Η απόφαση της Γερμανίας να στείλει όπλα στην Ουκρανία και να αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες συνιστά μια μείζονα αλλαγή στρατηγικής
Τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα είναι αυτά που επιταχύνουν ιστορικές εξελίξεις και φέρνουν σημαντικές αλλαγές σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλαγές που μπορεί να συζητιούνταν για καιρό, αλλά αναζητούσαν τον καταλύτη για να πάρουν σχήμα και μορφή.
Η ουσιαστική επαναστρατικοποίηση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν μια εξέλιξη που είχε συζητηθεί πολλές φορές τις προηγούμενες δεκαετίες. Ας μην ξεχνάμε ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό που περιγράφηκε ως «Κοινή Πολιτική Εξωτερικών και Άμυνας», προϋπέθετε ότι πέραν της Γαλλίας, που διατήρησε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και δική της αυτοτελή αποτρεπτική πυρηνική ισχύ, και η Γερμανία να συμμετείχε ενεργά και ως προς το κόστος και ως προς τη στελέχωση μιας δυνητικής κοινής ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης.
Όμως, σε όλα αυτά υπήρχαν μέχρι τώρα αρκετές καθυστερήσεις και εμπόδια. Μπορεί η Γερμανία, ιδίως μετά την επανένωση να είχε ακόμη πιο ενεργή συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία το 1999, όμως σε γενικές γραμμές είχε αποφύγει να συμπεριφερθεί ως μια δύναμη που στηρίζεται στην ικανότητά της να παρεμβαίνει ένοπλα.
Ας μην ξεχνάμε ότι πάντα υπήρχε το βάρος της ιστορίας, κάτι που αποτυπώθηκε και σε διάφορες δεσμεύσεις ως προς το είδος εμπλοκής σε ενεργές πολεμικές συγκρούσεις, όπως για παράδειγμα η αποφυγή να αποστέλλονται όπλα σε περιοχές όπου υπάρχουν ενεργές συγκρούσεις.
Όμως, αυτό φαίνεται να αλλάζει τώρα, εάν κρίνουμε από την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να στείλει γερμανικό οπλισμό στην Ουκρανία και συνολικά να συμπαραταχθεί με την απόφαση της ΕΕ να συνδράμει και ένοπλα την Ουκρανία.
Η αλλαγή στάσης απέναντι στη Ρωσία
Η προσπάθεια συμφιλίωσης και καλής γειτονίας με τη Ρωσία υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και περίπου 50 χρόνια και πλευρά της ήδη από την εποχή της ΕΣΣΔ ήταν και η προμήθεια φυσικού αερίου. Μάλιστα, ήταν κατεξοχήν οι σοσιαλδημοκράτες αυτοί που προώθησαν την ostpolitik ξεκινώντας από τον Βίλι Μπραντ.
Μάλιστα για σημαντικό μέρος των Γερμανών αυτή η προσέγγιση, πρώτα με την ΕΣΣΔ έπειτα με τη Ρωσία ήταν τμήμα μιας συνολικότερης προσπάθειας να αποφευχθούν τα ιστορικά ρήγματα στην Ευρώπη, που στο παρελθόν οδήγησαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους και πολλά εκατομμύρια θύματα.
Τώρα η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται να εκτιμά ότι η απώθηση αυτού που περιγράφει ως ρωσική επιθετικότητα είναι πιο σημαντική προτεραιότητα και γι’ αυτόν τον λόγο η συμπόρευση της Γερμανίας σε έναν ιδιαίτερα σκληρό λόγο απέναντι στη Ρωσία. Βεβαίως, ο Γερμανός καγκελάριος έσπευσε, μιλώντας στη γερμανική Βουλή να υπογραμμίσει ότι «η συμφιλίωση ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Ρώσους μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι – και παραμένει – ένα σημαντικό κεφάλαιο της κοινής ιστορίας μας».
Όμως, αμέσως μετά έσπευσε να χρησιμοποιήσει ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα, που παρέπεμπε ευθέως σε «κοινούς τόπους» του Ψυχρού Πολέμου, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για μια σύγκρουση «ανάμεσα στον Πούτιν και τον ελεύθερο κόσμο».
Σε αντίστοιχο τόνο, ο γερμανός καγκελάριος δήλωσε ότι «θα τηρήσουμε απροϋπόθετα τις συλλογική αμυντική υποχρέωσή μας μέσα στο ΝΑΤΟ» και ότι το ίδιο μήνυμα απευθύνεται στους «συμμάχους μας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη», συμπεριλαμβανομένης και της υπογράμμισης ότι «ο πρόεδρος Πούτιν δεν θα πρέπει να υποτιμήσει την αποφασιστικότητά μας να υπερασπιστούμε κάθε τετραγωνικό μέτρο της έκτασης του ΝΑΤΟ μαζί με τους συμμάχους μας».
Η αυξημένη γερμανική παρουσία στην Ευρώπη – το νέο γερμανικό αμυντικό δόγμα
Σε αυτό το πλαίσιο ο καγκελάριος Σολτς ανακοίνωσε την επέκταση της γερμανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη.
«Έχουμε αναπτύξει επιπλέον στρατιώτες στη Λιθουανία, όπου ηγούμαστε του σχηματισμού μάχης του ΝΑΤΟ.
Έχουμε επεκτείνει και ενισχύσει τη συμμετοχή μας στην εναέρια επιτήρηση στη Ρουμανία.
Θέλουμε να συνεισφέρουμε στην δημιουργία μιας νέας μονάδας του ΝΑΤΟ στη Σλοβακία.
Το ναυτικό μας βοηθάει να εξασφαλιστεί η Βόρεια Θάλασσα και η Βαλτική όπως και η Μεσόγειος, με επιπλέον σκάφη.
Και είμαστε έτοιμοι να συνεισφέρουμε στην άμυνα του εναέριου χώρου των συμμάχων μας στην Ανατολική Ευρώπη με χρήση αντιαεροπορικών πυραύλων».
Ταυτόχρονα, ο καγκελάριος Σολτς έκανε σαφές ότι η Γερμανία χρειάζεται να αυξήσει την αμυντική της ικανότητα έχοντας τη Ρωσία ως βασικό αντίπαλο: «Πρέπει να αναρωτηθούμε: Ποιες δυνατότητες έχει η Ρωσία του Πούτιν; Και ποιες δυνατότητες χρειαζόμαστε για να αποκρούσουμε αυτή την απειλή – σήμερα και στο μέλλον;»
Η απόφαση για γενναία αύξηση των αμυντικών δαπανών
Σε αυτό το πλαίσιο ο Όλαφ Σολτς έκανε σαφές ότι η Γερμανία θα αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες το επόμενο διάστημα. Άλλωστε εμμέσως παραδέχτηκε και το πρόβλημα με τη σημερινή κατάσταση των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων: «χρειαζόμαστε αεροπλάνα που πετάνε, πλοία που μπορούν να βγουν στη θάλασσα και στρατιώτες που είναι άριστα εξοπλισμένοι για τις αποστολές τους».
Σε αυτό το πλαίσιο ανακοίνωσε ότι ο προϋπολογισμός θα περιλάβει μια δαπάνη 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για να μπορούσε να γίνουν οι σχετικές επενδύσεις και τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Η στρατικοποίηση της ΕΕ
Η γερμανική στροφή δεν είναι άσχετη με τη συνολικότερη «αλλαγή παραδείγματος» ως προς την εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Σε αντίθεση, με μια προηγούμενη φάση όπου η ΕΕ ήταν κυρίως μια οικονομική διαδικασία με σχετικά περιορισμένες διαδικασίες πολιτικού συντονισμού, αφήνοντας το στοιχείο της «αμυντικής πολιτικής» κυρίως στις δομές του ΝΑΤΟ, τώρα η ΕΕ δεν διστάζει να επιλέξει το δρόμο και του αμυντικού συντονισμού.
Αυτό έχει να κάνει και με τον τρόπο που ούτως ή άλλως οποιαδήποτε προσπάθεια για ευρωπαϊκές μορφές συλλογικής ασφάλειας είχε εγκαταλειφθεί εδώ και καιρό, με αποτέλεσμα ακόμη και ο ΟΑΣΕ να μοιάζει συχνά περισσότερο ένα «άδειο κέλυφος», έχει όμως να κάνει και με την ευρωπαϊκή αλλαγή στάσης έναντι της Ρωσίας.
Αυτό, άλλωστε, αποτυπώθηκε και στον τρόπο που υπήρξε μια κλιμάκωση ως προς τις κυρώσεις, παρότι είναι σαφές ότι οι κυρώσεις αυτές στον ορίζοντα έχουν και μεγάλο κόστος και για τις ευρωπαϊκές χώρες, αρκετές από τις οποίες έχουν σημαντικές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία.
Όμως, η επιλογή να δηλώνει η ΕΕ ότι έχει πάρει απόφαση να στηρίξει με εξοπλισμό και οπλικά μέσα την Ουκρανία, σηματοδοτεί μια σημαντική τομή στην ιστορία της Ένωσης, καθώς για πρώτη φορά παίρνει την επιλογή να εμπλακεί, με τρόπο έμμεσο, αλλά στην πραγματικότητα κοντά στην έννοια του άμεσου, σε μια «θερμή» πολεμική σύγκρουση και να συντονιστεί ως προς την παροχή αμυντικής αρωγής σε τρίτη χώρα.
Όλα αυτά απλώς υπογραμμίζουν ότι έχουμε μπει σε μια νέα περίοδο μεγάλων διαιρέσεων και απρόβλεπτων αντιπαραθέσεων στην Ευρώπη. Το ότι αυτή η σημαντική αλλαγή προσανατολισμού και ρόλου της ΕΕ λαμβάνει χώρα εν μέσω μιας παγωμένης σχεδόν μια δεκαετία συζήτησης για το μέλλον της Ένωσης απλώς υπογραμμίζει και το πώς αλλάζουν τα πράγματα και την ανάγκη αυτή η συζήτηση να γίνει με συμμετοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών και όχι ερήμην τους.