Η Τουρκία επιμένει να αναζητά στοιχεία ελληνικής «παραβατικότητας» σε ζητήματα όπως η αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου σε μια προσπάθεια να κατοχυρώσει τη δική της αντίληψη για τη διαπραγμάτευση.
Η Τουρκία, αρκετές δεκαετίες τώρα, διεκδικεί μια συνολική διαπραγμάτευση των ελληνοτουρκικών θεμάτων, χωρίς ιδιαίτερα δεσμευτικές αφετηρίες πέραν του συσχετισμού δύναμης που προσπαθεί να αποτυπώσει στο ίδιο το «πεδίο» με τις διάφορες προβολές ισχύος που κάνει.
Τμήμα αυτής της τακτικής και ιδιαίτερα της προσπάθειας να παρουσιαστεί ένα σύνολο από «γκρίζες ζώνες» είναι και η αντίστοιχη προσπάθεια να παρουσιαστεί και η Ελλάδα ως μια «παραβατική» χώρα σε πλευρές των διεθνών συνθηκών που ορίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό επιτρέπει στην Τουρκία να υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν είναι μια «αναθεωρητική» χώρα, δηλαδή μια χώρα που αμφισβητεί οτιδήποτε θεωρείται δεδομένο στο διεθνές δίκαιο.
Κομμάτι αυτής της προσπάθειας και ο τρόπος που η Τουρκία διαρκώς επαναφέρει το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου και της Δωδεκανήσου, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα παραβιάζει τις σχετικές συνθήκες.
Ποιο είναι το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και της Δωδεκανήσου ως προς την παρουσία ενόπλων δυνάμεων;
Το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου ορίστηκε από μια σειρά από συνθήκες.
Καταρχάς υπήρξαν οι προβλέψεις της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης του 1923. Εκεί όντως ορίζεται ένα καθεστώς μερικής αποστρατικοποίησης για τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σάμο και την Ικαρία – μερικής με την έννοια ότι η Ελλάδα αναλάμβανε να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις και οχυρωματικά έργα.
Η Συνθήκη της Λωζάνης για τα Στενά του 1923 όριζε επίσης ένα καθεστώς αποστρατικοποίησης της Λήμνου και της Σαμοθράκης στο πλαίσιο της συνολικότερης αποστρατικοποίησης των Δαρδανελλίων, της Θάλασσας του Μαρμαρά και του Βοσπόρου (κατ’ αναλογία προβλεπόταν και αποστρατικοποίηση Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών.
Ωστόσο, πάγια θέση της ελληνικής πλευράς είναι ότι η Συνθήκη της Λωζάνης για τα Στενά καταργήθηκε με τη Σύμβαση του Μοντρέ, που ακόμη και σήμερα αποτελεί τη βάση για την προσέγγιση των σχετικών ζητημάτων και άρα η Ελλάδα απέκτησε δικαίωμα να εξοπλίσει πλήρως και τα δύο αυτά νησιά.
Το καθεστώς των Δωδεκανήσων διαμορφώθηκε με βάση τη συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947, τη συμφωνία δηλαδή ανάμεσα στους Συμμάχους και την Ιταλία. Η Συνθήκη αυτή όντως προβλέπει πλήρη αποστρατικοποίηση αυτών των περιοχών. Ωστόσο, έχει μια σημασία ότι η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο σε αυτή τη συνθήκη.
Τι σήμαιναν οι προβλέψεις αποστρατικοποίησης;
Οι προβλέψεις αποστρατικοποίησης ήταν μια προσφιλής πρακτική εκείνων της εποχής και αποτύπωναν από τη μια συγκεκριμένους συσχετισμούς δυνάμεων (για παράδειγμα η Τουρκία ήθελε μια εξασφάλιση στη δεκαετία του 1920 ότι τα πολύ κοντινά στις τουρκικές ακτές νησιά δεν θα γίνονταν ορμητήρια επιθέσεων κατά του τουρκικού εδάφους) και από την άλλη την αντίληψη ότι η αποστρατικοποίηση συνοριακών περιοχών συνέβαλε στην προώθηση της ειρήνης. Όμως, στην πραγματικότητα ήταν μια προηγούμενη αντίληψη του διεθνούς δικαίου, που από ένα σημείο και μετά δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα στο πεδίο.
Η κυριαρχία και το δικαίωμα νόμιμης άμυνας
Επί της ουσίας θα μπορούσε να πει κανείς ότι από τη στιγμή που στα νησιά αυτά η Ελλάδα ασκεί πλήρη κυριαρχία, έπεται ότι έχει και το δικαίωμα να εξασφαλίσει την άμυνά τους με όποιο μέσο κρίνει πρόσφορο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσία ενόπλων δυνάμεων.
Διαφορετικά θα ήταν ως να παραδεχόταν ότι στα νησιά αυτά ασκεί περιορισμένη κυριαρχία ή κυριαρχία υπό προϋποθέσεις. Ουσιαστικά, η ίδια η έννοια της πλήρους κυριαρχίας, που περιλαμβάνει προφανώς και τη δυνατότητα των κρατών να έχουν ένοπλες δυνατότητες υπεράσπισής της, ακυρώνει τις απαιτήσεις αποστρατικοποίησης. Σε αυτή την κατεύθυνση κατατείνει και το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ που ρητά αναγνωρίζει στις χώρες το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας.
Επιπλέον, οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά παράδοση επικαλούνται και το γεγονός ότι η επαναστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου ήταν μια αναγκαστική αμυντική απάντηση στο γεγονός ότι η Τουρκία μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974 κλιμάκωσε την επιθετικότητά της, συμπεριλαμβανομένης της συγκέντρωσης μονάδων της «Στρατιάς του Αιγαίου» στα τουρκικά παράλια.
Προφανώς και η παρουσία ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων σε συνοριακές γραμμές, η ύπαρξη στρατών παραταγμένων στα σύνορα, μπορεί σε μια όξυνση των διακρατικών σχέσεων να οδηγήσει και σε ευκολότερη και μεγαλύτερης κλίμακας πολεμική ανάφλεξη. Όμως, αυτό είναι κάτι που αφορά την διεθνή πολιτική, τις διακρατικές σχέσεις, την ύπαρξη ή όχι ειρηνευτικών προσπαθειών, το εάν κυριαρχεί η διπλωματία ή η συγκρουσιακή λογική. Δεν αφορά με τη στενή έννοια το εάν υπάρχουν στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα. Για να το πούμε διαφορετικά: η ανάγκη οι διμερείς και πολυμερείς σχέσεις των κρατών να «αποστρατικοποιούνται» ως τμήμα μιας προσπάθειας για την παγκόσμια ειρήνη δεν μπορεί να μεταφραστεί και αυτόματα σε απαίτηση χώρες να μην έχουν ένοπλες δυνάμεις σε περιοχές στις οποίες ασκούν πλήρη κυριαρχία.
Η Τουρκία προσπαθεί να συνδέσει κυριαρχία και αποστρατικοποίηση
Το ενδιαφέρον στα πρόσφατα τουρκικά διαβήματα που επανάφεραν το ζήτημα στο προσκήνιο, δηλαδή τις επιστολές του μονίμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ Φεριντούν Σινιρλίογλου είναι ότι θεωρεί ότι η κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου έχει ως προϋπόθεση την αποστρατικοποίηση τους, σε μια προσπάθεια ακόμη και να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία εφόσον συνεχίζεται η στρατικοποίηση.
Κατά τα άλλα η Τουρκία επιμένει ότι οι Συνθήκες Ισχύουν, ότι η Συνθήκη του Μοντρέ δεν προσδίδει δικαίωμα στην Ελλάδα να στρατικοποιήσει Λήμνο και Σαμοθράκη και ότι το γεγονός ότι η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, εφόσον τέτοιες συνθήκες διαμορφώνουν ένα «αντικειμενικό καθεστώς» και κατά συνέπεια ισχύουν erga omnes (έναντι όλων).
Επιπλέον, η Τουρκία επιμένει ότι η Ελλάδα με το να παραβιάζει η ίδια τις συνθήκες απεμπολεί το δικαίωμα να τις επικαλείται και να κατηγορεί την Τουρκία ότι τις παρουσιάζει.
Πώς εντάσσονται αυτές οι αξιώσεις στη συνολική τουρκική στρατηγική;
Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια διεκδικεί να παίξει έναν ρόλο περιφερειακής δύναμης, κάτι που αποτυπώνεται και στην εκτεταμένης της στρατιωτική παρουσία εκτός συνόρων και την εμπλοκή της σε ανοιχτές γεωπολιτικές κρίσεις όπως αυτή στη Συρία ή τη Λιβύη.
Σε αυτό το πλαίσιο έχει και αυξημένες αξιώσεις και διεκδικήσεις ιδίως σε ό,τι αφορά της Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τα ζητήματα εξορύξεων.
Ταυτόχρονα, είναι σε μια περίπλοκη διαδικασία διαμόρφωσης των διεθνών της σχέσεων, αναζητώντας μια νέα ισορροπία με τις ΗΠΑ που δεν έχει ακόμη βρεθεί, προσπαθώντας να διατηρήσει ένα επίπεδο σχέσεων με τη Ρωσία ιδίως σε σχέση με τη Συρία και επιδιώκοντας να αναβαθμίσει σχέσεις και με την ΕΕ.
Από την άλλη, σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά δεδομένα η Τουρκία καλείται να αντιμετωπίσει και τα όποια νέα δεδομένα διαμορφώνουν εξελίξεις όπως η πρόσφατη ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, ή οι πρόσφατες μεγάλες εξοπλιστικές παραγγελίες της ελληνικής πλευράς.
Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία προσπαθεί ταυτόχρονα να διαμορφώσει «τετελεσμένα», π.χ. με κινήσεις όπως η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την προηγούμενη κυβέρνηση της Λιβύης ή ο τρόπος που κατά περίπτωση δοκίμασε να διεκδικήσει να κατοχυρώσει δικαιώματα εξόρυξης σε περιοχές που η Ελλάδα υποστηρίζει ότι ανήκουν στη δική της υφαλοκρηπίδα, αλλά και να αποφύγει να θεωρηθεί ανοιχτά παραβατική κυβέρνηση (ενδεικτικός ο περιορισμός των εξορμήσεων τουρκικών ερευνητικών σκαφών ώστε να μην ενεργοποιηθούν οι ευρωπαϊκές κυρώσεις).
Σε ένα τέτοιο κλίμα και με βασικό σκοπό να διαμορφωθεί η εικόνα ότι έχουμε να κάνουμε με μια διαπραγμάτευση (που παραμένει ακόμη στο στάδιο των διερευνητικών επαφών) που αφορά «γκρίζες ζώνες», διαφιλονικούμενα πεδία και χώρες που συνθήκες που δεν έχουν παραβιαστεί μόνο από τη μία πλευρά, ακριβώς δηλαδή μια διαπραγμάτευση για όλα και χωρίς προκαταβολικές δεσμεύσεις, είναι αναμενόμενο η Τουρκία να επαναφέρει και το ζήτημα της υποτιθέμενης παραβατικότητας της Ελλάδας σε σχέση με το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών.