν οι ΗΠΑ επιμένουν στη γραμμή «μία Κίνα» και δεν προτίθενται να αναγνωρίσουν την Ταϊβάν ως ανεξάρτητη χώρα, ζήτημα που αποτελεί τη βασικότερη «κόκκινη γραμμή» της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής.
Πάντως, φαίνεται η κινεζική ηγεσία, που προφανώς και δεν πρόκειται να προχωρήσει σε κάποια ρήξη με τη ρωσική πλευρά αλλά την ίδια στιγμή έχει κρατήσει χαμηλούς τόνους σε σχέση με την Ουκρανία (με την οποία άλλωστε έχει και καλές σχέσεις), θεωρεί ότι έχει μια ευκαιρία να αναβαθμίσει τη συνολικότερη παρουσία της, ιδίως από τη στιγμή που μια ματιά στον κόσμο θα δείξει ότι ένας σημαντικός αριθμός χωρών παγκοσμίως δεν έχουν προχωρήσει σε κάποιου είδους συστράτευση με τη Δύση σε σχέση με την Ουκρανία.
Στην πραγματικότητα, τέτοιες συναντήσεις και τα αντιφατικά μηνύματα που προκύπτουν αποτυπώνουν τη βασικότερη αντίφαση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής: το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που φαίνεται να ξαναπροσεγγίζει μια στρατηγική πιο ευέλικτη, που θα προσπαθούσε να διαμορφώσει μια απόσταση ανάμεσα στην Κίνα και τη Ρωσία, ξαναφέρνει στο προσκήνιο τη στρατηγική αντιπαλότητα και με τη Ρωσία και με την Κίνα.
Η Κίνα διεκδικεί να είναι παράγοντας σταθερότητας
Σε αυτό το φόντο έχει ενδιαφέρον να κοιτάξει κανείς τις κινεζικές τοποθετήσεις το τελευταίο διάστημα.
Η Κίνα έχει διατυπώσει με σαφήνεια την αντίθεσή της στις κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ και υποστηρίζει ότι οι κυρώσεις δεν έχουν βοηθήσει και δεν θα μπορέσουν να βοηθήσουν στο να επιλυθεί η ένταση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία. Η Κίνα υποστηρίζει ότι αντί για τον παραπέρα κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας αυτό που χρειάζεται είναι η προσπάθεια για να επανέλθει η ειρήνη.
Παράλληλα, η κινεζική πλευρά επιμένει ότι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει την οικονομική συνεργασία με τη Ρωσία είναι πραγματιστικός και αφορά τα αναπτυξιακά συμφέροντα της Κίνας, τον αμοιβαίο σεβασμό και τα αμοιβαία οφέλη.
Ούτως ή άλλως, η Κίνα επισημαίνει διαρκώς ότι η βασική της προτεραιότητα είναι η σταθερή ανάπτυξη της δικής της οικονομίας και ζητήματα όπως η αντιμετώπιση όπως η πανδημία COVID-19, και άρα δεν αποτελεί την πρώτη προτεραιότητά της η σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία.
Όπως αναφέρει και ένα πρόσφατο editorial στην ιστοσελίδα globaltimes.cn, «τα τελευταία δύο χρόνια η Κίνα έχει παίξει ρόλο σταθεροποιητή της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, με τις ανθεκτικές εφοδιαστικές αλυσίδες, τις πετυχημένες δράσεις της ενάντια στην πανδημία και στη σταθερή οικονομική ανάπτυξη».
Εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κινεζική ηγεσία πιστεύει ότι η Κίνα μπορεί να παίξει και έναν ρόλο σταθεροποιητή και σε γεωπολιτικό επίπεδο.
Συναντίληψη με Ρωσία
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κίνα θα σπεύσει να παίξει έναν ρόλο μοχλού πίεσης προς τη Ρωσία ή διαμεσολαβητή ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Άλλωστε, η συναντίληψη που έχει με τη Ρωσία έχει αρκετό στρατηγικό βάθος το ίδιο και η καχυποψία προς τη Δύση. Ας μην ξεχνάμε ότι η Κίνα έχει κατηγορήσει τις ΗΠΑ για το πώς χρησιμοποιούν το ζήτημα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις διεθνείς σχέσεις, υποστηρίζοντας ότι η έννοια της δημοκρατίας έχει διαφορετικό περιεχόμενο σε διαφορετικές χώρες.
Ωστόσο, είναι προφανές ότι η Κίνα θα προσπαθήσει το επόμενο διάστημα να αναδείξει τη δική της στάση και τις δικές τις επιλογές ως ένα παράδειγμα για το πώς μπορεί να υπάρξει μια διεθνής αρχιτεκτονική που να στηρίζεται στον σεβασμό της κυριαρχίας και την αποφυγή πιέσεων, κυρώσεων και προκλήσεων.
Αντίστοιχα, μπορεί να αναμένει κανείς η Κίνα θα προβάλλει ακόμη περισσότερο τη δική της στρατηγική «Μία ζώνη – ένας δρόμος», προσπαθώντας να διευρύνει τις οικονομικές σχέσεις με ένα φάσμα χωρών που θα υποδέχονταν τις δικές τα επενδύσεις. Και βέβαια παράλληλα, θα προσπαθήσει να ισχυροποιήσει τη δική της οικονομία, τα βήματα προς την κοινωνική συνοχή και φυσικά να αντιμετωπίσει την πανδημία που κατά καιρούς κάνει την επανεμφάνισή της, παραμένοντας μια κρίσιμη και ανοιχτή πρόκληση.