Οι ειδικοί ανησυχούν ότι οι τρέχουσες εξελίξεις θα κάνουν χώρες όπως το Ιράν να επιμείνουν στα πυρηνικά τους προγράμματα
Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η τρίτη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη στον κόσμο δεν ήταν ούτε η Βρετανία, ούτε η Γαλλία, ούτε η Κίνα. Ήταν η Ουκρανία. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, που ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 1991, η ανεξάρτητη Ουκρανία κληρονόμησε περίπου 5.000 πυρηνικά όπλα που η Μόσχα είχε τοποθετήσει στο έδαφός της. Υπόγεια σιλό στις στρατιωτικές βάσεις της χώρας περιείχαν πυρηνικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, που μπορούσαν να μεταφέρουν έως και δέκα πυρηνικές κεφαλές, η καθεμιά εκ των οποίων πολύ ισχυρότερη από τη βόμβα που ισοπέδωσε τη Χιροσίμα. Μόνο η Ρωσία και οι ΗΠΑ είχαν περισσότερα πυρηνικά στην κατοχή τους.
Η απομάκρυνση αυτού του οπλοστασίου από τη χώρα, συχνά χαιρετίζεται ως θρίαμβος του ελέγχου των εξοπλισμών. Διπλωμάτες και ακτιβιστές για την ειρήνη παρουσίασαν την Ουκρανία ως πρότυπο σε έναν κόσμο επίδοξων πυρηνικών δυνάμεων.
Όμως η ιστορία δείχνει ότι η αποπυρηνικοποίηση συνοδεύτηκε από χάος και αναστάτωση, με συγκρούσεις, υπαναχωρήσεις και δυσφορία στην κυβέρνηση και το στρατό της χώρας. Εκείνη την εποχή, ουκρανοί και αμερικανοί ειδικοί αμφισβητούσαν τη σοφία αυτής της απόφασης. Τα φονικά όπλα, υποστήριξαν ορισμένοι, ήταν το μόνο αξιόπιστο μέσο αποτροπής της ρωσικής επιθετικότητας.
Αμφισβητώντας τις αποφάσεις του παρελθόντος
Σήμερα, αν η Ουκρανία επιθυμούσε να παράγει πυρηνικά όπλα, θα αντιμετώπιζε δυνητικά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Ακόμη κι έτσι, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη στρατηγική, τη στιγμή που ρώσοι στρατιώτες έχουν περικυκλώσει τη χώρα.
«Παραδώσαμε τις δυνατότητές μας για το τίποτα», λέει στους Times της Νέας Υόρκης ο Αντρέι Ζαχορόντνιουκ, πρώην υπουργός άμυνας της Ουκρανίας. Αναφερόμενος στις διαβεβαιώσεις ασφαλείας που είχε λάβει η Ουκρανία ως αντάλλαγμα για την παράδοση των πυρηνικών της, προσθέτει: «Τώρα, κάθε φορά που κάποιος μας δίνει να υπογράψουμε ένα κομμάτι χαρτί, η απάντησή μας είναι: Ευχαριστούμε πολύ. Υπογράψαμε ήδη ένα τέτοιο πριν από κάποιο καιρό».
Δυτικοί αναλυτές λένε ότι το σημερινό κλίμα στη χώρα παράγει μια ρομαντική οπτική επί του πυρηνικού παρελθόντος. «Το συμπέρασμα είναι ότι είχαμε τα όπλα, τα δώσαμε και τώρα κοίτα τι συμβαίνει», λέει στην αμερικανική εφημερίδα η Μαριάνα Μπουτζερίν, ουκρανή ειδικός στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. «Σε επίπεδο πολιτικής, δεν βλέπω κίνηση προς την αναθεώρηση αυτής της απόφασης. Όμως σε επίπεδο πληθυσμού, αυτό είναι το αφήγημα».
«Από τη μια πλευρά το μετανιώνουν», είχε προσθέσει σε συνέντευξή της. «Η άλλη πλευρά προκύπτει από την αδικία και τα συναισθήματα που προκαλεί στον καθένα».
Το χρονικό της αποπυρηνικοποίησης
Αρχικά, η Ουκρανία είχε βιαστεί να απομακρύνει τα σοβιετικά πυρηνικά από την επικράτειά της. Βόμβες, πύραυλοι μικρού βεληνεκούς και νάρκες ήταν τα πρώτα που έφυγαν, επειδή ήταν πιο εύκολο να πέσουν σε εχθρικά χέρια. Δεν ήταν εξίσου εύκολη, όμως, και η μετακίνηση των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, που μπορούσαν να ζυγίζουν ακόμη και 100 τόνους και να έχουν ύψος πάνω από 25 μέτρα.
Τον Ιανουάριο του 1992, ο ουκρανός πρόεδρος και υπουργός άμυνας διέταξε τους στρατιωτικούς διοικητές και τους άνδρες του να υποσχεθούν πίστη στη χώρα – μια κίνηση που θα του έδινε και τον διοικητικό έλεγχο επί των εναπομεινάντων πυρηνικών. Πολλοί αρνήθηκαν, και οι στρατιωτικοί που διαχειρίζονταν τις πυρηνικές δυνάμεις της Ουκρανίας βρέθηκαν σε μια περίοδο εντάσεων για τη μοίρα του οπλοστασίου.
«Ρομαντική και πρόωρη»
Ο Βολοντίμιρ Τολούμπκο, πρώην διοικητής πυρηνικής βάσης που είχε εκλεγεί βουλευτής, υποστήριξε ότι το Κίεβο δεν θα έπρεπε να παραδώσει ποτέ το πλεονέκτημα των πυρηνικών. Τον Απρίλιο του 1992, δήλωσε στο κοινοβούλιο ότι η αποπυρηνικοποίηση της Ουκρανίας θα ήταν κίνηση «ρομαντική και πρόωρη» και επέμεινε στη διατήρηση έστω των πυρηνικών κεφαλών μεγάλου βεληνεκούς, ως μέσο αποτροπής της επιθετικότητας.
Παρόλο που η στάση του έχαιρε ευρείας αποδοχής, «ενίσχυσε τις προϋπάρχουσες εντάσεις». Το καλοκαίρι του 1993, ο Τζον Τζ. Μεαρσάιμερ, επιφανής θεωρητικός διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο που ήταν εξοικειωμένος με την υπόθεση, τοποθετήθηκε επί του ζητήματος. Γράφοντας στο Foreign Affairs δήλωσε ότι ήταν η παράδοση των πυρηνικών ήταν «απόλυτη ανάγκη» σε περίπτωση που η Ουκρανία επιθυμούσε «τη διατήρηση της ειρήνης». Η αποτροπή, πρόσθεσε, θα διασφάλιζε ότι η Ρώσοι «που έχουν ιστορικό κακών σχέσεων με την Ουκρανία, θα επιχειρήσουν να την καταλάβουν».
Η Ουκρανία απαίτησε στιβαρές διαβεβαιώσεις ασφαλείας, ως αντάλλαγμα για την αποπυρηνικοποίηση. Αυτή ήταν η καρδιά της συμφωνίας που συνυπέγραψαν στη Μόσχα στις αρχές του 1994 η Ρωσία, η Ουκρανία και οι ΗΠΑ.
Μνημόνιο της Βουδαπέστης
Στα τέλη του 1994, οι δεσμεύσεις έγιναν ξεκάθαρες. Η τελική συμφωνία, γνωστή ως Μνημόνιο της Βουδαπέστης, την οποία υπέγραψαν η Ρωσία, η Ουκρανία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ, υποσχόταν ότι κανένα από τα κράτη αυτά δεν θα χρησιμοποιούσε δυνάμεις ή απειλές εναντίον της Ουκρανίας και ότι όλα τα μέρη θα σέβονταν τα κυριαρχικά της δικαιώματα και τα υπάρχοντα σύνορά της. Η συμφωνία προέβλεπε επίσης ότι, σε περίπτωση επιθετικότητας, οι συνυπογράφοντες θα αναζητούσαν άμεσα την εμπλοκή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ προς υποστήριξη της Ουκρανίας.
Αν και το Κίεβο δεν κατάφερε να πάρει αυτό που ήθελε – δηλαδή, νομικές εγγυήσεις με τη μορφή επίσημης συνθήκης εγκεκριμένης από την αμερικανική γερουσία – έλαβε διαβεβαιώσεις ότι η Ουάσινγκτον θα αντιμετωπίσει τις πολιτικές της δεσμεύσεις τόσο σοβαρά όσο και τις νομικές της υποχρεώσεις, εξηγεί η Δρ. Μπουτζερίν.
Το Μάιο του 1996, η Ουκρανία είδε τα τελευταία πυρηνικά της να μεταφέρονται πίσω στη Ρωσία. Οι επαναπατρισμοί απαίτησαν συνολικά περίπου πέντε χρόνια.
Βλάντιμιρ Πούτιν: Ο αστάθμητος παράγοντας
Όμως το διπλωματικό κατόρθωμα δεν είχε λάβει υπόψη του την άνοδο στην ρωσική εξουσία ενός προσώπου όπως ο Βλάντιμιρ Πούτιν, λέει στους Times ο Στίβεν Πάιφερ, διπλωμάτης που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις του Μνημονίου της Βουδαπέστης που πλέον διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Μετά την εισβολή ρώσων στρατιωτών στην Κριμαία το 2014 και τον πόλεμο δια αντιπροσώπου στην ανατολική Ουκρανία, ο Πούτιν απέρριψε το Μνημόνιο ως κενό και άνευ νοήματος.
«Ήδη πολεμούν σε έναν πόλεμο χαμηλής έντασης εδώ και οκτώ χρόνια», παρατηρεί ο Πάιφερ. «Δεν μπορείς να βρεις σφαίρες στα καταστήματα. Οι πολίτες εξοπλίζονται».
Επιστροφή των πυρηνικών;
Στην Ουκρανία, η εισβολή στην Κριμαία και ο μακροχρόνιος πόλεμος που ακολούθησε, οδήγησε σε επανειλημμένες εκκλήσεις για επιστροφή των πυρηνικών, σύμφωνα με την Μπουτζερίν, συγγραφέα του βιβλίου «Κληρονομώντας τη Βόμβα» που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς.
Τον Μάρτιο του 2014, ο Βολοντίμιρ Οχρίζκο, πρώην υπουργός εξωτερικών, υποστήριξε ότι η Ουκρανία έχει πλέον και το ηθικό και το νόμιμο δικαίωμα να καταστεί εκ νέου πυρηνική δύναμη. Τον Ιούλιο, ένα υπερεθνικιστικό εκλεγμένο κόμμα του ουκρανικού κοινοβουλίου εισήγαγε νομοσχέδιο για την εκ νέου απόκτηση οπλοστασίου. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς, δημοσκόπηση έδειξε ότι σχεδόν το 50% του πληθυσμού συμμεριζόταν αυτή την άποψη.
Πέρσι, ο ουκρανός πρέσβης στη Γερμανία, Αντρέι Μέλνικ, δήλωσε ότι το Κίεβο θα μπορούσε να εξετάσει το ζήτημα των πυρηνικών, σε περίπτωση που δεν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. «Πώς αλλιώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε την άμυνά μας;», αναρωτήθηκε. Το υπουργείο εξωτερικών δήλωσε ότι δεν εξετάζονται τέτοιου είδους επιλογές.
Κενές απειλές και πραγματικοί κίνδυνοι
Δυτικοί αναλυτές, συμπεριλαμβανομένης της Μπουτζερί, αντιμετωπίζει τις ουκρανικές αναταραχές και απειλές ως κενές νοήματος, δεδομένου του πλέγματος επιστημονικών, εφοδιαστικών, οικονομικών και γεωπολιτικών προκλήσεων που θα αντιμετώπιζε το Κίεβο σε περίπτωση που επέλεγε τον εκ νέου εξοπλισμό. Το Κίεβο θα έπρεπε να απαντήσει στα ίδια διλήμματα που αντιμετωπίζει η Τεχεράνη, που εδώ και δεκαετίες παλεύει να αποκτήσει την τεχνογνωσία και τα υλικά για να κατασκευάσει τη βόμβα. Πράγματα που προφανώς λείπουν και από την Ουκρανία.
Ευρύτερα, οι ειδικοί φοβούνται ότι η τρέχουσα κρίση θα μπορούσε να μετατρέψει την Ουκρανία από πρότυπο αποπυρηνικοποίησης σε παράδειγμα προς αποφυγή και να κάνει τους Ιρανούς και τους Σαουδάραβες – μεταξύ πολλών ακόμη – να επιμείνουν στα πυρηνικά τους προγράμματα.
«Αν δεν επιτευχθεί διπλωματική επίλυση του προβλήματος, θα ενισχυθεί η εντύπωση ότι τα κράτη με πυρηνικό εξοπλισμό είναι σε θέση να εκφοβίζουν εκείνα που δεν τον διαθέτουν» και επομένως να «μειώσει τα κίνητρα» της αποπυρηνικοποίησης, σημειώνει στους Times ο Ντάριλ Κίμπαλ, εκτελεστικός διευθυντής της Ένωσης Ελέγχου Εξοπλισμών στην Ουάσινγκτον.
Ο Πάιφερ επαναλαμβάνει τα όσα είχε δηλώσει σε ανάλυση του 2019: Το υψηλό κόστος της ανάκτησης πυρηνικού εξοπλισμού, θα έφερνε τελικά την Ουκρανία στη δυσάρεστη θέση να αντιμετωπίζει μόνη της τη Ρωσία.
«Πολλές χώρες υποστηρίζουν την Ουκρανία», δήλωσε για τη σημερινή κρίση. Αν το κράτος στρεφόταν στα πυρηνικά «αυτή η υποστήριξη γρήγορα θα εξαφανιζόταν».