Καζακστάν – στην κόψη του ξυραφιού εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων και διεθνών ανταγωνισμών

Καζακστάν – στην κόψη του ξυραφιού εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων και διεθνών ανταγωνισμών

Η συνεχιζόμενη πολιτική κρίση και αναταραχή στο Καζακστάν αποτυπώνει τη δυναμική τόσο των εσωτερικών συγκρούσεων όσο και των διεθνών ανταγωνισμών σε μια κρίσιμη περιοχή.

Μέχρι πρότινος το Καζακστάν φάνταζε εν μέρει ως μια μεγάλη όαση σταθερότητας στο τοπίο της Κεντρικής Ασίας. Η μεγαλύτερη από τις κεντρασιατικές μετασοβιετικές δημοκρατίες, με έκταση που αναλογεί σε πάνω από το ένα τέταρτο της Ευρώπης, με πλούσιο υπέδαφος και ακριβώς πάνω στις μεγάλες στρατηγικές και εμπορικές διαδρομές της Κεντρικής Ασίας, μπορεί να είχε σε διάφορες στιγμές ισχυρά κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας, όμως δεν είναι τις μεγάλες συγκρούσεις και ανατροπές π.χ. του γειτονικού Κιργιστάν, είχε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από τις άλλες κεντρασιατικές δημοκρατίες, δεν είχε ισχυρά ριζοσπαστικά ισλαμικά κινήματα και είχε και τους μικρότερους ρυθμούς μετανάστευσης προς τη Ρωσία.

Παρά την ισχυρή ιστορικά ταυτότητα, που ανάγεται στο Χανάτο του Καζακστάν, εντούτοις για μεγάλο μέρος ήταν ενταγμένη στην Ρωσική Αυτοκρατορία, ενώ και επί της ΕΣΣΔ η παρουσία και άλλων εθνοτήτων ενισχύθηκε (για να υποχωρήσει στα πρώτα μετασοβιετικά χρόνια). Άλλωστε, και στην περίπτωση του Καζακστάν, η επιλογή της ανεξαρτησίας είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ διαλύθηκε, οπότε τέθηκε το ζήτημα του μέλλοντος των χωρών αυτών.

Προφανώς και δύσκολα μπορούσε να θεωρηθεί «χώρα υπόδειγμα». Ο τρόπος που έγινε η «μετάβαση» και το γεγονός ότι η όποια εισαγωγή της «οικονομίας της αγοράς», σε μεγάλο βαθμό μέσα από την ιδιωτικοποίηση κρίσιμων πλουτοπαραγωγικών πηγών, δεν συνοδεύτηκε από μια προσπάθεια για ισότιμη διανομή των πόρων, είχε ως αποτέλεσμα την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Επιπλέον, η μετάβαση στην «οικονομία της αγοράς» δεν σήμαινε και παράλληλη προσπάθεια για πραγματικό εκδημοκατισμό. Αντίθετα, σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό που είχαμε ήταν ότι η παλιά γραφειοκρατική δομή της σοβιετικής εποχής – που ήδη στη δεκαετία του 1970 αντιμετωπιζόταν στις περιφερειακές δημοκρατίες ως εκτροφείο διαφθοράς και νεοποτισμού – να αναπαράγεται στις νέες αυταρχικές ηγεσίες που διαμορφώθηκαν, συχνά υπό το «στιβαρό χέρι» στελεχών του προηγούμενου καθεστώτος όπως ο Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ. 

Η στρατηγική σημασία του Καζακστάν

Το Καζακστάν έχει μια ιδιαίτερη στρατηγική θέση και αυτό εξηγεί και γιατί όλες οι γειτονικές χώρες ενδιαφέρονται τόσο πολύ για τη σταθερότητά του. Για τη Ρωσία, που έχει ένα σύνορο σχεδόν 8.000 χιλιομέτρων μαζί του, το Καζακστάν είναι ουσιαστικά τμήμα του μηχανισμού ασφαλείας της. Πέραν των στενών πολιτικών και οικονομικών δεσμών, που ενισχύονται από τον μεγάλο αριθμό ρωσικής καταγωγής πολιτών του Καζακστάν, στο Καζακστάν υπάρχει σημαντικός αριθμός ρωσικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων και φυσικά το Κοσμοδόμιο του Μπαϊκονούρ, που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το ρωσικό διαστημικό πρόγραμμα.

Στο υποθετικό σενάριο μιας μεγάλης πολιτικής ανατροπής στο Καζακστάν, η Ρωσία θα χρειαζόταν να κάνει μια συνολική αναθεώρηση του αμυντικού σχεδιασμού της στην Κεντρική Ασία και βεβαίως για την ίδια θα αποτελούσε ένα μεγάλο πισωγύρισμα.

Το Καζακστάν είναι επίσης σημαντικό για την Κίνα. Η χώρα συνορεύει με τις περιοχές όπου κατοικεί η μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων και η Κίνα ενδιαφέρεται ιδιαίτερα στο να μην ενισχύονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ισλαμιστικές φωνές κοντά σε αυτές τις περιοχές. Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη με το ότι στο Καζακστάν γενικά δεν αναπτύσσονταν φωνές «ριζοσπαστικού Ισλάμ».

Και βέβαια το Καζακστάν είναι εκ της θέσης και της έκτασής του βασικός κόμβος οποιασδήποτε προσπάθειας για «ευρασιατική ολοκλήρωση» (για την ιστορία ο Ναζαρμπάγιεφ υπήρξε κατεξοχήν θιασώτης αυτής της ιδέας). Αυτό εξηγεί γιατί το Καζακστάν είναι ένας κρίσιμος κόμβος στη κινεζική στρατηγική «Μία ζώνη – ένας δρόμος». Άλλωστε, από το έδαφός του μπορούν να περάσουν σημαντικό μέρος των νέων «δρόμων του μεταξιού». 

Η κοινωνική αναταραχή και η κλιμάκωση της σύγκρουσης

Όλα δείχνουν ότι η αφετηρία των συγκρούσεων ήταν όντως η μεγάλη αύξηση των τιμών του υγραερίου που είναι ένα πολύ δημοφιλές καύσιμο στο Καζακστάν, όχι μόνο για τη θέρμανση αλλά για την κίνηση των οχημάτων, σε πάρα πολλά από τα οποία είχε γίνει η σχετική μετατροπή των κινητήρων. Αυτό βιώθηκε ως μια μεγάλη επιδείνωση της κοινωνικής συνθήκης και προκάλεσε αντιδράσεις.

Ούτως ή άλλως, το Καζακστάν έχει μια ιστορία μεγάλων κοινωνικών κινημάτων, ιδίως στις δυτικές περιοχές, όπου και η εξορυκτική-πετρλαϊκή βιομηχανία και όπου υπάρχει και μια παράδοση μεγάλων εργατικών απεργιών και δη σκληρών και αποφασιστικών

Και βέβαια παρά την εικόνα «γενικής ευημερίας» που κατά καιρούς παρουσιάζεται για το Καζακστάν (και η οποία διακυβεύεται όποτε υπάρχει σημαντική υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου), υπάρχει μεγάλη κοινωνική ανισότητα.

Αυτό αποτυπώνει και το γεγονός ότι ο ορυκτός πλούτος της χώρας στη μετακομμουνιστική περίοδο ιδιωτικοποιήθηκε και σε μεγάλο βαθμό ελέγχεται και από ξένες επιχειρήσεις.

Αυτό διαμόρφωσε μια ολιγαρχία του πλούτου, συνδεδεμένη με το καθεστώς, αλλά άφησε και αρκετά στρώματα να αντιμετωπίζουν συνθήκη φτώχειας.

Η ανεργία, που ενισχύθηκε και από την αποδιάρθρωση της λοιπής, μη εξορυκτικής, βιομηχανίας διαμόρφωσε ιδίως στα περίχωρα πόλεων όπως το Αλμάτυ, αρκετά μαζικά στρώματα, που αντιμετώπιζαν έντονη φτώχεια και ανεργία και συχνά είχαν και πιο «λούμπεν» χαρακτηριστικά.

Στη δυσαρέσκεια από την κοινωνική ανισότητα, προστίθεται και η διάχυτη δυσαρέσκεια απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα, που είναι επί της ουσίας μονοκομματικό (μάλιστα το 2015 έθεσε εκτός νόμου και το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ υπήρχε και μια τάση σχετικής διαγραφής του «σοβιετικού» παρελθόντος) και που οι όποιες αποχρώσεις αφορούν περισσότερο τις διαμάχες φατριών για την εξουσία. Στη χώρα δεν υπάρχει πλέον μια συγκροτημένη πολιτικά αντιπολίτευση, οι δυνάμεις της αριστεράς (που έχουν δηλώσει υποστήριξη στις κινητοποιήσεις) είναι σχετικά μικρές και οι διάφορες ΜΚΟ δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν υποκατάστατο της «κοινωνίας των πολιτών».

Το προηγούμενο κύμα δυσαρέσκειας το 2019 ήταν αυτό που οδήγησε τον Τοκάγιεφ στην προεδρία και την παραίτηση από αυτό το αξίωμα του Ναζαρμπάγιεφ (που όμως φαίνεται ότι διατήρησε σημαντική πραγματική εξουσία), όμως φαίνεται ότι η δυσαρέσκεια παρέμεινε, όπως φαίνεται και από τα συνθήματα κατά του «γέρου» Ναζαραμπάγιεφ.

Ωστόσο, αυτό που έχει ενδιαφέρον στις τρέχουσες κινητοποιήσεις στο Καζακστάν είναι ο τρόπος που καταγράφηκε μια πολύ γρήγορη κλιμάκωση των κινητοποιήσεων προς τη χρήση βίας (με χρήση όπλων που είτε αποσπάστηκαν από μέλη των σωμάτων ασφαλείας είτε βρέθηκαν με άλλο τρόπο και πυρπολήσεις δημοσίων κτιρίων) και μάλιστα παρά τις προσπάθειες της πλευράς Τοκάγιεφ να ικανοποιήσει τα άμεσα αιτήματα για το ενεργειακό κόστος, να παραιτήσει την κυβέρνηση και να αφαιρέσει από τον Ναζαρμπάγιεφ τις αρμοδιότητες που του είχαν απομείνει. 

Η στάση της Ρωσίας

Η Ρωσία παρότι έχει μεγάλη στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή και ειδικά στο Καζακστάν, μέχρι τώρα είχε αποφύγει την παρέμβαση σε εξελίξεις που έχουν να κάνουν με τις εσωτερικές πολιτικές δυναμικές.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή από νωρίς έγινε σαφές ότι το μεγάλο άγχος της Ρωσίας είναι εάν έχει να κάνει με μια εκδοχή «πορτοκαλί επανάστασης», δηλαδή μια κινητοποίηση της «κοινωνίας των πολιτών» που θα χειραγωγείτο, κατά τη ρωσική οπτική, από όσους θα ήθελαν μια αλλαγή γεωπολιτικών συσχετισμών μέσα από μια «αλλαγή καθεστώτος» στο Καζακστάν.

Σε αυτό το άγχος συνέτειναν διάφορες παράμετροι: η απότομη κλιμάκωσης της βίας (που στη Ρωσία γεννά αναμνήσεις από το «Μαϊντάν» στην Ουκρανία και την αντίστοιχη αλλαγή χαρακτήρα των κινητοποιήσεων), το γεγονός ότι άρχισαν να κυκλοφορούν «κατάλογοι αιτημάτων» των διαδηλωτών που περιλάμβαναν και τη ρήξη με τη Ρωσία, η χρονική σύμπτωση με την ουκρανική κρίση και τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για ζητήματα συλλογικής ασφάλειας (όπου εύλογα κανείς θα έβλεπε το έδαφος για έναν «αντιπερισπασμό» που θα αύξαινε την πίεση προς τη Ρωσία), οι μορφές συντονισμού των κινητοποιήσεων σε συνδυασμό με την παρουσία ικανού αριθμού ΜΚΟ στη χώρα.

Βεβαίως την ίδια στιγμή το Καζακστάν έχει αρκετές ιδιαιτερότητες. Η χώρα δεν έχει κάποιον συγκροτημένο αντίπαλο πόλο εξουσίας ούτε αναδείχτηκε κάποιος μέσα από τις κινητοποιήσεις. Αντίθετα, η δυσαρέσκεια δεν έχει συγκροτημένη πολιτική ραχοκοκαλιά.

Φιγούρες όπως ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι (και καταζητούμενος για μεγάλης κλίμακας οικονομικές απάτες) Μουχτάρ Αμπλιάζοφ δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ότι εκπροσωπούν κάτι στο εσωτερικό της χώρας.

Ακόμη και τα πιο επιθετικά αμερικανικά think tank μπορεί να υπογράμμιζαν τη μεγάλη στρατηγική σημασία που έχει για τις ΗΠΑ και τη Δύση η αλλαγή συσχετισμού στην Κεντρική Ασία, όμως δεν έφταναν μέχρι του σημείου των προτάσεων για «αλλαγή καθεστώτος» στο Καζακστάν, περιοριζόμενα απλώς στην έμφαση στην αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων της Δύσης με το Καζακστάν.

Βεβαίως, την ίδια στιγμή δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι η Τουρκία προσπαθεί να αποκτήσει επιρροή σε αυτή την περιοχή, κυρίως μέσα από την λογική του «παντουρκισμού» και της ανάγκης συνεργασίας των τουρκογενών λαών, αν και στη συγκεκριμένη κρίση ο Ερντογάν έσπευσε να δηλώσει υποστήριξη στον Τοκάγιεφ και την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν.

Εσωτερικές διαιρέσεις στο καθεστώς;

Η ηγεσία του Καζακστάν και ο ίδιος ο Τοκάγιεφ υπογράμμισαν την παρουσία «ξένων τρομοκρατών» στα γεγονότα, στοιχείο απαραίτητο για να μπορεί να δικαιολογηθεί η συνδρομή του Οργανισμού της Συνθήκης της Συλλογικής Ασφάλειας. Ωστόσο, δεν διευκρίνισαν ποια μπορεί να είναι τα ξένα κέντρα που μπορεί να ενεπλάκησαν σε αυτήν την υπόθεση.

Από αυτή την άποψη, έχουν ενδιαφέρον οι αναφορές ότι στον τρόπο που κλιμακώθηκαν οι κινητοποιήσεις, πέρα από την αδιαμφισβήτητη διάχυτη και εκτεταμένη κοινωνική δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία, πιθανώς να έπαιξαν ρόλο και εσωτερικές διαιρέσεις στο ίδιο το καθεστώς και κυρίως φατρίες ή κέντρα προσκείμενα στον Ναζαρμπάγιεφ, ιδίως σε σχέση με την «ένοπλη» διάσταση των γεγονότων.

Ο ίδιος ο Τοκάγιεφ στο διάγγελμά του μίλησε για τα προβλήματα στην αντίδραση των σωμάτων ασφαλείας, στην ύπαρξη ενός σαφούς σχεδίου στη δράση των «τρομοκρατών» και στην ύπαρξη ενός ενιαίου «κέντρου διοίκησης». 

Η επέμβαση του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας

Σε αυτό το φόντο ενεργοποιήθηκαν οι προβλέψεις του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας, δηλαδή του μηχανισμού συλλογικής ασφάλειας στον οποίο συμμετέχουν η Ρωσία, το Καζακστάν, η Κιργιζία, η Λευκορωσία και το Τατζικιστάν.

Το αίτημα διατυπώθηκε επίσημα από την κυβέρνηση του Καζακστάν, που αναφερόταν και σε δράση ξένων στοιχείων (μέχρι τώρα η πρόβλεψη αμυντικής υποστήριξης δεν είχε ενεργοποιηθεί σε περιπτώσεις αμιγών εσωτερικών διενέξεων) και υπήρξε άμεση θετική ανταπόκριση.

Αυτό αποτυπώνει και την ευρύτερη ανησυχία και στις υπόλοιπες χώρες που συμμετέχουν στη Συνθήκη για τυχόν επέκταση τέτοιων φαινομένων. Η υποστήριξη ουσιαστικά και από την Τουρκία και από την Κίνα, επιτείνει την αίσθηση ότι ένα φάσμα δυνάμεων αυτή τη φάση πρωτίστως δεν θα ήθελε να δει αποσταθεροποίηση στο Καζακστάν.

Σε αυτό το φόντο φαίνεται πώς οι δυνάμεις που ήρθαν, κυρίως ρωσικές και λευκορωσικές αλλά και από την Αρμενία και την Κιργιζία, υπό την ηγεσία του Αντρέι Σερντιούκοφ, επικεφαλής των ρωσικών αερομεταφερόμενων δυνάμεων και με προϋπηρεσία στη διοίκηση της ένοπλης παρουσίας της Ρωσία στην Κριμαία και τη Συρία, μαζί με τις ένοπλες δυνάμεις του Καζακστάν είναι να ανακτήσουν τον έλεγχο των δημοσίων κτιρίων και εγκαταστάσεων, ξεκινώντας από τον έλεγχο του αεροδρομίου στο Αλμάτυ και στη συνέχεια η αντιμετώπιση και όπου χρειαστεί εξουδετέρωση των ενόπλων.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ