Πώς η κρίση στην Ουκρανία επηρεάζει τις αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών στις δύο πλευρές του Ατλαντικού
Αλλαγή πλεύσης σε FED και ΕΚΤ φαίνεται πως φέρνουν οι εξελίξεις στην Ουκρανία, με ολοένα και περισσότερες φωνές να εισηγούνται πιο ήπια σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.
Στη Φρανκφούρτη έντεκα χρόνια μετά την τελευταία αύξηση επιτοκίων από τον Ζαν Κλωντ Τρισέ η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ αρνήθηκε νωρίτερα αυτόν τον μήνα να αποκλείσει τις αυξήσεις το 2022, με φόντο τον επελαύνοντα πληθωρισμό. Ήδη από τα μέσα του περασμένου έτους ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έχει ξεπεράσει τον στόχο του 2% της ΕΚΤ φτάνοντας στο 5,1% τον Ιανουάριο.
Ωφελείν ή μη βλάπτειν
Όπως όμως σημειώνει στους Financial Times η Μέγκαν Γκριν, ανώτερη συνεργάτιδα στο Harvard Kennedy School και επικεφαλής οικονομολόγος στο Kroll, το πρόβλημα είναι ότι η επικεφαλής της ΕΚΤ και οι συνάδελφοί της ούτε μπορούν ούτε και πρέπει να κάνουν πολλά.
Και αυτό γιατί βασικός παράγοντας που ωθεί σε υψηλότερες τιμές είναι το ενεργειακό κόστος, με τις τιμές του φυσικού αερίου να έχουν αυξηθεί σχεδόν τέσσερις φορές από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο του 2021 και να εκτινάσσονται εκ νέου αυτή την εβδομάδα, λόγω των εξελίξεων στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα. Ενδεχόμενο «κλείσιμο της στρόφιγγας» από την πλευρά της Ρωσίας, ως απάντηση στις δυτικές κυρώσεις, θα εκτινάξει το ενεργειακό κόστος, την ίδια ώρα που οι υψηλότερες τιμές τροφίμων ωθούν επίσης προς τα πάνω τον πληθωρισμό.
Αν εξαιρέσει κανείς ωστόσο αυτούς τους παράγοντες, ο πυρήνας του πληθωρισμού φαίνεται να υποχωρεί σε ετήσιο ρυθμό 2,3% τον Ιανουάριο από 2,6% τον Δεκέμβριο. Ακόμη και με την απειλή από τη Ρωσία, οι προβλεπόμενες τιμές για τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου θα μειωθούν το 2023.
Όσον αφορά το πετρέλαιο, αναμένεται μείωση των τιμών από σχεδόν 100 δολάρια το βαρέλι σε 86 δολάρια το βαρέλι μέχρι το τέλος του έτους. Εάν οι αγορές μελλοντικής εκπλήρωσης επαληθευτούν, το υψηλότερο ενεργειακό κόστος είναι παροδικό και η ΕΚΤ θα πρέπει να το εξετάσει. Εάν είναι λάθος, οι αυξημένες τιμές της ενέργειας θα αποδυνάμωσαν τη ζήτηση, δημιουργώντας ένα περιβάλλον στο οποίο δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να ασκήσει αυστηρότερη πολιτική.
Από την άλλη, οι διακοπές στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της πανδημίας που ωθούσαν επίσης στην αύξηση του πληθωρισμού, αρχίζουν πλέον να εξασθενούν. Οι κυρώσεις στη Ρωσία θα μπορούσαν να επιφέρουν νέα εμπόδια, αλλά και πάλι αυτό θα προμηνύει βραδύτερη ανάπτυξη, που αποτελεί έναν άλλο περιορισμό για τα υψηλότερα επιτόκια.
Στις ΗΠΑ
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Fed αναμένεται να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια από τον επόμενο μήνα και να μην επιβραδύνει μέχρι και το 2023, όμως και εδώ η άνοδος φαίνεται πως θα είναι ηπιότερη από αυτήν που προβλεπόταν αρχικά.
Ο εκρηκτικός πληθωρισμός που είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές καταναλωτή να αυξηθούν κατά 7,5% το περασμένο έτος, πολύ πάνω από το επίπεδο του 2% που η Fed θεωρεί υγιές για τον πληθωρισμό, εξανάγκασαν ουσιαστικά την Κεντρική Τράπεζα να προετοιμαστεί για αυξήσεις επιτοκίων.
Όμως τώρα, με τον πληθωρισμό να καλπάζει λόγω και των εξελίξεων στην Ουκρανία που ωθούν προς τα πάνω τις τιμές αγαθών όπως η ενέργεια και τα σιτηρά, οι αξιωματούχοι της Fed πρέπει υποχρεωτικά να σταθμίσουν τα πλεονεκτήματα της αύξησης των επιτοκίων για την καταπολέμηση του πληθωρισμού με την οποιαδήποτε πιθανότητα οικονομικής επιβράδυνσης που θα μπορούσε αυτή να προκαλέσει.
Έτσι, ενώ πολλοί περίμεναν οι αύξηση να αγγίξει τις 50 μονάδες βάσης, είναι εξαιρετικά πιθανό οι αυξήσεις να κινηθούν σε ηπιότερα επίπεδα, κοντά στις 25 μονάδες.
«Βαρύδι» η αβεβαιότητα
Πάντως, σύμφωνα με το CNBC, παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι ο βασικός επιβαρυντικός παράγοντας δεν είναι η πολυσυζητημένη και αναμενόμενη αύξηση επιτοκίων, αλλά η αβεβαιότητα που γεννά η καθυστέρηση ανακοίνωσής της και οι εικασίες για τον ρυθμό που αυτή θα ακολουθήσει.
Πηγή: ΟΤ