Η συνάντηση στη Ντόχα αντιπροσωπείας των Ταλιμπάν και εκπροσώπων της αμερικανικής κυβέρνησης σηματοδοτεί έναν ιδιότυπο ρεαλισμό που σπρώχνει και τις δύο πλευρές σε μια συνεννόηση
Παρότι έχουμε ασχοληθεί αρκετά με τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν μετά από τις 15 Αύγουστου και την αναίμακτη κατάληψη της Καμπούλ – και της εξουσίας – από τους Ταλιμπάν, δεν έχει δοθεί η απαραίτητη σημασία στο πώς είχαμε φτάσει στη συμφωνία των ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν τον Φεβρουάριο του 2020 που σε μεγάλο βαθμό ήταν η αφετηρία των εξελίξεων που ακολούθησαν.
Η συμφωνία εκείνη αναγνώριζε μια πραγματικότητα που είχε ήδη διαμορφωθεί στο ίδιο το «πεδίο». Οι Ταλιμπάν όχι μόνο δεν είχαν ηττηθεί αλλά και είχαν αποκτήσει σημαντική ισχύ. Επομένως δεν μπορούσαν να αποκλειστούν από την όποια πολιτική διαδικασία. Οι ΗΠΑ δεν είχαν πια τη διάθεση να ξοδεύουν τεράστια ποσά για να μπορέσουν οι αφγανικές κυβερνητικές δυνάμεις να κατισχύσουν των Ταλιμπάν με στρατιωτικό τρόπο, καθώς αυτό αποδεικνυόταν ουσιαστικά αδύνατο.
Αυτό άρχισε να διαμορφώνει έναν άλλο ιστορικό ορίζοντα για τις ΗΠΑ στην περιοχή: αποχώρηση του κύριου όγκου των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη χώρα, διαμόρφωση μιας μεταβατικής κυβέρνησης που θα περιλάμβανε και τους Ταλιμπάν και εξασφάλιση με κάποιο τρόπο ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών θα μπορούν να έχουν μια παρουσία στη χώρα κυρίως για να μπορούν να συλλέγουν πληροφορίες για την ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Ασίας (και ενίοτε να μπορούν να πραγματοποιούν «αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις»).
Βεβαίως τα πράγματα εξελίχτηκαν κάπως διαφορετικά. Ο Ασράφ Γκάνι δεν τήρησε ουσιαστικά τις προβλέψεις αυτής της συμφωνίας, κωλυσιεργώντας, ενώ κρίσιμες υποσχέσεις όπως η απελευθέρωση των κρατούμενων Ταλιμπάν από τις Αφγανικές φυλακές δεν τηρήθηκαν. Σε απάντηση οι Ταλιμπάν δεν προχώρησαν σε κάποια εκεχειρία, αλλά ξεκίνησαν μια εκστρατεία με ορίζοντα την κατάληψη όσο το δυνατόν περισσότερων επαρχιών, αστικών κέντρων και τελικά της ίδιας της Καμπούλ.
Οι ΗΠΑ αντιμέτωπες με αυτή την κατάσταση επέλεξαν τελικά την πλήρη αποδέσμευσή τους από τη χώρα, ανακοινώνοντας την πλήρη αποχώρηση όλου του προσωπικού τους από τη χώρα. Η κυβέρνηση Γκάνι κατέρρευσε και οι Ταλιμπάν βρέθηκαν στην εξουσία.
Οι Ταλιμπάν και οι δυσκολίες της διαπραγμάτευσης
Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές ήταν διατεθειμένες να αφήσουν τα πράγματα απλώς ως έχουν. Οι Ταλιμπάν ήθελαν την εξουσία, αλλά γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να κυβερνήσουν μόνοι τους. Μπορεί να μην αντιμετώπισαν κάποιου είδους σοβαρή αντίσταση – οι προβλέψεις για χάος και εμφύλιο πόλεμο διαψεύστηκαν, πέραν της ουσιαστικά προαναγγελθείσας προσπάθειας του Ισλαμικού Κράτους του Χορασάν να κάνει αισθητή την παρουσία και του και να υποδαυλίσει μια αντιπαράθεση Σουνιτών και Σιιτών – όμως βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις δυσκολίες της διακυβέρνησης.
Και η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν ακριβώς η οικονομική. Οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν και το γεγονός ότι υπάρχει μεν μεταβατική κυβέρνηση αλλά αυτή απέχει από το να είναι αναγνωρισμένη σήμαιναν ότι η χώρα αποκόπηκε από ένα σύνολο από χρηματοδοτήσεις από το εξωτερικό που ήταν καθοριστικές για να μπορεί να λειτουργεί ο κρατικός μηχανισμός και να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα του Αφγανιστάν. Έχει υπολογιστεί ότι πριν την κατάρρευση της αφγανικής κυβέρνησης, οι εξωτερικές χρηματοδοτήσεις έφταναν έως και το 75% των δημόσιων δαπανών στο Αφγανιστάν.
Το ζήτημα της οικονομικής βοήθειας
Οι χώρες που έχουν διατηρήσει σχέση με τους Ταλιμπάν, δηλαδή η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και το Πακιστάν, μπορεί με διαφορετικούς τρόπους να έχουν πιέσει ώστε η νέα εξουσία να κινηθεί σε πιο «ρεαλιστικούς» δρόμους, όμως δεν μπορούν σε αυτή τη φάση να παίξουν τον ρόλο της άμεσης οικονομικής ενίσχυσης. Η Ρωσία είναι περισσότερο ικανή στο να διαμορφώνει ένα περιβάλλον ασφάλειας παρά να εξάγει οικονομική ανάπτυξη, η Κίνα κυρίως προσφέρει μελλοντικές επενδύσεις και το Ιράν δεν είναι σε θέση να στηρίξει οικονομικά.
Το Πακιστάν κυρίως ενδιαφέρεται για τη διατήρηση μιας επιρροής την ίδια ώρα που είναι κατεξοχήν χώρα που θα ήθελε να ακολουθήσουν ανάλογη επιρροή και οι ΗΠΑ (με τις οποίες διατηρεί στενές σχέσεις), ενώ ο πρωθυπουργός Ίμρε Χαν έχει επιδείξει σημαντική δραστηριοποίηση για την κινητοποίηση της διεθνούς κοινότητας. Μάλιστα, το Πακιστάν έχει ήδη χρησιμοποιηθεί ως ένας δρόμος για να φτάσει δυτική ανθρωπιστική βοήθεια στο Αφγανιστάν, με τη μορφή της απευθείας διανομής χρημάτων.
Εδώ έρχεται ο υπολογισμός των ΗΠΑ. Φαίνεται ότι οι ΗΠΑ έχουν διαμορφώσει ένα σημαντικό οικονομικό πακέτο ανθρωπιστικής βοήθειας για το Αφγανιστάν και θέλουν να το χρησιμοποιήσουν ως διαπραγματευτικό χαρτί στη συζήτηση με τους Ταλιμπάν.
Ρόλο στην όλη διεργασία παίζει και το Κατάρ. Άλλωστε, ήταν η χώρα που κατεξοχήν έπαιξε ρόλο και στην προηγούμενη διαπραγμάτευση ανάμεσα στους Ταλιμπάν και στις ΗΠΑ, ενώ εδώ και χρόνια φιλοξενούσε στην Ντόχα ένα σημαντικό μέρος της ηγεσίας του αφγανικού εθνικού κινήματος. Απευθείας επαφές με τους Ταλιμπάν είχε πρόσφατα και εκπρόσωπος της Βρετανικής κυβέρνησης, ο Σερ Σάιμον Γκρος, που είχε συνάντηση στην Καμπούλ στις 5 Οκτωβρίου με τους δύο αναπληρωτές πρωθυπουργούς της μεταβατικής κυβέρνησης των Ταλιμπάν.
Βεβαίως δεν θα είναι μια εύκολη διαπραγμάτευση. Οι Ταλιμπάν κυρίως θέλουν να πείσουν ότι μπορούν να αναλάβουν μόνοι τους τα ζητήματα αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και προσφέρουν εγγυήσεις επ’ αυτού, ζητώντας αντίστοιχα ανθρωπιστική βοήθεια, όμως ταυτόχρονα είναι απρόθυμοι να συνεργαστούν άμεσα ή να επιτρέψουν στις ΗΠΑ να έχουν ξανά παρουσία στη χώρα.
Πάντως μετά τη συνάντηση στη Ντόχα και οι δύο πλευρές επέλεξαν να παρουσιάσουν μια σχετικά θετική εικόνα, ένδειξη και αυτή ενός ορισμένου «πραγματισμού» και ρεαλισμού και από τις δύο πλευρές.