Πληροφορίες αναφέρουν ότι έξι κόμματα πυκνώνουν τις επαφές τους για να καταλήξουν σε ένα κοινό πρόγραμμα και ενιαίο υποψήφιο για την προεδρία, ενόψει των επόμενων εκλογών, που θα γίνουν το αργότερο ως το 2023.
Η Άνγκελα Μέρκελ ετοιμάζεται να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη την ερχόμενη εβδομάδα (στις 16 Οκτωβρίου) για να συναντηθεί με τον Ταγίπ Ερντογάν, όμως ο «σουλτάνος» γνωρίζει όταν η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας συγκροτηθεί, θα πρέπει να επανακαθορίσει τις σχέσεις της χώρας του μαζί της. Αυτή τη στιγμή, άλλωστε, φαίνεται πως έχει σοβαρότερα πράγματα που τον απασχολούν και προέρχονται από το εσωτερικό.
Το ένα είναι αναμφίβολα η οικονομία, η οποία αποτελεί μια μόνιμη και χαίνουσα πληγή, προκαλώντας έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια. Μάλιστα, πληροφορίες των Financial Times αναφέρουν πως ο Ερντογάν ετοιμάζεται να απολύσει έναν ακόμη διοικητή κεντρικής τράπεζας – τον Σαχάπ Καβτσίογλου, ο οποίος διορίστηκε από τον ίδιο, επειδή φέρεται να καθυστέρησε να υπακούσει στην εντολή για μείωση των επιτοκίων.
Ταυτόχρονα όμως, φαίνεται πως υπάρχουν ανησυχητικά μηνύματα και από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Εκεί, δηλαδή, όπου παρατηρείται κινητικότητα με ένα στόχο: Να φύγει ο Ερντογάν από την εξουσία, όταν διεξαχθούν εκλογές, δηλαδή το αργότερο το καλοκαίρι του 2023.
Το μοντέλο των δημοτικών εκλογών
Σύμφωνα με το Reuters, έξι κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης – ανάμεσά τους το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και το Καλό Κόμμα – πραγματοποίησαν την τρίτη μεταξύ τους συνάντηση την Πέμπτη. Ο στόχος που έχουν θέσει είναι να συμφωνήσουν σε ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο ως το τέλος του έτους, με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες εκλογές.
Επιχειρούν, με άλλα λόγια, να επαναλάβουν σε πανεθνικό επίπεδο το μοντέλο που τα οδήγησε στη μεγαλειώδη νίκη τους στις δημοτικές εκλογές του 2019, όταν κατάφεραν να ελέγξουν και τους τρεις μεγάλους δήμους της χώρας – Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα και Σμύρνη. «Η αντιπολίτευση στην Τουρκία επιχειρεί κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ: Να ενωθεί προκειμένου να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Μουράτ Γετκίν.
Η συγκυρία μοιάζει ευνοϊκή για κάτι τέτοιο. Οι δημοσκοπήσεις φέρνουν το κυβερνόν Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) να κινείται λίγο πάνω από το 30%, έναντι 42,6% που είχε λάβει στις εκλογές του 2018. Οι δε εταίροι του, το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, εμφανίζεται να έχει υποχωρήσει από το 11,1% στο 8-9%.
Η οικονομία «δαγκώνει»
Αιτία για την εικόνα αυτή είναι, φυσικά, η ακρίβεια και οι ελλείψεις, όπως και η αδυναμία εξυπηρέτησης χιλιάδων δανείων λόγω της απαξίωσης της λίρας – φαινόμενα που εντείνονται εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης. Παράλληλα, ο αυταρχισμός του καθεστώτος έχει ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά των αντιπάλων του, που αποφασίζουν να βάλουν κατά μέρος τις διαφορές τους και να συνασπιστούν – έστω και όχι όλοι, καθώς είναι αμφίβολη η συμπερίληψη του κουρδικού HDP στις διαδικασίες.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι βασικό σημείο των διαπραγματεύσεων αποτελεί η αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Με άλλα λόγια, η επιστροφή στην προεδρευομένη από την προεδρική δημοκρατία, την οποία ως γνωστόν καθιέρωσε με τη συνταγματική μεταρρύθμιση ο Ερντογάν, ενισχύοντας τις δικές του εξουσίες σε βάρος εκείνων της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου.
Μάλιστα, ο ηγέτης του CHP, Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου, δήλωσε στην Hurriyet ότι δεν προτίθεται να συζητήσει οποιαδήποτε συνταγματική αλλαγή με τον Ερντογάν και το AKR, διότι κάτι τέτοιο «θα νομιμοποιούσε την αυταρχική εξουσία τους. Πρόκειται, προφανώς, για μια ακόμη ένδειξη σκλήρυνσης της στάσης εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Για την ώρα, πάντως, τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Άλλωστε, υπάρχουν πολλοί ακόμη που δεν έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους. Σίγουρα δε θα πρέπει να αναμένεται και η αντίδραση του ίδιου του Ερντογάν και του μηχανισμού του, που έχει αποδείξει πως είναι ικανός για όλα.
Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Τουρκία θα έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον το επόμενο διάστημα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τους γείτονές της…