Γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιμείνει στο διακύβευμα της «αυτοδυναμίας» για τις ελληνικές εκλογές και ποια είναι τα καμπανάκια που ήχησαν από το Βερολίνο
Στην κυβέρνηση επισήμως αποφεύγουν μικρές ή μεγαλύτερες «αναγωγές» και απόπειρα ταύτισης του αποτελέσματος των γερμανικών εκλογών στο εγχώριο πεδίο. «Τα χαρακτηριστικά στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας είναι διαφορετικά από εκείνα της Ελλάδας», σχολιάζουν αρμόδιες πηγές χωρίς διάθεση να υπεισέλθουν σε λεπτομέρειες, ενώ διά στόματος και Κυριάκου Μητσοτάκη η Αθήνα διαμηνύει το αναμενόμενο, ότι θα συνεργαστεί με το Βερολίνο οποιαδήποτε κυβέρνηση και αν προκύψει.
«Αν ο Ολαφ Σολτς είναι ο νέος καγκελάριος προβλέπω ότι θα έχουμε γόνιμη συνεργασία» είναι το πιο πρόσφατο πρωθυπουργικό μήνυμα. Ανεπίσημα όμως τα «μαθήματα» της γερμανικής κάλπης δεν περνούν απαρατήρητα από το Μαξίμου, αντίθετα τα μηνύματά της αναλύονται σε κλειστές συζητήσεις αναφορικά με τη Σοσιαλδημοκρατία, την Ακροδεξιά, τις συνεργασίες, τους νέους, τις προκλήσεις της νέας εποχής αλλά και συνδέονται με νέες προσδοκίες (και αγωνίες) για τη μετά Μέρκελ εποχή, μπροστά σε κρίσιμους μήνες μέχρι να διαμορφωθεί η γερμανική κυβέρνηση και να «μοιραστούν» νέοι «παίκτες» σε κρίσιμα πόστα (υπουργεία Οικονομικών, Εξωτερικών κ.λπ.) στην ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης.
Επιμονή στην «αυτοδυναμία»
Σε μια εποχή που οι κυβερνήσεις συνασπισμού κερδίζουν έδαφος στην Ευρώπη και εν αναμονή πλέον τρικομματικής κυβέρνησης στη Γερμανία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δείχνει διάθεση, προς το παρόν, να… ξαναζυγίσει το διακύβευμα «αυτοδυναμία» από τον πρώτο γύρο της επόμενης αναμέτρησης, ειδάλλως «δεύτερες κάλπες». Ο ίδιος το διατύπωσε ευθέως πριν από μόλις λίγες εβδομάδες απέναντι στο δίλημμα «προοδευτική κυβέρνηση ή εκλογικοί εκβιασμοί» που καθόρισε ο Αλέξης Τσίπρας – υπερασπιζόμενος άλλωστε και το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής που νομοθέτησε.
«Ενα σχήμα συνεργασίας, έτσι από μόνο του, δεν εγγυάται το καλό αποτέλεσμα», όπως σημειώνουν πρόσωπα του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, «απαιτούνται η εποικοδομητική στάση όλων των εμπλεκομένων, δυνατότητα για συνθέσεις και δεξιότητες, σίγουρα όχι λαϊκισμός». Και σχολιάζουν με νόημα ότι «η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει μια αξιωματική αντιπολίτευση που επιμένει σε λαϊκισμούς, κινείται με διχαστικό λόγο, ακόμα και με προσωπικές επιθέσεις εις βάρος του πολιτικού αντιπάλου».
Εξού και η επιμονή του Μαξίμου για «θεσμική» αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς κινήσεις συναίνεσης, αλλά και η πεποίθησή του ότι το αφήγημα Τσίπρα περί προοδευτικής διακυβέρνησης δεν συγκινεί την πλειονότητα των πολιτών. «Θα κυβερνήσει με τον κ. Βαρουφάκη; Δεν νομίζω ότι το θέλει αυτό ο λαός» ήταν η στοχευμένη αποστροφή του Μητσοτάκη από την αφετηρία της πολιτικής σεζόν στη ΔΕΘ.
Η Ακροδεξιά, η Αριστερά και το… καμπανάκι
«Πανηγυρίζει για τη Σοσιαλδημοκρατία, αλλά ξεχνά να πει ότι στην πραγματικότητα σχετίζεται με το Die Linke» (σ.σ.: το κόμμα της Αριστεράς στη Γερμανία που κατέρρευσε) λένε πρωθυπουργικοί συνεργάτες για την Κουμουνδούρου, θεωρώντας ότι το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο κινείται ο Αλέξης Τσίπρας «είναι πλέον στο περιθώριο της Ευρώπης».
Την ίδια στιγμή βέβαια ήττα υπέστη και το CDU – το δίδυμο κόμμα της ΝΔ – που ανάμεσα σε άλλα επέδειξε πλήρη αδυναμία, σε αντίθεση με τους Πράσινους (Die Grünen) και τους Φιλελεύθερους (FDP), να προσεγγίσει αποτελεσματικά τη νέα γενιά. Αυτή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναγάγει σε προσωπικό του στοίχημα. Το εν λόγω «καμπανάκι» των γερμανικών εκλογών ηχεί στο κυβερνητικό επιτελείο, που ρίχνει το βάρος στην οριστικοποίηση των δράσεων του «εθνικού σχεδίου» για τη νεολαία, με τη φιλοδοξία να ανοίξει ένας ελκυστικός διάλογος με τους νέους.
Το μήνυμα της «αλλαγής» και της στροφής στην καθημερινότητα και στις έγνοιες των πολιτών, που μεταφέρθηκε μέσω γερμανικής κάλπης, αποτελεί άλλο ένα καμπανάκι για το Μαξίμου, που αγωνιά να περνά στους πολίτες τη στροφή του στα λεγόμενα κοινωνικά θέματα. Ταυτόχρονα διαβάζουν θετικά αφενός την πτώση της γερμανικής Ακροδεξιάς (AfD), αφετέρου τη διαμόρφωση των Πρασίνων σε νέο δυνατό παίκτη με ένα πλαίσιο προτεραιοτήτων, που όπως λένε κυβερνητικές πηγές, «ο Μητσοτάκης αναδεικνύει με κάθε ευκαιρία, υπερβαίνοντας κομματικά στεγανά και ιδεολογίες».
Οικονομία και εξωτερική πολιτική
Σε ένα ρευστό σκηνικό και μια μεταβατική για τη Γερμανία περίοδο, εν αναμονή νέων προσώπων σε κομβικά υπουργεία κυρίως για την οικονομία και την εξωτερική πολιτική, η Αθήνα κρατά στραμμένο το βλέμμα στο Βερολίνο και με το βλέμμα στην αντιμετώπιση της Τουρκίας και στο Προσφυγικό αναγνωρίζει στην πραγματικότητα ότι η γερμανική πολιτική είναι πάγια σε αρκετά μέτωπα, επιλέγοντας ταυτόχρονα τη σύσφιγξη σχέσεων με το Παρίσι ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση της και στα δύο αυτά επίπεδα.
Εξού και οι πιο ρεαλιστικές προσδοκίες αφορούν ουσιαστικά τον τομέα της οικονομίας, καθώς στα προσεχώς βρίσκεται η μεγάλη μάχη για το Σύμφωνο Σταθερότητας, με το Μαξίμου να θεωρεί ως μονόδρομο την τροποποίησή του και επιπλέον να ποντάρει στη δημιουργία μιας συμμαχίας του Νότου ώστε να προκύψει περισσότερος δημοσιονομικός «αέρας» στη μετά Covid εποχή.