Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς φαντάζεται η Ρωσία την επόμενη μέρα της στρατιωτικής επέμβασης
Είναι το μεγάλο ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί και είναι δύσκολο να απαντηθεί. Αφορά το πώς φαντάζεται η Ρωσία την επόμενη μέρα της μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης στην Ουκρανία, την ημέρα μετά το όποιο τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων.
Η ίδια η ρωσική κυβέρνηση περιέγραψε ως στόχο της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» (όπως αποκαλεί τον πόλεμο) την «αποναζιστικοποίηση» και «αποστρατικοποίηση» της Ουκρανίας.
Αυτό μεταφράστηκε εύλογα σε αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια «αλλαγή καθεστώτος». Δηλαδή, η τρέχουσα κυβέρνηση θα συνθηκολογούσε, πιθανώς ένα μέρος του πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού θα αντιμετωπιζόταν ως «ναζί», κυρίως όσοι ενεργό ανάμειξη στην σύγκρουση στο Ντονμπάς και θα διαμορφωνόταν μια νέα κυβέρνηση που θα αποδεχόταν την ουδετερότητα της Ουκρανίας, θα παραδεχόταν την κυριαρχία των «λαϊκών δημοκρατιών» και θα επέλεγε σχέσεις «καλής γειτονίας» με τη Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση αυτή η κυβέρνηση θα διαμορφωνόταν ύστερα από την κατάρρευση και τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Ζελένσκι, με ρώσους αξιωματούχους να δηλώνουν ότι από εκεί και πέρα θα αποφάσιζε ο ίδιος ο ουκρανικός λαός.
Η μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο σχέδιο και την εφαρμογή
Υπάρχει το ερώτημα για το πάνω σε ποια εκτίμηση έγινε αυτός ο σχεδιασμός. Οι αρχικές ανακοινώσεις μπορούσαν να διαβαστούν και ως εκτίμηση ότι η απλή επίδειξη δύναμης και η ταχεία κίνηση των ρωσικών δυνάμεων θα εξασφάλιζαν την κατάρρευση της κυβέρνησης και άρα τη γρήγορη «αλλαγή καθεστώτος».
Όμως, είναι προφανές ότι τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν έτσι. Υπάρχει αντίσταση σε διάφορα σημεία, υπάρχει η ενίσχυση από τη Δύση έστω και σε επίπεδο εξοπλισμού, υπάρχει η άρνηση της κυβέρνηση Ζελένσκι να συνθηκολογήσει και βεβαίως και οι κυρώσεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι με όρους αμιγώς στρατιωτικούς η ρωσική στρατιωτική επιχείρηση είναι «αργή». Για τα χαρακτηριστικά της, δηλαδή την προσπάθεια εξασφάλισης συγκεκριμένων περιοχών στα ανατολικά και τα νότια παράλληλα με την προσπάθεια απόκτησης του ελέγχου στρατηγικών σημείων και υποδομών και προφανώς την πολιορκία των πόλεων, με συστηματικό χτύπημα συγκεκριμένων εγκαταστάσεων, δεν είναι απαραίτητα μια «αργή» διαδικασία.
Είναι, όμως, ταυτόχρονα πιο κοντά στην παρατεταμένη στρατιωτική επιχείρηση που συναντά αντίσταση, παρότι ο συσχετισμός παραμένει άνισος, και που κινείται με βάση τα χαρακτηριστικά του ίδιου του πεδίου και τις δυσκολίες, αλλά χωρίς να παρεκκλίνει από το βασικό σχεδιασμό, παρότι υπάρχει πραγματικό κόστος και για την ίδια τη Ρωσία πέραν φυσικά από τα θύματα μεταξύ των Ουκρανών, συμπεριλαμβανομένων των αμάχων.
Αυτό σημαίνει ότι χωρίς κάποια σημαντικά αλλαγή πολιτικής στάσης από τη μεριά της Ρωσία η αμιγώς στρατιωτική νίκη, με τη μορφή του ελέγχου και της κατάληψης των πόλεων και των περιοχών όπου επικεντρώνουν οι Ρώσοι, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Κιέβου, φαντάζει αυτή τη στιγμή εφικτή.
Όμως, το ερώτημα παραμένει: τι θα σημαίνει αυτή η στρατιωτική κατίσχυση;
Μπορεί να γίνει «αλλαγή καθεστώτος»;
Και εδώ αρχίζει το πολιτικό ερώτημα. Όπως έχει δείξει και η μάλλον οδυνηρή εμπειρία των αμερικανών σε διάφορα σημεία, με πιο χαρακτηριστικό το Ιράκ, το κρίσιμο ζήτημα είναι εάν υπάρχει ένας συνασπισμός πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που θα ήθελαν να πάρουν τις τύχες της Ουκρανίας στα χέρια τους και να είναι μια βιώσιμη πολιτική λύση και όχι μια κυβέρνηση-μαριονέτα που θα εξαρτάται από την παράταση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας.
Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στο Ιράκ οι αμερικανοί πίστευαν ότι εάν ανέτρεπαν τον Σαντάμ Χουσεΐν θα μπορούσαν να στηριχθούν πέραν από κάποιος πιο δυτικόφιλους πολιτικούς και στο σιιτικό στοιχείο που γενικά παρά τη μεγάλη πληθυσμιακή βαρύτητά του είχε παραγκωνισθεί όσο κυβερνούσε το Μπάαθ που κατεξοχήν στηρίχτηκε στον σουνιτικό πληθυσμό. Επιπλέον, πίστευαν ότι μια κοινωνία επί μακρόν καταπιεσμένη θα έβλεπε ως ιδιαίτερα θετική εξέλιξη την προοπτική δημοκρατικών εκλογών και οικονομικής ανάκαμψης.
Η ιστορία έδειξε ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Υπήρξαν εκτεταμένες μορφές αντίστασης, από διάφορες πλευρές, το Ιράκ θα βυθιστεί σε μια βαθιά εμφύλια σύγκρουση, θα αναδειχτούν φαινόμενα όπως το Ισλαμικό Κράτος και βέβαια κερδισμένοι πολιτικά για σημαντικό διάστημα θα είναι οι πολιτικοί που υποστήριζαν τη μεγαλύτερη συνεργασία με το Ιράν.
Στην Ουκρανία ποιος θα ήταν ο συνασπισμός των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, ή έστω ο συνασπισμός κομμάτων και ολιγαρχών που θα εκπροσωπούσε μια νέα κατάσταση με δεδομένο ότι με τη δημιουργία των «λαϊκών δημοκρατιών» στην υπόλοιπη Ουκρανία φάνηκε να ενισχύονται δυνάμεις που ήθελαν μεγαλύτερη ρήξη με τη Μόσχα;
Με τα δεδομένα που έχουμε το ερώτημα αυτό είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί, αλλά και πολύ κρίσιμο εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για μια χώρα 44 εκατομμυρίων κατοίκων, όπου σε ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού αυτή τη στιγμή υπάρχει προφανής εχθρότητα απέναντι στη Ρωσία και τις επιδιώξεις της.
Και παρότι κανείς μπορεί να σημειώσει ότι προφανώς η ρωσική πλευρά, που γνωρίζει την ουκρανική κοινωνία λόγω των μακρόχρονων δεσμών των δύο χωρών καλύτερα από τις δυτικές κυβερνήσεις, έχει στο νου της πολιτικούς, στρατιωτικούς ή επιχειρηματίες που θα ήθελαν να παίξουν ρόλο σε μια τέτοια «νέα κατάσταση» και οι οποίοι πιθανώς δεν θα είναι αυτοί που υπέδειξαν το προηγούμενο διάστημα διάφορες δυτικές υπηρεσίες, πάλι το εάν και σε ποια κλίμακα θα μπορούν να έχουν τη νομιμοποίηση της ουκρανικής κοινωνίας και την εγγύηση ότι θα αποδεχτεί την όποια στροφή πολιτικής δεν είναι δεδομένο.
Μόνο που αυτό είναι στην πραγματικότητα και το μεγαλύτερο ρίσκο της Ρωσίας αυτή τη στιγμή. Γιατί στο βαθμό που η όποια εκδοχή «αλλαγής καθεστώτος» είτε δεν ευοδωθεί είτε δεν δείξει να μπορεί να εκπροσωπήσει μια υπαρκτή δυναμική στο εσωτερικό της ίδιας της ουκρανικής κοινωνίας, τότε η Ρωσία θα πρέπει να συνεχίζει να στηρίζεται στην ένοπλη παρουσία και την ένοπλη υποστήριξη της όποιας νέας κυβέρνησης στο Κίεβο, έχοντας να αντιμετωπίσει και διάφορες μορφές αντίστασης – ας μην ξεχνάμε ότι θα υπάρχει αρκετός οπλισμός που έχει μοιραστεί στον πληθυσμό. Αυτό με τη σειρά του θα παρατείνει τον φαύλο κύκλο της ένοπλης εμπλοκής.
Γιατί ακόμη και μια λύση τύπου Συρίας, όπου η Ρωσία κατάφερε (μαζί με τη Χεζμπολάχ) να στηρίξει την κυβέρνηση Άσαντ, απέναντι σε μια παρατεταμένη δράση ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων, που δεν έχει ακόμη σταματήσει, εντούτοις ακόμη και εκεί υπήρχε μια κυβέρνηση και ένας κρατικός μηχανισμός (και ένοπλες δυνάμεις) και κάποια κοινωνικά στηρίγματα (π.χ. στις πόλεις που παρέμειναν στο πλευρό της κυβέρνησης).
Γιατί εάν υπάρχει ένα δίδαγμα από μια μακρά ιστορία ένοπλων επεμβάσεων από διάφορες πλευρές όλες τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ποτέ η εξωτερική επέμβαση, όσο ισχυρή και εάν είναι και όσους πόρους και εάν διαθέτει δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις αναγκαίες εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, που είναι οι σε τελική ανάλυση καθοριστικές.