Ο καθηγητής Μικροβιολογίας Αθανάσιος Τσάκρης, απαντά σε όλα τα ερωτήματα για την αξιοπιστία των test και για το πως αντιδρούν στην Όμικρον.
Στη συζήτηση για την αξιοπιστία των rapid test ανίχνευσης κοροναϊού, αλλά και για την αποτελεσματικότητά τους έναντι της παραλλαγής Όμικρον παρεμβαίνει ο καθηγητής Μικροβιολογίας και αντιπρύτανης του ΕΚΠΑ, Αθανάσιος Τσάκρης.
Με άρθρο του στην Καθημερινή, ο καθηγητής απαντά στα ερωτήματα που προκύπτουν και μονοπωλούν το ενδιαφέρον τις τελευταίες ημέρες.
Όπως αναφέρει τα τεστ, μοριακά και αντιγονικά, συγκαταλέγονται στα βασικά εργαλεία που διαθέτουμε για τη διαχείριση της πανδημίας. Αρκεί να ξέρουμε και το εύρος των περιορισμών που έχουν, αλλά και το πώς ερμηνεύονται τα αποτελέσματά τους. Και κυρίως να συνειδητοποιούμε ότι με τα αντιγονικά rapid και self tests κάποιες φορές θυσιάζουμε την ακρίβεια για την ταχύτητα και την ευκολία που αναμφίβολα μας παρέχουν. Aπό την άλλη, η σωστή εφαρμογή των αντιγονικών τεστ αποτελεί δείκτη της μολυσματικότητας: επαναλαμβανόμενα αρνητικά αποτελέσματα με ένα αξιόπιστο rapid test δείχνουν ότι οι πιθανότητες μετάδοσης του ιού είναι πλέον περιορισμένες. Ας δούμε, λοιπόν, μερικές από τις παραμέτρους της ορθής χρήσης και ερμηνείας όλων των τεστ.
Πώς λειτουργούν τα μοριακά και πώς τα rapid tests;
Τα μοριακά τεστ (PCR) ανιχνεύουν το γενετικό υλικό, RNA, του SARS-CoV-2 και μάλιστα σε εξαιρετικά μικρή συγκέντρωσή του. Γίνονται με ρινοφαρυγγική ή στοματοφαρυγγική λήψη επιχρίσματος βλεννογόνου. Τα τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου (rapid antigen test) ανιχνεύουν αντιγόνα του ιού, δηλαδή μικρές ιικές πρωτεΐνες, και γίνονται κυρίως με επίχρισμα από τον ρινοφάρυγγα.
Πόσο ευαίσθητα στην ανίχνευση του ιού είναι τα διαφορετικά είδη των τεστ;
Στα μοριακά τεστ πρακτικά είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να προκύψει ένα ψευδές αποτέλεσμα. Η ακρίβειά τους προσεγγίζει το 100% όταν ακολουθούνται οι σωστές εργαστηριακές πρακτικές και μπορούν να ανιχνεύσουν τον ιό ακόμη και σε ασυμπτωματικά άτομα με πολύ χαμηλό ιικό φορτίο. Τα τεστ αντιγόνου έχουν μικρότερη ευαισθησία και μπορούν να εντοπίσουν ενεργή μόλυνση κυρίως τις πρώτες μέρες της λοίμωξης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανάλυση πρόσφατων μελετών, δίνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια θετικό αποτέλεσμα (κατά μέσον όρο 78%) όταν πραγματοποιούνται κατά την πρώτη εβδομάδα των συμπτωμάτων, τότε που το ιικό φορτίο συνήθως είναι πολύ υψηλό.
Τη δεύτερη εβδομάδα αυτό το ποσοστό μειώνεται στο 50%. Ακριβώς επειδή απαιτούν σχετικά υψηλό ιικό φορτίο για να δείξουν εάν ένα άτομο είναι θετικό στον SARS-CoV-2, η ακρίβειά τους είναι περιορισμένη σε άτομα ασυμπτωματικά: ανιχνεύουν τον ιό σε ποσοστό που δεν ξεπερνά το 60%.
Παίζει ρόλο η ποιότητα κατασκευής στην αξιοπιστία ενός τεστ;
Φυσικά. Αυτό ισχύει για όλα τα τεστ, αλλά ιδιαίτερα για τα rapid και self tests. Ανάλυση πολλών πρόσφατων μελετών έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η ευαισθησία τους παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις ανάλογα με την κατασκευάστρια εταιρεία του τεστ: κυμαίνεται από 35% έως 90%!
Τι άλλο εξασφαλίζει την ακρίβεια ενός αντιγονικού τεστ;
Καθοριστικός παράγοντας είναι η σωστή λήψη του δείγματος –περισσότερο μάλιστα από όσο στο μοριακό τεστ– βάσει των οδηγιών. Είναι σημαντικό να υπάρχει, δηλαδή, στον στυλεό επαρκής ποσότητα ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος, ώστε να μπορέσει η μέθοδος να ανιχνεύσει το αντιγόνο του ιού. Eνα ανεπαρκές δείγμα μειώνει κατά πολύ τις πιθανότητες να έχουμε θετικό αποτέλεσμα.
Η ορθή χρήση, το εύρος των περιορισμών που έχουν και πώς ερμηνεύονται τα αποτελέσματά τους.
Το πάχος της γραμμής στο θετικό rapid test υποδηλώνει μεγάλο ιικό φορτίο και υψηλή μολυσματικότητα;
Τα αντιγονικά τεστ δεν είναι κατασκευασμένα για να κάνουν εκτίμηση του ιικού φορτίου που υπάρχει στο δείγμα που εξετάζεται. Παρ’ όλα αυτά, θεωρητικά πάντα, μια παχιά γραμμή στο θετικό τεστ μπορεί να συνηγορεί υπέρ μιας αυξημένης μολυσματικότητας.
Μπορεί ένα rapid test να δώσει ψευδώς θετικό αποτέλεσμα;
Υπό κανονικές συνθήκες, ένα αξιόπιστο αντιγονικό τεστ σπάνια θα δώσει ψευδώς θετικό αποτέλεσμα, ότι ένα άτομο είναι θετικό στον ιό, δηλαδή, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε με ένα μοριακό τεστ.
Ενα θετικό μοριακό τεστ το οποίο ακολουθείται την επόμενη μέρα από αρνητικό σημαίνει ότι το πρώτο αποτέλεσμα ήταν ψευδώς θετικό;
Οχι απαραιτήτως. Σε πολλές περιπτώσεις, μια επαρκώς ευαίσθητη μοριακή μέθοδος μπορεί να ανιχνεύσει ακόμα κι ένα χαμηλό ιικό φορτίο, το οποίο όμως ενδέχεται να είναι μη ανιχνεύσιμο σ’ έναν επόμενο έλεγχο.
Ανιχνεύεται η παραλλαγή «Ομικρον» από τα rapid tests που κυκλοφορούν στην αγορά;
Η μέχρι τώρα εμπειρία έχει δείξει ότι ένα αξιόπιστο αντιγονικό τεστ μπορεί να ανιχνεύσει την παραλλαγή «Ομικρον», όπως και τις προηγούμενες παραλλαγές. Ομως, σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα, στην αρχή της λοίμωξης, όταν το ιικό φορτίο είναι ακόμα χαμηλό, η ύπαρξη της συγκεκριμένης παραλλαγής μπορεί να διαφύγει των rapid tests. Ετσι, όταν εμφανίζουμε συμπτώματα συμβατά με COVID-19, ας μην επαναπαυόμαστε εξαιτίας ενός αρνητικού αντιγονικού τεστ.
Αυτή είναι άλλωστε και η λογική των rapid tests: η συχνή και επαναλαμβανόμενη χρήση τους. Σε κάθε περίπτωση, ας έχουμε στο μυαλό μας ότι λόγω της εξαιρετικά υψηλής μεταδοτικότητας της «Ομικρον», τα αρνητικά αποτελέσματα των τεστ στην πραγματικότητα «λήγουν» νωρίτερα. Αλλωστε, κάθε μοριακό ή αντιγονικό τεστ είναι αποτύπωση μιας μόνο στιγμής: της στιγμής που ο στυλεός εισέρχεται στη μύτη για να ληφθεί το δείγμα. Γι’ αυτό και τα προστατευτικά μέτρα δεν θα πρέπει να χαλαρώνουν λόγω της αίσθησης ασφάλειας από ένα αρνητικό αποτέλεσμα.