Ο διεθνολόγος Κωνσταντίνος Φίλης αξιολογεί και αναλύει στο in τα δεδομένα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με αφορμή την «εκστρατεία» της Άγκυρας για τα ελληνικά νησιά
Στους γνωστούς ισχυρισμούς των επιστολών του μόνιμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ, Φεριντούν Σινιρλίογλου, με τις οποίες η Τουρκία αιτιάται ότι η Ελλάδα παραβιάζει τους όρους συνθηκών παραχώρησης ελληνικών νησιών, επανήλθε την Τετάρτη ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ισχυρίστηκε ότι τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα υπό την αίρεση να τηρηθεί το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησής τους, είτε με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, προφανώς τα νησιά του Β.Α. Αιγαίου, είτε με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, προφανώς τα Δωδεκάνησα. Άφησε να εννοηθεί δε -παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου και μιλώντας για «αμφιλεγόμενο ζήτημα»- πως, αν η Ελλάδα δεν αλλάξει στάση ως προς την αποστρατιωτικοποίηση, τότε ίσως αμφισβητηθεί η διεκδίκηση της κυριαρχίας των νησιών αυτών.
Το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης είναι παλιό στην ατζέντα της Άγκυρας. Η «αναβάθμιση» της τουρκικής προκλητικότητας έγκειται σε ό,τι έχει να κάνει με το ότι απροκάλυπτα πλέον συνδέεται το σύνθημα της αποστρατιωτικοποίησης με την κυριαρχία, δηλαδή σε ποιον ανήκουν τα νησιά.
Πρόκειται για ένα θέμα περί όνου σκιάς, όπως παρατηρεί στο in ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ANT1, Κωνσταντίνος Φίλης. «Δεν υπάρχει πουθενά στις συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων η αίρεση της αποστρατιωτικοποίησης για την κυριαρχία» αποσαφηνίζει, «διαβάζοντας» προσπάθεια διεθνοποίησης του ζητήματος από την πλευρά της Αγκυρας.
Πίσω από τη στάση αυτή της γείτονος, να διατυπώνεται δηλαδή η άποψη ότι ελληνικά νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα υπό την αίρεση ότι θα παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημένα και να υπάρχει ουσιαστικά σύνδεση κυριαρχίας και αποστρατιωτικοποίησης, ο κ. Φίλης απαριθμεί τέσσερις λόγους.
Παράλληλα, εστιάζει στην προειδοποίηση του τούρκου προέδρου περί ανάδειξης του ζητήματος σε ανώτερο επίπεδο, ενώ δεν διστάζει να εκφράσει τον προβληματισμό του για τη στρατηγική που ακολουθεί η Αγκυρα και τον τρόπο με τον οποίο η Αθήνα μπορεί να «παγιδευτεί».
Σημαντική αναβάθμιση
Πιο συγκεκριμένα, με φόντο τις τελευταίες δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο καθηγητής κάνει λόγο για αναβάθμιση της τουρκικής προκλητικότητας, η οποία ξεκίνησε με δειλό τρόπο το καλοκαίρι του 2020 και κορυφώθηκε το 2021, με τις επιστολές της Τουρκίας προς τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών. Ουσιαστικά, μέσω αυτών, η γείτονα ισχυρίζεται ότι έχει παραχωρηθεί η κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα υπό τον όρο της αποστρατιωτικοποίησης.
«Είναι σαφές ότι προσπαθούν να διεθνοποιήσουν ένα θέμα το οποίο είναι περί όνου σκιάς στην πραγματικότητα, διότι δεν υπάρχει πουθενά στις συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων η αίρεση της αποστρατιωτικοποίησης για την κυριαρχία. Άλλωστε, δεν είναι δόκιμο -ιστορικά μιλώντας- να δίδεται κυριαρχία σε οποιοδήποτε κράτος υπό αίρεση» επισημαίνει ο κ. Φίλης και προσθέτει:
«Ακόμη, όμως, κι αν πάρουμε το σενάριο της Τουρκίας, υπάρχει μια απάντηση: Οι συνθήκες αυτές υπεγράφησαν το 1923 και το 1947. Το 1945, όμως, στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ είναι σαφής η αναφορά ότι το δικαίωμα στην αυτοάμυνα μιας χώρας είναι υπέρτερο κάθε άλλης συνθήκης. Συνεπώς, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ίσχυε αυτό που ισχυρίζεται η Τουρκία, όταν η Ελλάδα έχει απέναντί της τη Στρατιά του Αιγαίου, όταν έχει μια χώρα η οποία χρησιμοποιεί το casus belli ως όπλο για να υποχρεώσει την Ελλάδα να μην ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα, όταν έχουμε μια χώρα που έχει εισβάλει σχεδόν σε όλες τις γειτονικές της χώρες, όταν έχουμε μια χώρα η οποία κατέχει παρανόμως ένα μεγάλο κομμάτι της Κύπρου από το 1974, δεν νομίζω ότι κανείς πραγματικά μπορεί να πιστέψει ότι η Ελλάδα θα άφηνε ανοχύρωτα τα νησιά της ικανοποιώντας το αίτημα της Τουρκίας».
Οι στόχοι
Ερωτηθείς τι επιδιώκει η Αγκυρα εμμένοντας στο αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών, την οποία μάλιστα συνδέει με την κυριαρχία, ο κ. Φίλης απαριθμεί τέσσερα σενάρια.
1) Να υποχρεώσει την Ελλάδα να καταστήσει ανοχύρωτα τα νησιά της. «Αυτό το καταλαβαίνει και η Τουρκία ότι, όσο και να πιέσει, δεν πρόκειται να συμβεί. Καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν θα αφήσει ανοχύρωτα τα ελληνικά νησιά στη λογική της Τουρκίας. Αρα, αυτός ο στόχος είναι μη υλοποιήσιμος».
2) Πιέζοντας για το θέμα της κυριαρχίας, να διευρύνει τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» (σ.σ. σε αυτή περιλαμβάνονταν νησιά και βραχονησίδες που δεν κατονομάζονταν στη Συνθήκη της Λωζάννης), καθώς ζητά να τεθεί ζήτημα της κυριαρχίας νησιών που κατονομάζονται στη Συνθήκη της Λωζάννης και ανήκουν στην Ελλάδα.
3) Να υποχρεώσει την Ελλάδα, υπό τον φόβο του ανοίγματος του κεφαλαίου που λέγεται «κυριαρχία νησιών και σύνδεση με την αποστρατιωτικοποίηση», να δεχτεί άλλες τουρκικές θέσεις, όπως είναι τα ζητήματα ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Δηλαδή, ουσιαστικά, με εργαλείο την απειλή αυτή να δεχτούμε ότι τα χωρικά μας ύδατα είναι περιορισμένα στα 6 ναυτικά μίλια και ότι τα νησιά δεν δικαιούνται ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας.
4) Να δείξει [η Τουρκία] ότι η Ελλάδα είναι αυτή η οποία την υποχρεώνει να μιλήσει για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, ενώ ο ίδιος ο Ερντογάν το 2017 πρωτοέθεσε το ζήτημα της αναθεώρησης.
Διεθνοποίηση
Με βάση τις εξαγγελίες του Ερντογάν και του Τσαβούσογλου, το επόμενο χρονικό διάστημα η Αγκυρα ενδέχεται να διεθνοποιήσει το ζήτημα, σε περίπτωση που η Αθήνα δεν «συμμορφωθεί» με τις υποδείξεις της.
«Εάν η Ελλάδα συνεχίσει αυτό το έργο, φυσικά θα κάνουμε αυτή την προειδοποίηση στο υψηλότερο επίπεδο, ό,τι χρειαστεί. Γιατί, όπως γνωρίζετε, το θέμα των νησιών είναι πάντα αμφιλεγόμενο. Μπορεί να μας αναγκάσουν να το φέρουμε στην επικαιρότητα, να θίξουμε αυτά τα αμφιλεγόμενα ζητήματα. Για τον λόγο αυτό ο υπουργός μου τους προειδοποίησε σε χαμηλό επίπεδο για να μην μας αναγκάσουν να ανοίξουμε αυτά τα θέματα προς συζήτηση. Και καλά έκανε» ήταν χαρακτηριστικά τα λόγια του τούρκου προέδρου.
Ποιο είναι, όμως, το ανώτερο επίπεδο στο οποίο αναφερόταν ο τούρκος πρόεδρος, δεδομένου ότι έχουν σταλεί σχετικές επιστολές προς τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών;
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Φίλη:
1) Ο ίδιος ο έλληνας πρωθυπουργός. Να πει δηλαδή ο Ερντογάν -δείχνοντας δήθεν την καλή διάθεση της Τουρκίας- ότι προειδοποίησε τον έλληνα πρωθυπουργό πως κάτι πρέπει να κάνει με αυτό το θέμα.
2) Να φέρει το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, λέγοντας ότι η Ελλάδα -παραβιάζοντας τη Λωζάννη- δημιουργεί αποσταθεροποιητικές τάσεις στην περιοχή και πρέπει να επιληφθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας. Μία κίνηση ρίσκου πάντως, όπως τονίζει ο καθηγητής διεθνών σχέσεων.
3) Να στείλει επιστολές και να κάνει μια καμπάνια σε χώρες που έχουν συνυπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάννης. «Πρόκειται για μια κίνηση συμβολισμού και εντυπωσιασμού, καθώς δεν θα βρεθεί καμιά χώρα να δεχτεί τους παράλογους ισχυρισμούς της Τουρκίας».
4) Να επιχειρήσει να φέρει το θέμα σε επίπεδο ΝΑΤΟ, μιλώντας περισσότερο πολιτικά και λιγότερο νομικά.
Η στάση της Αθήνας
Με αυτά τα δεδομένα, ο κ. Φίλης εκφράζει τον προβληματισμό του για τη «στρατηγική υπομονή» της Αγκυρας και εφιστά την προσοχή στην Αθήνα, στην οποία σημειωτέον υπάρχει ανησυχία ότι η γείτονα ενδέχεται να επιλέξει να προωθήσει τη θεώρησή της για την κατάσταση και με τρόπους που πιθανόν να οδηγήσουν σε νέες εντάσεις στο Αιγαίο.
«Το μόνο εύκολο θα είναι να αντιμετωπίσουμε με χλεύη τις τουρκικές θέσεις και να ικανοποιηθούμε μεταξύ μας λέγοντας πόσο φαιδρά είναι αυτά που ακούγονται. Η Τουρκία, δυστυχώς, έχει αποδείξει ότι έχει στρατηγική υπομονή σε θέματα. Τα αναδεικνύει, μπορεί κάποια στιγμή να φύγουν από τα φώτα της δημοσιότητας, ωστόσο τα επαναφέρει και οικοδομεί πάνω σε κάτι το οποίο εμάς μάς φαίνεται -και είναι- εξωφρενικό αλλά μετά από κάποιο καιρό η Τουρκία έχει φροντίσει να το θέσει τουλάχιστον στη διμερή ατζέντα».
Ο ίδιος, πάντως, εκτιμά πως η γείτονα δεν θα προβεί σε κάποια επιθετική κίνηση επί του πεδίου για να νομιμοποιήσει τις θέσεις της, «αλλά πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας είναι η βάση όλων των ενεργειών της Τουρκίας σε σχέση με το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο».