Η νοτιοκορεατική σπλάτερ σειρά-φαινόμενο του Netflix κάνει τους αναλυτές να αναρωτιούνται για τους λόγους της τεράστιας απήχησής της. Μήπως επειδή περιγράφει με παραστατικό τρόπο το πώς λειτουργεί ο αρπακτικός καπιταλισμός;
Eίσαι διατεθειμένος να κάνεις τα πάντα για να κερδίσεις; Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται σε 456 άτομα. Από όλους τους τομείς της κοινωνίας στη Νότια Κορέα.
Εργαζόμενοι που έχουν συσσωρεύσει χρέη, νέοι που δεν μπορούν να βρουν δουλειά, άτομα από το περιθώριο αλλά και από τη μεσαία τάξη που έχουν σπρωχθεί στην άκρη από τις κοινωνικές και οικονομικές περιστάσεις. Απεγνωσμένοι από την κατάστασή τους επιλέγουν να πάρουν μέρος σε μια σειρά παιδικών παιχνιδιών για να κερδίσουν περίπου 39 εκατ. δολάρια.
Η κατάσταση μοιάζει με εκείνη σε πολλές χώρες, εκεί όπου οι οικονομικές ανισότητες αυξάνονται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ. Εκείνο που δεν ξέρουν είναι ότι όποιος χάνει, φεύγει από τη μέση. Κυριολεκτικά. Χάνει τη ζωή του. Μέχρι στο τέλος να μείνει ένας. Οι συμμετέχοντες μπορούν να φύγουν ανά πάσα στιγμή – αλλά μόνο εάν ψηφίσει γι’ αυτό η πλειοψηφία.
Το «Παιχνίδι του Καλαμαριού» είναι εδώ και λίγο καιρό ίσως η πιο δημοφιλής σειρά στην ιστορία του Netflix – Νο 1 σε 90 χώρες από το Μπανγκλαντές έως τις ΗΠΑ και από τη Βραζιλία έως τη Βρετανία.
Γιατί άραγε αυτό το νοτιοκορεατικό θρίλερ γνωρίζει τέτοια απήχηση σε αναπτυσσόμενες χώρες αλλά και σε προηγμένες οικονομίες; Οι αναλυτές σε όλον τον κόσμο προσπαθούν να το κατανοήσουν.
Είναι η ανάδειξη των κοινωνικών ανισοτήτων που εντείνονται παντού; Είναι ότι σε μια τόσο δύσκολη περίοδο όλοι αναλογιζόμαστε εάν θα μπορούσαμε να είμαστε κομμάτι ενός τέτοιου δυστοπικού κόσμου;
Ή μήπως, όπως γράφουν οι «Financial Times», πρόκειται για ένα παιχνίδι εμπιστοσύνης – πόση εμπιστοσύνη μπορούμε να έχουμε στον εαυτό μας;
Αμέσως μετά το πρώτο παιδικό παιχνίδι που καλούνται να παίξουν οι συμμετέχοντες, δεκάδες θα εκτελεστούν. Κι όμως, εκείνο που ακολουθεί είναι πιο σοκαριστικό – ή θα ήταν εάν κάθε συμμετέχων δεν κουβαλούσε ένα τεράστιο χρέος.
Αμέσως μετά τη σφαγή, οι επιζώντες ψηφίζουν να φύγουν από το παιχνίδι. Ωστόσο οι ζοφερές οικονομικές καταστάσεις που βιώνουν στην πραγματική ζωή οδηγούν πολλούς εξ αυτών να επιστρέψουν, κρίνοντας ότι ο κίνδυνος ενός βίαιου θανάτου είναι προτιμότερος από μια ζωή Σίσυφου – να προσπαθούν να ξεπληρώνουν ένα χρέος που συνεχώς αυξάνεται.
Στη σειρά, σε έναν κόσμο συνεχούς παρακολούθησης (όπως και ο πραγματικός) οι συμμετέχοντες φοβούνται τη βάναυση ατμόσφαιρα του παιχνιδιού, όμως εξίσου φοβούνται τον έξω κόσμο, με την πλήρη έλλειψη ευκαιριών.
«Η σειρά είναι μια εξαιρετική περιγραφή του πώς λειτουργεί ο αρπακτικός καπιταλισμός» σχολιάζει το περιοδικό «Salon». Ισως οι φαν της σειράς να μην κατανοούν πλήρως τον όρο, παρότι σήμερα στον πλανήτη μας το μέσο εισόδημα του 10% των πιο εύπορων είναι 38 φορές υψηλότερο από εκείνο όσων βρίσκονται στο 50% των λιγότερο εύπορων.
Η αλληλεπίδραση των συμμετεχόντων στο «Παιχνίδι του Καλαμαριού» (ονομάζεται έτσι διότι πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ένας χώρος σε σχήμα καλαμαριού) θυμίζει κάπως το πείραμα Milgram, της δεκαετίας του ’60, που μέτρησε την προθυμία των συμμετεχόντων να υπακούσουν αρχηγικές φιγούρες κάνοντας πράξεις που συγκρούονταν με τη συνείδησή τους.
Στον αλληγορικό κόσμο της σειράς, καταλήγεις να κάνεις αυτά που πίστευες ότι ποτέ δεν θα κάνεις. Αρκεί η απόγνωση γι’ αυτό;
Ο σκηνοθέτης της σειράς Χουάνγκ Ντονγκ-Χιου περιγράφει πως σχεδίασε την ιστορία ως κριτική στον καπιταλισμό – κάτι που φαίνεται από την απόγνωση που γεννούν τα χρέη σε κάθε χαρακτήρα. Μια κοινωνία που αποδέχεται την εκμετάλλευση και την ωμή κυριαρχία ως απαραίτητο κακό.
Αυτό βέβαια, γράφει η ισπανική εφημερίδα «El Pais», περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από το να χρωστάς χρήματα σε κάποιον. «Δείχνει ως κανονικό ένα φαύλο είδος δαρβινισμού στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις. Και πως ενώ ελάχιστοι γίνονται τελικά τόσο πλούσιοι ώστε να δείχνουν άτρωτοι, η διατήρηση μιας ψευδαίσθησης ότι όλοι μπορεί να γίνουν πλούσιοι συνεχίζει να ταΐζει το σύστημα».
Αυτή η αρχή φαίνεται να διέπει όλους τους κεντρικούς χαρακτήρες, αλλά να μπαίνει ακόμα και στις μικρότερες λεπτομέρειες της παραγωγής. Ακόμα και ο θάνατος, ο οποίος έρχεται από εργάτες με ροζ φόρμες χωρίς πρόσωπο, οι οποίοι πυροβολούν τους διαγωνιζομένους στο κεφάλι, παρουσιάζεται με τη μορφή δώρου: οι σοροί υψώνονται μέσα σε μαύρα φέρετρα με ροζ φιόγκους στο καπάκι, πριν χαθούν χωρίς ονόματα πια.
Πολίτες, βορά σε ένα σύστημα χωρίς οίκτο – το οποίο, μεταξύ άλλων, κινεί και μια ομάδα VIPs που στοιχηματίζουν σε παίκτες, φορώντας χρυσές μάσκες. Δεν είναι μια πρωτότυπη συνταγή, καθώς τέτοιοι υπάρχουν και σε άλλες περιπέτειες του είδους, αλλά ο σκηνοθέτης θέλει να δείξει πως σε κανέναν από αυτούς δεν αξίζει να βρίσκεται εκεί, μέσα στον πλούτο, όπως και σε κανέναν από τους άλλους δεν αξίζει να πεθάνει για ψυχαγωγικούς σκοπούς.
Πριν επιλεγούν για να μπουν στο παιχνίδι, οι υποψήφιοι παίρνουν μέρος σε έναν άλλο διαγωνισμό, με έναν μυστηριώδη άνδρα ο οποίος τους πείθει να τον αφήσουν να τους χαστουκίσει για να κερδίσουν κάποια μικροποσά. Δεν αρκεί λοιπόν να είναι κάποιος άφραγκος για να μπει σε ένα τέτοιο παιχνίδι αλλά πρέπει και να ταπεινωθεί.
Είναι ενδιαφέρον ότι στη μεγάλη συζήτηση που γίνεται στα social media για τη σειρά δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναφέρουν πως στη διάρκεια της πανδημίας αρκετοί θα είχαν δεχθεί μια τέτοια προσφορά. Και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει;
Αραγε η φρενίτιδα που προκαλεί η σειρά μπορεί να εξηγηθεί μόνο επειδή πολλοί αισθάνονται αυτή τη στιγμή το ίδιο εγκλωβισμένοι με τους μοιραίους πρωταγωνιστές;
Οι χρήστες των κοινωνικών μέσων δικτύωσης δεν έχουν σταματήσει να μιλάνε για τη σειρά, ιδιαίτερα για τα παιδικά παιχνίδια που περιλαμβάνει. Στο TikTok, το «#SquidGame» έχει 22,8 δισεκατομμύρια θεάσεις.
Τι είναι πιο επικίνδυνο, η απελπισία ή η απληστία;
Οι οικονομικές ανησυχίες και η πάλη των τάξεων είναι εμφανείς σε αυτή τη νέα σειρά, η οποία έχει τις ρίζες της στη δύσκολη κοινωνική και οικονομική κατάσταση μεγάλου μέρους του πληθυσμού στη Νότια Κορέα, απηχεί όμως ανησυχίες σε όλον τον κόσμο.
Οπως η ταινία «Παράσιτα» του επίσης Νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν-Χο που βραβεύθηκε με Οσκαρ, σχολιάζει την ψευδή αίσθηση μιας κοινωνικής κινητικότητας που χρησιμοποιείται ως πλάνη για τις χαμηλότερες οικονομικά τάξεις.
Το στυλιζαρισμένο περιβάλλον και η βία ίσως θολώνουν τα βασικά ερωτήματα που θέτει ο σκηνοθέτης για την ανθρωπότητα και τις κοινωνίες μας: Τι είναι πιο επικίνδυνο για τη συλλογική υγεία – η απελπισία ή η απληστία; Ποιο είναι πιο διαβρωτικό για τον κοινωνικό ιστό;
Τα ερωτήματα τίθενται στο πλαίσιο των κοινωνικών ανισοτήτων στη Νότια Κορέα.
«Αυτή τη στιγμή το χρέος των νοικοκυριών στη χώρα κατά κεφαλή είναι το υψηλότερο στον κόσμο» εξηγεί ο Σιν Γιονγκ-Σανγκ, ερευνητής του Ινστιτούτου Οικονομικών της Κορέας.
Οι ανισότητες αυξάνονται σε μια από τις πιο πλούσιες χώρες της Ασίας, λέει η Αρέουμ Γιόνγκ του Πανεπιστημίου Σιτσουάν στην «Washington Post».
«Οι νέοι σήμερα αισθάνονται αποκαρδιωμένοι και απογοητευμένοι για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας» προσθέτει, τονίζοντας πως «η προοπτική να κερδίσουν μεγάλα χρηματικά ποσά ίσως φαίνεται πολύ ελκυστική, ακόμα και εάν βάψουν τα χέρια τους με αίμα».