Η απόφαση για αναστολή εργασίας - ακόμη και για πιθανή απόλυση - όσων υγειονομικών δεν εμβολιαστούν και, πλέον, ακόμη και η πιθανότητα της απόλυσής τους, έφερε στην επιφάνεια τα προβληματικά σημεία του κυβερνητικού χειρισμού απέναντι σε αυτό τον ευαίσθητο κλάδο εργαζομένων.
Το χειροκρότημα στους γιατρούς και νοσηλευτές, που έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν τη μάχη με τον κοροναϊό, οι οποίοι ταυτόχρονα έγιναν η μόνη «οικογένεια» για τους νοσούντες συνανθρώπους μας, αναδείχθηκε σε παγκόσμιο φαινόμενο και όχι αδίκως.
Η εξάπλωση της πανδημίας του κοροναϊού και τα απανωτά κύματα των μεταλλάξεων, ιδιαίτερα της Δέλτα που γέμισε τα νοσοκομεία και τα έφθασε στα όριά τους, έκανε απαραίτητη – σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβέρνησης – την επίταξη γιατρών από τον ιδιωτικό τομέα, παρά το γεγονός ότι τόσο ο ιατρικός κλάδος, όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, επέμεναν ότι δεν θα λύσει το πρόβλημα και ότι αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερες προσλήψεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Κάποια στιγμή, άρχισε να γίνεται παγκόσμια συζήτηση για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, ειδικά στους υγειονομικούς, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης με την πανδημία. Το σκεπτικό πίσω από αυτή τη συζήτηση, που σύντομα έγινε απόφαση από πολλές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, ήταν λογικό: δεν μπορεί να έρχονται σε επαφή με ασθενείς κοροναϊού μέσα στα νοσοκομεία ανεμβολίαστοι γιατροί και νοσηλευτές, με κίνδυνο τη ζωή και των δύο πλευρών.
Ωστόσο, η απόφαση για αναστολή εργασίας όσων υγειονομικών δεν εμβολιαστούν και, πλέον, ακόμη και η πιθανότητα της απόλυσής τους, έφερε στην επιφάνεια τα προβληματικά σημεία του κυβερνητικού χειρισμού απέναντι σε αυτό τον ευαίσθητο κλάδο εργαζομένων.
Για παράδειγμα, όταν δεν υπήρχαν ακόμη τα εμβόλια, οι υγειονομικοί έρχονταν σε επαφή με απλούς ασθενείς κοροναϊού και διασωληνωμένους στις εντατικές, με κίνδυνο τη δική τους ζωή, κυρίως. Σαφώς, το γεγονός ότι αποκτήσαμε το βασικότερο «εργαλείο» κατά της πανδημίας, που είναι τα εμβόλια, άλλαξε άρδην το τοπίο, με την συντριπτική πλειονότητα των ασθενών να είναι ανεμβολίαστοι.
Με την ίδια λογική, όμως, που προσπαθούμε να πείσουμε τους συνανθρώπους μας να εμβολιαστούν για να μην κινδυνεύσει η ζωή τους, δεν θα έπρεπε να υπάρξει μία εκστρατεία πειθούς και για τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς, αντί της απομάκρυνσης από τη δουλειά τους ή και της πιθανής απόλυσης;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που θέτουν, πρωτίστως, άνθρωποι της ιατρικής κοινότητας. Και δεν τέθηκε μόνο από συναδελφική αλληλεγγύη, αλλά και επειδή το σύστημα υγείας βρίσκεται για μία ακόμη φορά στα όριά του, λόγω του επικίνδυνου συνδυασμού των παραλλαγών Δέλτα και Όμικρον, ενώ την ίδια στιγμή η αποτελεσματικότητα του μέτρου της επίταξης ιδιωτών γιατρών – που αρχίζει από την Δευτέρα 10 Ιανουαρίου, οπότε αναμένεται να αρχίσουν να αποστέλλονται τα πρώτα φύλλα πορείας – αμφισβητείται έντονα.
Να θυμίσουμε ότι στις προηγούμενες επιτάξεις, ακόμα και οι ίδιοι οι ιδιώτες γιατροί – σε μεγάλο βαθμό – ανέφεραν ότι δεν έχουν την απαιτούμενη πείρα για να βοηθήσουν το «φορτωμένο» σύστημα…
Από την άλλη πλευρά, παρότι η νομοθετική ρύθμιση για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού των υγειονομικών αφορά και στον ιδιωτικό τομέα, ακόμη δεν έχουν αποφασιστεί ανάλογες κυρώσεις με αυτές του δημοσίου για τους ανεμβολίαστους.
Και ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης, καθώς και πολλά σωματεία εργαζομένων στα νοσοκομεία, κατηγορούν την κυβέρνηση ότι βασικός της στόχος είναι η «στροφή» της χώρας στον ιδιωτικό τομέα υγείας, οι αρμόδιοι επιμένουν πως έκαναν ό,τι μπορούσαν, τόσο στον τομέα των προσλήψεων, όσο και σε αυτόν της πειθούς.
Η αλήθεια σε «νούμερα»
Υπολογίζεται ότι περίπου 7.000 υγειονομικοί – γιατροί, νοσηλευτές, προσωπικό δημόσιων και δημοτικών δομών υγείας, μεταξύ των οποίων και των διαγνωστικών κέντρων, των κέντρων αποκατάστασης, κλινικών, νοσοκομείων δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, μονάδων νοσηλείας, ΕΚΑΒ και ΕΟΔΥ, ΚΑΠΗ και μονάδων ψυχικής υγείας – σε σύνολο περίπου 115.000, παραμένουν ανεμβολίαστοι.
Πρόκειται εμφανώς για μία μικρή μειοψηφία, η οποία, όμως, στην κρίσιμη φάση που διανύει το σύστημα Υγείας, με 2.500 υγειονομικούς σε καραντίνα επειδή νοσούν από κοροναϊό, εκ των οποίων περίπου 1.200 βρίσκονται στην Αττική, θα προσέφερε κρίσιμη βοήθεια στα «γονατισμένο» από την πανδημία νοσοκομεία, υποστηρίζουν συνδικαλιστές του χώρου, όπως η ΠΟΕΔΗΝ.
«Δεν έχει νόημα πια να στερείται το σύστημα από 7.000 υπαλλήλους που βρίσκονται σε αναστολή, μεταξύ αυτών 2.500 ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, την ώρα που εργάζονται εκατοντάδες συνάδελφοι με ενεργή νόσο κοροναϊού, λόγω των οδηγιών του ΕΟΔΥ για μείωση των ημερών καραντίνας», επισημαίνει η Ομοσπονδία.
Στη δικαιολογημένη ανησυχία όσων φοβούνται ότι οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί θα συμβάλλουν έτι περισσότερο στη διασπορά του ιού μέσα στα νοσοκομεία, βάζοντας σε κίνδυνο τόσο τους υγιείς συναδέλφους τους, όσο και τους ασθενείς, η άλλη πλευρά απαντά με δύο επιχειρήματα:
Πρώτον, οι υγειονομικοί όταν έρχονται σε επαφή με ασθενείς κοροναϊού δεν φορούν απλά μια μάσκα, αλλά ολόκληρη… «στολή εκστρατείας» και κάνουν συνεχώς διαγνωστικούς ελέγχους για να διαπιστώσουν ότι παραμένουν υγιείς.
Και δεύτερον, οι ανεμβολίαστοι εκπαιδευτικοί – που επίσης είναι λίγοι – οι οποίοι έρχονται σε επαφή με το πιο ευαίσθητο και πιο… ανεμβολίαστο κομμάτι του πληθυσμού, τα παιδιά, γιατί δεν «απειλήθηκαν» με αναστολή;
Εν κατακλείδι, ουδείς επιθυμεί να παραμείνει ανεμβολίαστο έστω και το παραμικρό κομμάτι υγειονομικών στο σύστημα υγείας. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι οι αρχές μοιάζει να εξάντλησαν την αυστηρότητά τους στον συγκεκριμένο κλάδο, την ώρα που ακόμα και για τους ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών – οι οποίοι από τις 16 Ιανουαρίου θα πρέπει να καταβάλλουν πρόστιμο 100 ευρώ μηνιαίως, για όσο καιρό παραμένουν ανεμβολίαστοι – ανοίχθηκε ένα «παράθυρο» παράτασης από τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών, Στέλιο Πέτσα.
Ειδικότερα, ο κ. Πέτσας, μιλώντας στο ΣΚΑΙ την Παρασκευή, είπε ότι έως τότε (σ.σ. 16 του μήνα) «έχουμε μέρες» και «όταν φτάσουμε στην ημέρα εκείνη, θα δούμε τι πρέπει να γίνει»…
ΠΟΕΔΗΝ: – Κίνδυνος από την ενδονοσοκομειακή διασπορά
Για κατάσταση που έχει ξεφύγει κάνει λόγο η ΠΟΕΔΗΝ, η οποία μιλά για υπερδιπλασιασμό των εισαγωγών, με τα νοσοκομεία να δέχονται αφόρητη πίεση.
Όπως αναφέρει η Ομοσπονδία, χρειάζεται επίταξη ολόκληρων ιδιωτικών κλινικών «χωρίς παζάρια», για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, ενώ ο ΕΟΔΥ πρέπει να αξιοποιήσει τους ιδιώτες γιατρούς στο να επιτηρούν την επιδημιολογική πορεία του ιού στην κοινότητα και να κάνουν δωρεάν τεστ στους πολίτες.
Η ανακοίνωση της ΠΟΕΔΗΝ – Επίταξη ιδιωτικού τομέα
Η επίταξη ιδιωτών γιατρών πρέπει να γίνει, προκειμένου ο ΕΟΔΥ να τους αξιοποιήσει στην παρακολούθηση περιστατικών κοροναϊού στη κοινότητα και να κάνουν τεστ δωρεάν στους πολίτες.
Θα πρέπει χωρίς παζάρια να γίνει επίταξη ολόκληρων κλινικών του ιδιωτικού τομέα για να εφημερεύουν εξίσου με τα νοσοκομεία, να εξετάζουν έκτακτα περιστατικά και να εισάγουν περιστατικά κοροναϊού για νοσηλεία, όχι μόνο σε απλές κλίνες, αλλά και σε ΜΕΘ.
Μέχρι τώρα δέχονται περιστατικά κοροναϊού για αποκατάσταση, αφού πρώτα σταθεροποιούνται στα νοσοκομεία. Εάν γίνει το ίδιο είναι κοροϊδία.
Δεν έχει νόημα πια να στερείται το σύστημα από 7.000 υπαλλήλους που βρίσκονται σε αναστολή, μεταξύ αυτών 2.500 ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, την ώρα που εργάζονται εκατοντάδες συνάδελφοι με ενεργή νόσο κοροναϊού, λόγω των οδηγιών του ΕΟΔΥ για μείωση των ημερών καραντίνας.
«Μεγάλη νοσοκομειακή διασπορά με 2.500 άτομα σε καραντίνα»
Σε σχέση με τον περασμένο χειμώνα, υπογραμμίζει στην ανακοίνωσή της η ΠΟΕΔΗΝ, «μετράμε 11.000 απώλειες από τα νοσοκομεία: 6.500 αναστολές, 2.000 συνταξιοδοτήσεις και τώρα 2.500 συνάδελφοι σε καραντίνα επειδή νοσούν. Από αυτούς, περίπου 1.200 βρίσκονται στην Αττική».
«Ανάκληση των οδηγιών του ΕΟΔΥ – Τεστ σε όλο το προσωπικό»
«Επικίνδυνες» χαρακτηρίζει τις οδηγίες του ΕΟΔΥ η Ομοσπονδία και ζητά τα εξής:
- «Θα πρέπει να ανακληθούν οι επικίνδυνες οδηγίες του ΕΟΔΥ.
- Να επανέλθει η δεκαήμερη καραντίνα και η επιστροφή στην εργασία με αρνητικό τεστ.
- Συνάδελφοι που έρχονται σε επαφή με θετικά κρούσματα να υποβάλλονται σε τεστ και μέχρι την έκδοση των αποτελεσμάτων να βρίσκονται σε καραντίνα.
- Προληπτικά τεστ στο προσωπικό μια φορά την εβδομάδα. Μετά τους εμβολιασμούς σταμάτησε κάθε προληπτικός έλεγχος.
- Με τις τωρινές οδηγίες του ΕΟΔΥ, υπάρχει μεγάλη διασπορά του ιού σε ασθενείς με μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή τους, αναβάλλονται χειρουργεία θεραπείες, εξετάσεις κ.α.»
Προς απόλυση ανεμβολίαστων γιατρών ΕΣΥ χωρίς εμβολιασμό
Ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, μιλώντας για το ΕΣΥ πριν από λίγες ημέρες (5/1), διαβεβαίωσε πως η κατάσταση με τη νόσηση υγειονομικού προσωπικού στα νοσοκομεία αυτή τη στιγμή είναι «διαχειρίσιμη», διευκρινίζοντας πως, αν χρειαστεί, θα γίνει επίταξη υπηρεσιών ιδιωτών ιατρών, αλλά όχι επιστροφή ανεμβολίαστων υγειονομικών.
«Δεν πρόκειται να επιστρέψουν στις εργασίες τους οι ανεμβολίαστοι γιατροί, αν δεν κάνουν την πρώτη δόση του εμβολίου», διεμήνυσε ο υπουργός Υγείας, μιλώντας στον ΣΚΑΪ.
«Το μέτρο (σ.σ. αναστολής εργασίας) παρατείνεται μέχρι τις 31 Μαρτίου» προσέθεσε, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Εξετάζεται το ενδεχόμενο να είναι το μέτρο μόνιμο, οπότε δεν θα μπορέσουν να παραμείνουν στο σύστημα».
Εξάλλου, στις 22 Δεκεμβρίου 2021, είχε πει για πρώτη φορά:
«Μέχρι τις 31 Μαρτίου δεν θα επιστρέψουν στα καθήκοντα τους όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί. Με τα δεδομένα της πανδημίας, είναι ξεκάθαρο ότι το μέτρο θα παραμείνει όχι μόνο γι’ αυτό το τρίμηνο. Συνεπώς, όσοι θέλουν να είναι στο ΕΣΥ, καλούνται να πάρουν σε αυτό το τρίμηνο μια απόφαση αν θα εμβολιαστούν ή δεν εμβολιαστούν και θα θέσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους εκτός του ΕΣΥ. Εξετάζεται να μη δοθεί άλλη παράταση αναμονής. Η μονιμοποίηση του μέτρου του εμβολιασμού είναι υπό εξέταση».
«Όταν φωνάζαμε για προσλήψεις, μας έλεγαν γραφικούς»
Είναι πολύ πιθανό ότι το μεγαλύτερο νοσοκομείο της Βόρειας Ελλάδας, το Γ.Ν. Ιπποκράτειο στη Θεσσαλονίκη δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στην ένταση εξάπλωσης της παραλλαγής Όμικρον, καθώς τα κενά στις θέσεις ιατρών και νοσηλευτών δεν έχουν καλυφθεί και οι επιτάξεις ιδιωτών δεν είναι λύση, όπως υποστηρίζουν γιατροί και εργαζόμενοι στο νοσοκομείο.
Ο Χρήστος Στεφανίδης, διευθυντής ΕΣΥ στην Παιδοχειρουργική Κλινική Ιπποκράτειου Γ.Ν. Θεσσαλονίκης, μέλος Δ.Σ. του Σωματείου Εργαζομένων και αντιπρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του νοσοκομείου, μιλώντας στην «ΕφΣυν», εξέφρασε την απόλυτη διαφωνία του με τα πρωτόκολλα που εφαρμόζονται για την καραντίνα των υγειονομικών, ενώ αναφέρθηκε και στον «μηδενισμό των χειρουργείων της κοινής νοσηρότητας, η οποία αυξάνεται και έχει μοναδικό αποτέλεσμα τον πλουτισμό των ιδιωτικών κλινικών».
Όσο για την επίταξη ιδιωτών, σημείωσε χαρακτηριστικά: «η οποιαδήποτε επίταξη ιατρών από τον ιδιωτικό τομέα (ιατροί με ιδιωτικό ιατρείο ή ιδιωτικών κλινικών που δεν νοσηλεύουν ασθενείς covid) δεν μπορεί, άμεσα, να λύσει κανένα πρόβλημα που προκύπτει από την απουσία των νοσοκομειακών. Όσο καλή και να είναι η πρόθεση των ιδιωτών συναδέλφων, δεν μπορούν να προσαρμοστούν στην εξειδικευμένη λειτουργία των Νοσοκομείων, πόσο μάλλον στις πτέρυγες covid, λόγω απουσίας εμπειρίας στη νοσηλεία τέτοιων περιστατικών».
Όπως είπε, μάλιστα, ο κ. Στεφανίδης, «μας λένε οι προηγούμενοι επιστρατευθέντες γιατροί ότι για μια εβδομάδα πελαγοδρομούσαν, προσπαθώντας να προσαρμοστούν στις ιδιαίτερες απαιτήσεις της νοσηλείας αυτών των ασθενών και κυρίως της λειτουργίας του Νοσοκομείου. Πληροφοριακά σας αναφέρω ότι, μόνο από τους ειδικευόμενους γιατρούς της Παιδοχειρουργικής έχουν βγει θετικοί, άρα και σε καραντίνα, τέσσερις από τους οκτώ. Όταν οι νοσοκομειακοί γιατροί φωνάζαμε για κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων στο ΕΣΥ, μας λέγανε γραφικούς. Ας αντιμετωπίσουν τώρα το πρόβλημα με… τα ΣΔΙΤ (σ.σ. Σύμπραξη Ιδιωτικού & Δημόσιου Τομέα). Το κακό είναι ότι πάλι ο φτωχός λαός θα την πληρώσει».