Η συνάντηση Βλαντιμίρ Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ σηματοδοτεί ένα βήμα ακόμη μεγαλύτερης προσέγγισης Ρωσίας και Κίνας και σαφές μήνυμα προς το ΝΑΤΟ
Ήδη από την εποχή της επίσκεψης του Προέδρου Νίξον στο Πεκίνο και της συνάντησής του με τον Μάο Τσε Τουνγκ, η αμερικανική εξωτερική πολιτική, που πάντοτε έφερε βαρέως ότι οι κομμουνιστές νίκησαν τον Τσανγκ Κάι Σεκ και τους εθνικιστές και έτσι η Κίνα πέρασε στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, επεδίωξαν να υπάρχει πάντα μια σφήνα ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα.
Γι’ αυτό τον λόγο και οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν το Σινοσοβιετικό ρήγμα της δεκαετίας του 1960 τότε που ο Μάο κατηγορούσε τη σοβιετική ηγεσία για «ρεβιζιονισμό» και «καπιταλιστικό δρόμο», ενώ είδαν με καλό μάτι και όλη την πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού υπό την ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος στην Κίνα, με αποκορύφωμα την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου.
Όμως, τα τελευταία χρόνια τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η Κίνα αντιμετωπίζεται πλέον ως ο μεγάλος ανταγωνιστής των ΗΠΑ (άλλωστε είναι πλέον η δεύτερη οικονομία του πλανήτη) και στο οικονομικό επίπεδο και σταδιακά και στο στρατιωτικό, έστω και εάν οι ΗΠΑ αποφεύγουν ακόμη να χρησιμοποιήσουν πιο εχθρικούς χαρακτηρισμούς. Αυτό αποτυπώνεται τόσο στην οικονομία, με τον «εμπορικό πόλεμο» επί Τραμπ, τη στοχοποίηση Κινεζικών εταιρειών όπως η Huawei για να μείνουν εκτός της κούρσας για τις υποδομές 5G, την προσπάθεια να αποκλειστούν κινεζικές εταιρείες από ημιαγωγούς τελευταίας γενιάς, όσο όμως σε πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη συμφωνία AUKUS με τη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστραλία για την αναβαθμισμένη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ έχουν αναγορεύσει ξανά τη Ρωσία σε μια νέα απειλή, την κατηγορούν για επιθετικότητα γύρω από την Ουκρανία, έχουν απειλήσει με πολύ σκληρές κυρώσεις σε περίπτωση ρωσικής εισβολής και ολοένα και περισσότερο κινητοποιούν το ΝΑΤΟ σε μια κατεύθυνση «απάντησης στη ρωσική επιθετικότητα», με αποκορύφωμα την τρέχουσα κρίση γύρω από την Ουκρανία.
Το φόντο της ευρασιατικής σύγκλισης
Την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την Κίνα ως αντίπαλο και τη Ρωσία ως απειλή, είναι σε εξέλιξη μια διαδικασία «ευρασιατικής σύγκλισης», δηλαδή μιας ευρύτερης σύγκλισης που αφορά την πολιτική αλλά και την οικονομία και περιλαμβάνει τόσο τη Ρωσία και την Κίνα όσο και δυνητικά άλλες χώρες, ξεκινώντας από την αναβαθμισμένη σχέση και των δύο χωρών με το Ιράν.
Παρότι Ρωσία και Κίνα έχουν μια μακρά ιστορία καχυποψίας και εν μέρει διαφορετικές προσεγγίσεις, κάτι που φαίνεται και στον διαφορετικό τρόπο που τα προηγούμενα χρόνια είδαν διαδικασίες «περιφερειακής ολοκλήρωσης» σε μια ευρύτερη περιοχή (όπως αποτυπώθηκε στη διαφορά ανάμεσα στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση που κυρίως προώθησε η Μόσχα και τη στρατηγική «Μία ζώνη – ένας δρόμος» που προώθησε η Κίνα), εντούτοις το τελευταίο διάστημα κατατείνουν σε μια ολοένα και μεγαλύτερη σύγκλιση.
Το υπόβαθρο αυτή της σύγκλισης βρίσκεται στα στρατηγικά πλεονεκτήματα που δυνητικά έχει μια τέτοια σύγκλιση, καθώς θα σηματοδοτεί το συνδυασμό ανάμεσα στην ιδιαίτερη στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας (της μόνης χώρας πέραν των ΗΠΑ που μπορεί να θεωρηθεί «υπερδύναμη») με το οικονομικό μέγεθος της Κίνας.
Αυτό παραπέμπει δυνητικά σε μια σύγκλιση που θα μπορεί να λειτουργεί ταυτόχρονα ως εναλλακτικός και ανταγωνιστικός πολιτικοστρατιωτικός πόλος, αλλά και ως δυνάμει ανταγωνιστικός οικονομικός χώρος. Δεν είναι τυχαίες οι συνεννοήσεις για διαμόρφωση συστήματος συναλλαγών εναλλακτικού προς το SWIFT κάτι που εκτός των άλλων θα διευκόλυνε και μια «αποδολαριοποίηση» των οικονομικών συναλλαγών σε περίπτωση κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας.
Και βέβαια μια σειρά από εξελίξεις σε μια ευρύτερη περιοχή, όπως είναι η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, η σταδιακή αποσύνδεση από τη Μέση Ανατολή, η ανθεκτικότητα του Ιράν, η διάθεση διαφόρων χωρών να δουν μορφές οικονομικής (και όχι μόνο συνεργασίας), η ίδια η δυναμική των συναλλαγών στις μη δυτικές περιοχές, όλα αυτά εξηγούν γιατί αυτή η σύγκλιση αποκτά αναβαθμισμένη σημασία και μια ορισμένη «στρατηγική βιωσιμότητα».
Η ουκρανική κρίση ως καταλύτης
Όμως, ρόλο καταλύτη σε αυτή τη σύγκλιση δείχνει να παίζει και ο τρόπος που αυτή τη στιγμή η Δύση γίνεται πιο επιθετική απέναντι στη Ρωσία, με κλιμάκωση της πίεσης, κινητοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων, επικοινωνιακό πόλεμο και απειλές για μεγάλες κυρώσεις.
Για μια Κίνα στην οποία υπάρχει πάντα ανοιχτό και το ζήτημα της Ταϊβάν η εξέλιξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτική σηματοδοτεί μια βασική παράμετρο ανησυχίας, καθώς είναι προφανές ότι η κινεζική ηγεσία θεωρεί ότι όλα αυτά αποτελούν και προαναγγελία του τρόπου που θα αντιμετωπιστεί και η Κίνα στο μέλλον.
Η στοχοποίηση των «αυταρχικών κυβερνήσεων»
Άλλωστε, ήδη η αμερικανική και ευρύτερα «δυτική» ρητορική έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει την Κίνα και τη Ρωσία από κοινού στο πλαίσιο της αντίληψης ότι η διαχωριστική γραμμή στον κόσμο σήμερα είναι ανάμεσα στις «δημοκρατίες» και τα αυταρχικά κράτη ή τα κράτη που κυβερνώνται από αυταρχικούς ηγέτης (εξ ου και η τρέχουσα απήχηση της λέξης autocrat).
Αυτό, επίσης, έχει μια σημασία για την Κίνα που βλέπει να βρίσκεται στο στόχαστρο σε σχέση με το πώς μεταχειρίζεται τη μειονότητα των Ουιγούρων – σε ορισμένες περιπτώσεις με τρόπο που αγγίζει και την οικονομία, π.χ. όταν τίθεται θέμα κυρώσεων σε εταιρείες επειδή κατηγορούνται ότι απασχολούν εξαναγκαστική εργασία.
Αυτή η προσπάθεια να ιδεολογικοποιηθεί κατά κάποιον τρόπο μια νέα διαχωριστική γραμμή μέσα στο παγκόσμιο σύστημα, επίσης ερμηνεύεται από τόσο από την Κίνα όσο και από τη Ρωσία ως μιας ακόμη επιθετική μεθόδευση από τη μεριά των ΗΠΑ και της Δύσης.
Η σύγκλιση Ρωσίας και Κίνας σε ζητήματα γεωπολιτικής ισορροπίας
Όλα αυτά αποτυπώνονται και σε μια σύγκλιση ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα στο πώς αντιμετωπίζουν το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πολιτική.
Η σύγκλιση αυτή δεν ήταν αυτονόητη, καθώς η Ρωσία και η Κίνα έχουν διαφορετικές παραδόσεις, με την μεν Ρωσία να είναι πιο κοντά σε μια αντίληψη συλλογικής ασφάλειας στη βάση κανόνων που έρχεται και από την εποχή της ΕΣΣΔ και την Κίνα – με την ισχυρή εθνική ταυτότητα – κυρίως να ζητά μη επέμβαση στο εσωτερικό της και υπεράσπιση με κάθε τρόπο των θεμελιωδών συμφερόντων της (π.χ. στη Νότια Σινική Θάλασσα).
Ωστόσο, στην περίοδο που διανύουμε είναι σαφές ότι έχουμε μια σύγκλιση. Και οι δύο χώρες υποστηρίζουν μια αντίληψη του διεθνούς συστήματος όπου υπάρχουν όρια ως προς την παρέμβαση στο εσωτερικό κρατών, ή την επίκληση εσωτερικών διεργασιών για επεμβάσεις ή κυρώσεις, όπου υπάρχει σεβασμός σε ζώνες επιρροής και αποφυγή δημιουργίας «υγειονομικών ζωνών», όπου υπάρχει αμοιβαία αποφυγή επιθετικών κινήσεων.
Αυτό εξηγεί γιατί αυτή τη στιγμή που η Ρωσία έχει ανοίξει μια συνολικότερη συζήτηση με τις ΗΠΑ για την «αρχή της αδιαίρετης ασφάλειας» και ζητά μια επιστροφή στις αρχές που φάνηκε να συνομολογούνται στη δεκαετία του 1990, όπως ήταν η αποφυγή επιθετικών ενεργειών συμπεριλαμβανομένης της μη επέκτασης συμμαχιών όπως το ΝΑΤΟ ή η αποφυγή της ανάπτυξης επιθετικών οπλικών συστημάτων (όπως οι αντιβαλλιστικοί πύραυλοι – που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι όπλα σε λογική «πρώτου χτυπήματος»), η Κίνα έχει τη διάθεση να συμπορευτεί σε ένα πλαίσιο κοινών θέσεων με τη Ρωσία.
Η σημασία της συνάντησης Πούτιν και Σι
Σε αυτό το φόντο πρέπει να δούμε και τη σημασία της συνάντησης του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Σι Τζινπίνγκ με αφορμή την έναρξη των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων. Η συνάντηση δεν περιορίστηκε στη συζήτηση των τρεχουσών εξελίξεων αλλά περιέλαβε και οικονομικές συμφωνίες όπως αυτή ανάμεσα στη Ρωσική Gazprom και την κινεζική CNPC που αφορούσε την παροχή δέκα δισεκατομμυρίων κυβικών φυσικού αερίου το χρόνο για 25 χρόνια.
Όμως, το πιο βασικό αποτέλεσμα ήταν το κοινό ανακοινωθέν, που δεν είναι μια απλή ανακοίνωση Τύπου αλλά ένα κείμενο 5.000 λέξεων που προσπαθεί να διατυπώσει μια συνολικά τοποθέτηση απέναντι στις δυτικές κινήσεις και αξιώσεις.
Μια προγραμματική τοποθέτηση για τον σύγχρονο κόσμο
Ο ίδιος ο τίτλος, που θυμίζει ανάλογες κινεζικές διακηρύξεις, είναι χαρακτηριστικός «Κοινή Δήλωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας για τις Διεθνείς σχέσεις που μπαίνουν σε μια νέα εποχή και την παγκόσμια βιώσιμη ανάπτυξη». Το ίδιο το κείμενο μοιάζει σαν έναν συνδυασμό της στρατηγικής της «κοινής ευημερίας» της Κίνας με την αντίληψη της Ρωσίας για την ύπαρξη κανόνων στις διεθνείς σχέσεις.
Οι δύο χώρες απορρίπτουν τη χρήση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως ζητημάτων για άσκηση πίεση σε άλλες χώρες. Υποστηρίζουν τη συνεργασία ανάμεσα στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση και την πρωτοβουλία «Μία ζώνη – ένας δρόμος», την κοινή δράση για την πανδημία και για την κλιματική αλλαγή.
Ως προς τα στρατηγικά ζητήματα τα πράγματα είναι ακόμη πιο σαφή: η Ρωσία υποστηρίζει τη θέση της «μίας Κίνας» ως προς το θέμα της Ταϊβάν, η Κίνα στηρίζει τη ρωσική θέση για μη επέκταση του ΝΑΤΟ, ενώ οι δύο χώρες ρητά αρνούνται τις επεμβάσεις στα εσωτερικά κυρίαρχων κρατών και τις λεγόμενες «χρωματιστές επαναστάσεις». Καλούν το ΝΑΤΟ να εγκαταλείψει την προσέγγιση τύπου Ψυχρού Πολέμου και διατυπώνουν ανησυχία για την πολιτική των ΗΠΑ στον Ινδοειρηνικό, με ειδική αναφορά στην τριμερή αμυντική συνεργασία Αυστραλίας, ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας, ενώ επικρίνουν την αποχώρηση των ΗΠΑ από τις συμφωνίες για τους πυραύλους μέσου και μικρού βεληνεκούς και συνολικά από κρίσιμες συμφωνίες για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων.
Σε μια χαρακτηριστική διατύπωση της στρατηγική σύγκλισης η ρωσική πλευρά υπογράμμισε τη σημασία της κινεζικής πρότασης για μια «κοινότητα κοινού πεπρωμένου για την ανθρωπότητα», ενώ η Κίνα υπογράμμισε τη σημασία της ρωσικής προσπάθειας για η διαμόρφωση ενός πολυπολικού κόσμου. Παράλληλα, επανέλαβαν τη στήριξή τους στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (αντί για τις μονομερείς προσεγγίσεις και τον προστατευτισμό), στο μηχανισμό των G20 στη διεργασία των BRICS, όπως και του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης. Δεν παρέλειψαν να πουν ότι τους ενδιαφέρει να συνεχίσουν και τη συνεργασία στο σχήμα «Ρωσία – Ινδία – Κίνα», επίσης ένα σαφές μήνυμα προς τη Δύση, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι οι ΗΠΑ καιρό τώρα προσπαθούν να προσεταιριστούν την Ινδία.
Όλα αυτά παραπέμπουν στο ότι αυτή τη στιγμή είναι σε εξέλιξη διεργασίες διαίρεσης αλλά και σύγκλισης στο διεθνές τοπίο που υπερβαίνουν απλώς τη φόρτιση της μίας ή της άλλης «εστίας έντασης» και παραπέμπουν σε συνολικότερες τάσεις αλλά και στη διαμόρφωση συνολικότερων συσχετισμών που με τη σειρά τους καλούν τους επιμέρους σχηματισμούς και τις κυβερνήσεις να επανεκτιμήσουν.