Πολυτεχνείο – «Είμαστε άοπλοι» – «Βασανίστηκα, επέζησα, πολέμησα το χουντικό καθεστώς»

Πολυτεχνείο – «Είμαστε άοπλοι» – «Βασανίστηκα, επέζησα, πολέμησα το χουντικό καθεστώς»

Έχουν περάσει 48 χρόνια από τη μέρα εκείνη που οι φοιτητές που κατέλαβαν το Πολυτεχνείο και πάλεψαν για τη δημοκρατία και την πτώση της Χούντας, πέρασαν στην ιστορία ως ήρωες.

Περισσότεροι από 7.000 φοιτητές βρέθηκαν στις 17 Νοέμβρη του 1973 το Πολυτεχνείο, με τις φωνές τους, που έκαναν το σύνθημα «Ψωμί, Παιδία, Ελευθερία» να αντηχεί στην Πατησίων, να διακόπτονται βίαια από τους προβολείς του τανκ που τύφλωσαν όσους βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή.

Οι λευκές μπλούζες των φοιτητών που επιχείρησαν να διαπραγματευθούν με το τανκ συνάντησαν τις οπλολόγχες των Συνταγματαρχών, χωρίς να δίνουν κανένα περιθώριο συνδιαλλαγής.

«Είμαστε άοπλοι, αδέλφια στρατιώτες δεν θα κτυπήσετε» ήταν το τελευταίο πράγμα που ακούστηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου.

Έχουν περάσει 48 χρόνια από τη μέρα εκείνη που  οι φοιτητές που πάλεψαν για τη δημοκρατία και την πτώση της Χούντας, πέρασαν στην ιστορία ως ήρωες.

Η Μέλπω Λεκατσά και το ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, Στέφανος Τζουμάκας, μίλησαν στο in.gr για το κλίμα της περιόδου, την κατάληψη της Νομικής, τις ημέρες και τη δράση τους μέσα στο Πολυτεχνείο, τα βασανιστήρια και την πτώση της Χούντας.

Στις 14 Νοέμβρη του 1973 οι φοιτητές όλων των σχολών αποφάσισαν να κατέβουν στο Πολυτεχνείο με το αίτημα να γίνουν ελεύθερες φοιτητικές εκλογές, πράγμα που απαγορευόταν.

Οι σύλλογοι των σχολών του πολυτεχνείου ήταν ήδη μαζεμένοι εκεί. «Είχαμε πει από τον Φεβρουάριο, που μας έβγαλαν με τον εγκλεισμό της Νομικής κακήν κακώς από μέσα αλλά και δεν είχαμε άλλα περιθώρια γιατί μας είχαν κόψει το νερό και δεν είχαμε τροφή, κι έτσι ήταν αναγκασμένος ο κόσμος να βγει προς τα έξω» αναφέρει η κ. Λεκατσά.

Η κατάληψη τη Νομικής και το δεύτερο χτύπημα

Μετά την Νομική είχαν γίνει στρατεύσεις φοιτητών και συλλήψεις σε ευρεία κλίματα στις 8 Μάη του 1973.

Τον Αύγουστο άφησαν ελεύθερους τους φοιτητές από τα κρατητήρια και αποφασίστηκε να δοθεί ένα δεύτερο χτύπημα μέσα στο 1973, που θα ήταν το Πολυτεχνείο.

«Δεν υπήρξε κάποιο σχέδιο οργάνωσης αλλά δεν υπήρξε και το ‘’ερασιτεχνικό’’ της κατάληψης της Νομικής. Είπα πως θα έπρεπε να οργανώσουμε κουζίνα, περιφρούρηση, πολύγραφο, φαρμακείο σαν να ήμασταν μια μικρή ελεύθερη κοινότητα με κορυφαία σύλληψη τον ραδιοσταθμό, ο οποίος θα ήταν εκείνος που θα προσέλκυε από απομακρυσμένες γειτονιές όλων των ειδών των δημοκρατών Ελλήνων καταπιεσμένων, ακόμα κι αν ήταν και εργάτες. Δηλαδή θα το πλαταίναμε πέραν του φοιτητικού, για αυτό και κατέβηκαν πολλές ομάδες ανθρώπων που δεν περιμέναμε να κατέβουν. Ήταν ένα φοβερό σημείο δύναμης του να μπορείς να εκπέμψεις και να μιλήσεις από τον ραδιοσταθμό, σε αυτές τις ανελεύθερες περιόδους» περιγράφει.

Την περίοδο εκείνη είχε χειρουργηθεί η μητέρα της, είχε κάνει μια ολική υστερεκτομή και μόλις στις 10 Νοέμβρη είχε βγει από τον νοσοκομείο. Ως η μεγάλη κόρη της οικογένειας, ήταν δύσκολο να αφήσει την μητέρα της αβοήθητη και γι’ αυτό αναγκαζόταν κάθε μέρα να φεύγει από το Πολυτεχνείο και πηγαίνει στο τέρμα Πατησίων και να γυρίζει. «Όσο πλησιάζαμε την 17 Νοέμβρη ήταν πολύ δύσκολο να βγεις από τη συρροή του κόσμου, τόσο από τα κάγκελα αλλά και από την περιφρούρηση η οποία είχε οξυνθεί πάρα πολύ».

Στις 15 και 16 Νοεμβρίου ωστόσο παρέμεινε και τις δύο μέρες στον χώρο του Πολυτεχνείου χωρίς να βγει, θεωρώντας πως ήταν απαραίτητη. «Οργανώσαμε το νοσοκομείο στην αίθουσα της Αρχιτεκτονικής. Βάλαμε κοντά-κοντά τα τραπέζια των φοιτητών και βάλαμε άσπρο χαρτί επάνω για να μπορούμε να είμαστε προετοιμασμένοι σε περίπτωση που κάποιος χρειαστεί τις πρώτες βοήθειες.

Μάλιστα αν θα δείτε τη λέξη ‘’φαρμακείο’’ ή ‘’νοσοκομείο’’ είναι γραμμένα με τα σε Α4 κόλλες, σε κάποιες από τις φωτογραφίες, θα αναγνωρίσετε τα γράμματα της.

«Μα υπήρχαν νεκροί;»

«Φυσικά, δεν σας κρύβω ότι κανείς δεν θα φανταζότανε το μακελειό εκείνης της νύχτας. Μέχρι σήμερα εξοργίζομαι όταν ακούω ‘’μα υπήρχαν νεκροί στο Πολυτεχνείο;’’. Βεβαίως υπήρχανε, πολλοί νεκροί κι εγώ με τα μάτια μου τουλάχιστον τέσσερις είδα να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μου και να μην μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα. Αυτή η καραμέλα ότι δεν υπήρχαν νεκροί, πρέπει να σταματήσει».

«Ναι, δεν σας κρύβω ότι οι περισσότεροι ήταν από έξω. Δεν ήταν μέσα, ανάμεσα στα παιδιά τα προστατευμένα από την περίφραξη του Πολυτεχνείου. Ήταν νεκροί από τις αδέσποτες που έριχναν έξω».

Εκείνο που είχα φοβερό ήταν ότι οι περισσότεροι από εμάς ήμασταν μικρά παιδιά. Δεν είχαμε εμπειρία από σφαίρες ή στρατούς και μας έλεγαν κάποιοι ότι δεν ήταν πραγματικές σφαίρες αυτές με τις οποίες έριχναν, ότι ήταν πλαστικές. «Δεν ήταν καθόλου πλαστικές. Ήταν κανονικότατες σφαίρες. Εγώ έβγαλα από το κεφάλι ενός κοριτσιού, από το μετωπιαίο, μια τεράστια σφαίρα, που ‘’έστειλε’’ ένα παιδί 15 χρονών. Είχε πεθάνει όταν μου το φέρανε στα χέρια μου. Το ανέφερα στην επιτροπή και παρέδωσα την ταυτότητά του. Μετά από έρευνα προσωπική που έκανε, έμαθα ότι ήταν κόρη αστυνομικού. Ποτέ δεν είδα το όνομά της πουθενά γραμμένο στους νεκρούς».

Θυμάται τις πολύ δύσκολες συνθήκες λόγω των ουρλιαχτών από τον πόνο και την αγωνία να μην χαθεί κάποια ανθρώπινη ζωή, ενώ δεν μπορεί να ξεχάσει περιστατικό με έναν φοιτητή που έφτασε με κομμένο του το πέλμα. «Σε μια πέτσα κρατιόταν. Από τον αστράγαλο και κάτω το κρατούσαμε δύο το πόδι του με μια μπότα».

Τα πράγματα άρχισαν να σκληραίνουν

«Πέρναγε η ώρα και καταλάβαμε ότι τα πράγματα άρχισαν να σκληραίνουν. Μας είπαν ότι βγήκαν τα τανκς και αρχίζουν να κατεβαίνουν προς το Πολυτεχνείο και έπρεπε να ληφθεί μια απόφαση εκείνη την ώρα. Πάρα πολλές οργανώσεις από νωρίς το μεσημέρι ήταν πει στα κομματικά τους στελέχη ότι θα γίνει πολύ άσχημο μακελειό και αν θέλουν κάποιοι να αποχωρήσουν. Τα παιδιά σε προσωπικό επίπεδο δεν υπάκουσαν τις εντολές αυτές, μείνανε στις επάλξεις» αναφέρει.

«Εμείς μισή ώρα πριν μπει μέσα το τανκς μια ομάδα από τη φαρμακευτική, αποφασίσαμε, ξέροντας πια ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην μπει το τανκς μέσα, και επειδή μας ζητούσανε από τον Μάιο κι ενώ ήξερα ότι από τους πρώτους που θα πιάσουν θα είμαι εγώ, είπαμε να φύγουμε από τη Στουρνάρη και να κρυφτούμε.

»Βγήκαμε έξω με τις σφαίρες να περνάνε πάνω από τα κεφάλια μας. Ακόμα διερωτώμαι πως τη γλυτώσαμε. Μετά για μένα ήταν μια περιπλάνηση όλη τη νύχτα στην Αθήνα διότι με πληροφόρησε μια γειτόνισσα ότι είχε πάει το ΕΑΤ-ΕΣΑ από τα χαράματα και έχουν περικυκλώσει το τετράγωνο ενώ κρατούσαν όμηρους τους γονείς μου.

»Δεν είχα καθόλου λεφτά μαζί μου και μπήκα για πρώτη φορά σε τραίνο χωρίς εισιτήριο και κατέβηκαν στον Πειραιά για να μπορέσω να βρω κάποιους συγγενείς.

«Μπήκα στην παρανομία, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήμουν και πολύ τυχερή. Στις 17 Δεκέμβρη με πιάσανε και οδηγήθηκα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ από όπου βγήκα τον Απρίλιο.

Η λογική του «κιμά»

Κάθε βδομάδα έπρεπε να αλλάζει σπίτι για να μην φέρνει σε δύσκολη θέση και τους ανθρώπους που την κρατούσαν καθώς δεν ήθελε να τους θέσει σε κίνδυνο.

«Μετά όταν βγήκα, αρχές Απριλίου, μέχρις ότου το ‘74 να πέσει η Χούντα, προσπαθούσα να βιώσω και να συναρμολογήσω τα συντρίμμια μιας φυλάκισης που ήταν μια πολύ για μένα οδυνηρή εμπειρία, όπως είναι για κάθε άνθρωπο η φυλακή, αλλά η φυλακή του ΕΑΤ δεν συγκρίνεται» λέει.

Το ΕΑΤ ήταν μια ειδική κατάσταση, εκεί επικρατούσε η λογική του κιμά, όπως την ονομάζει δηλαδή να σε εξαφανίσουν σαν προσωπικότητα, σαν άνθρωπο. «Τα καψόνια, το ξύλο, η ορθοστασία, όλα αυτά ήταν μια μέθοδος του κιμά, σε περνάνε σαν να είσαι κρέας μέσα από μηχάνημα. Αυτά είναι εμπειρίες που κάνεις πολλά χρόνια να συνέλθεις».

Το ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπως και το ΚΕΣΑ, όπως και το 451, ήταν η απόλυτη απομόνωση, δεν είχες επικοινωνία με κανέναν. Εκεί ήσουν μόνος σου και εκτός από το καθημερινό ξύλο δεν ήξερες τι γίνεται στον έξω κόσμο. Το φαΐ ελάχιστο, ίσα-ίσα να μην πεθάνεις, να συντηρείσαι.

Σαββατοκύριακο, αργεί το στρατόπεδο

Η κ. Λεκατσά μοιράστηκε και μια προσωπική ιστορία της από τα εφιαλτικά κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ, τότε που είχε καταφέρει να κλέψει λίγο χαρτί και μαζί από αποκόμματα από κάποιες σοκολάτες, μετά από ένα σοκ υπογλυκαιμίας που είχε πάθει. Με ένα στυλό που άφησε να πέσει τεχνηέντως στην ανάκριση και το έβαλε στην μπότα της μπορούσε να γράφει κάποια πράγματα, απλοϊκά ωστόσο, υπό τον φόβο ότι μπορεί να βρεθούνε.

«Θυμάμαι μια φράση: Σαββατοκύριακο, αργεί το στρατόπεδο. Λείπουν οι γάτες, χορεύουν τα ποντίκια’’. Αυτό εγώ ήξερα τι σημαίνει. Ποιες ήταν οι γάτες και ποια τα ποντίκια. Εμείς δεν θα μπορούσαμε να χορεύουμε, αλλά ήταν ενδεικτικό ότι σταματάει το ξύλο. Με έναν συνθηματικό – ειρωνικό τρόπο κατέγραφα τα πράγματα και αυτό μου κρατούσε λίγο παρέα», θυμάται.

Αρχείο από την εφημερίδα «Τα Νέα», 1997

«Όσοι περάσαμε από το Πολυτεχνείο και επιβιώσαμε, παλέψαμε για τη Δημοκρατία. Είναι δύσκολο για εμάς που τους ξέραμε, αλλά δεν έχει και σημασία και εκείνον που δεν τον ξέρεις, όταν ξέρεις όταν ξέρεις ότι ‘’έπεσε’’ σε έναν τέτοιο αγώνα.

«Η νίκη η δική μου υπήρξε, όσο κι αν υπήρξε ταλαιπωρία, διότι επέζησα, νιώθω τη κρυφή χαρά διότι πολέμησα αυτό το χουντικό καθεστώς και κατάφερα να είμαι σήμερα εδώ και μπορώ να σας τα λέω αυτά», «έκλεισε» τη συνομιλία μας με έναν τόνο πικρίας, από την αναμνήσεις η κυρία Λεκατσά.

«Μέχρι τελευταία στιγμή δεν πίστευα ότι θα το κάνουν»

Ο Στέφανος Τζουμάκας ήταν από τους ηγέτες του φοιτητικού κινήματος και των καταλήψεων της Νομικής, ενώ μαζί με τους Λαλιώτη, Σταμέλο εκπροσώπησαν τους φοιτητές στις διαπραγματεύσεις με το στρατό πριν από την είσοδο του τανκ στο Πολυτεχνείο.

Για την αντιδικτατορική του δράση συνελήφθη και βασανίστηκε στο ΕΑΤ ΕΣΑ.

«Πρώτα οργανώσαμε την κατάληψη της Νομικής, διότι όλες οι αντικαθεστωτικές ενέργειες ήταν από ομάδες. Εμείς ήμασταν η νεότερη γενιά και τα παρακολουθούσαμε όλα αυτά. Έγραφαν προκηρύξεις, τους συνελάμβαναν, τους ξεσκίζαν στα δικαστήρια» θυμάται.

«Είπαμε, πως πρέπει να κάνουμε κάτι μεγάλο, να πάμε σε αναμέτρηση σε μεγάλη κλίμακα και έτσι καταλάβαμε το κτίριο της Νομικής Σχολής στις αρχές του 1973. Ακολούθησαν συλλήψεις, βασανιστήρια και στρατοδικία. Ύστερα ήρθε η αμνηστία και έπειτα επιχείρησαν να κάνουν πολιτικοποίηση του καθεστώτος. Οι περισσότεροι είχαμε πάει φυλακή τουλάχιστον μια φορά».

Στη συντονιστική επιτροπή είχε συζητήσεις με διαφορές αλλά και κοινές απόψεις. Όταν κατέβηκαν τα τανκς την Αλεξάνδρας υπήρχε ένα θέμα πια για την ασφάλεια όλων των ανθρώπων στο Πολυτεχνείο, αλλά και της περιοχής.

«Εκείνη την ώρα στο κτίριο του Πολυτεχνείου υπήρχαν τουλάχιστον 7.000 φοιτητές. Η συντονιστική επιτροπή διαλύθηκε και αναλάβαμε την πρωτοβουλία τρεις άνθρωποι, ο Σταμέλος, ο Λαλιώτης και εγώ να κάνουμε διαπραγματεύσεις» αναφέρει.

Ο ίδιος θυμάται την στιγμή που έβαλε προς το τανκ, τη στιγμή που άναψαν ταυτόχρονα όλοι οι προβολείς του πάνω στους φοιτητές. «Μέχρι τελευταία στιγμή δεν πίστευα ότι θα το κάνουνε. Έρχονται απάνω μας και τότε πήδηξα από την κολώνα. Είμαι από τους τελευταίους που πήδηξαν από την κολώνα. Αμέσως μπήκαν από δεξιά και αριστερά στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη υποχρεώνοντάς τους φοιτητές να κάνουν βήματα πίσω και να παραδοθούμε.

Άλλοι πήδηξαν έξω από το Πολυτεχνείο, άλλους τους συνέλαβαν, άλλοι παγιδεύτηκαν μέσα στα κτίρια. Λίγο μετά άνοιξαν οι πύλες και βγήκε ο κόσμος με ψηλά τα χέρια.

Μόλις συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί πήρε την τσάντα του, από ένα «στέκι» που την είχε αφήσει και έμεινε σε ένα σημείο που ήξερε ότι μπορεί να κάτσει εκεί μέχρι το πρωί, κάτω από ένα δέντρο. «Την επόμενη μέρα βγήκα στην παρανομία».

Την επόμενη μέρα η δικτατορία κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Εισέβαλαν στο σπίτι του, χωρίς να αφήσουν τίποτα όρθιο.

«Αυτά τα καθεστώτα έχουν κάτι το φαιδρό. Εκτός του ότι είναι επικίνδυνα, καταστροφικά, απάνθρωπα, αφαιρούν ζωές και βασανίζουν ανθρώπους έχουν ένα στοιχείο φαιδρότητας. Όλα τα καθεστωτικά καθεστώτα και όσοι εκπροσωπούν αυτές τις ‘’καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης’’ που καταργούνται οι ελευθερίες και τα ελάχιστα δικαιώματα.

Τα βασανιστήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ

Μια εικόνα με τον Σπύρο Μουστακλή «αγιοποιημένο» είναι το πρώτο πράγμα που συναντά κανείς μπαίνοντας στον χώρο του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μπροστά από αυτό, ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια τα οποία είχε αφήσει η σύζυγός του, όπως κάθε χρόνο στις 17 Νοέμβρη.

Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, όντας στρατιωτικός, ο Μουστακλής συμμετείχε στο κίνημα του Ναυτικού. Συνεργάστηκε με τους αξιωματικούς του ναυτικού ως ταγματάρχης και ήταν από τους λίγους αξιωματικούς του στρατού που πήραν μέρος. Το κίνημα του Ναυτικού προδόθηκε πριν την εκδήλωσή του, με αποτέλεσμα μεταξύ των αξιωματικών να συλληφθεί και ο ίδιος στις 22 Μαΐου 1973.

Συνελήφθη και φυλακίστηκε στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ όπου βασανίστηκε για περισσότερες από 45 ημέρες. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων που του έγιναν, από ομάδα υπό του βασανιστή Αναστασίου Σπανού, τα χτυπήματα στην καρωτίδα του προκάλεσαν εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να διακομιστεί με καθυστέρηση πολλών ωρών στο νοσοκομείο.

Από τα χτυπήματα προκλήθηκε ολική παράλυση των δεξιών του άνω και κάτω άκρων.

Αργότερα μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών και ακολούθως στο ΚΑΤ, για να υποβληθεί υποβαλλόμενος σε φυσικοθεραπείες για την αποκατάσταση του καταφέρνοντας να περπατήσει, αλλά χωρίς να καταφέρει να μιλήσει.

Απεβίωσε στις 28 Απριλίου 1986.

(Γ)δέρνω

Φωτογραφίες από τη μέρα που το τανκ γκρέμισε την είσοδο που Πολυτεχνείου και νεκρών από το χουντικό καθεστώς βρίσκονται σε όλα τα μικρά και κλειστοφοβικά δωμάτια το ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Πρωταγωνιστές του Πολυτεχνείου, ίδρυσαν μετέπειτα τον Σύνδεσμο Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών, ώστε να μην ξεχάσουμε τι έγινε πραγματικά τις μαύρες εκείνες μέρες.

«Το να πει κανείς ότι έπεφτε το ξύλο της αρκούδας ήταν λίγο. Υπάρχουνε διάφορες λέξεις που περιγράφουν μορφές βίας. Χτυπώ, γρονθοκοπώ, χαστουκίζω, ό,τι θέλετε. Είναι λέξεις που περιγράφουν μορφές βίας. Ανάμεσα σε αυτές είναι και το βασανίζω. Για να έχετε μια προσέγγιση τι σημαίνει βασανιστήριο, μπροστά από το ρήμα δέρνω βάλτε το γράμμα «γ» για να καταλάβετε τι γινόταν» θυμάται ένα από τα θύματα βασανισμού της Χούντας.

«Πουτ@νες μας ανέβαζαν, πουτ@νες μας κατέβαζαν» θυμάται η Μαργαρίτα Γιάραλη που βρέθηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ.

Δεξιά η Μαργαρίτα Γιάραλη

«Το μεσημέρι χτυπάνε τον Αντρέα…»

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 2021 έφυγε από τη ζωή ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες συνθέτες, τα τραγούδια του οποίου έγιναν η ψυχή του αντιστασιακού αγώνα.

Φωτογραφίες της περίφημης «ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας», η οποία αναφέρεται και στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «Σφαγείο», μπορεί να δει κανείς στους τείχους του ΕΑΤ-ΕΣΑ.

«Εδώ έδειξαν τα ‘’μεγάλα τους προσόντα’’ οι πιο θηριώδεις βασανιστές. Βιάστηκαν νέες γυναίκες. Βασανίσθηκαν με φάλαγγα, με στεφάνι και τράβηξαν ένα σωρό μαρτύρια – που μόνο η νοσηρή φαντασία διεστραμμένων ανθρώπων του υποκόσμου μπορεί να συλλάβει- νέοι άνθρωποι» αναφέρει η επιγραφή.

 

Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς το αίσθημα που νιώθει κάποιος μπαίνοντας στο κτίριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η εικόνα του «αγιοποιημένου» Μουστακλή κατά την είσοδο δίνει την αίσθηση πως βρίσκεται σε έναν χώρο ιερό, ενώ αν κάνεις αρκετή ησυχία αισθάνεσαι ότι τα ουρλιαχτά των φοιτητών ζουν ακόμα ανάμεσα στους ραγισμένους τείχους, τείχη τόσο στιβαροί και δωμάτια τόσο σκοτεινά και κρύα που προκαλούν ανατριχίλα.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ