Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει θέσει επί τάπητος το σχέδιό του για την ελληνική οικονομία, το οποίο φτάνει μέχρι τις εκλογές του 2023
Σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης στοχεύει η κυβέρνηση για τα επόμενα χρόνια, ενώ παράλληλα υπάρχουν πολλοί παράγοντες, οι οποίοι συντείνουν στο ότι είναι πολύ πιθανό να αναθεωρηθεί, επί τα βελτίω, ο φετινός στόχος για την ανάπτυξη.
Στον πρόσφατο ανασχηματισμό, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έμεινε σχεδόν αναλλοίωτο (πέραν της αποχώρησης Ζαββού), απολαμβάνοντας της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού.
Μάλιστα, το Μέγαρο Μαξίμου έχει δώσει σαφείς κατευθύνσεις, ούτως ώστε να καταρτιστεί ένα πλάνο 2ετίας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, μέχρι και το 2023, η οποία αναμένεται να είναι -εκτός απροόπτου- εκλογική χρονιά.
Μεγάλη σημασία έχουν όμως και οι στόχοι που θα τεθούν για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας ιδιαίτερα για το 2022.
Ένα βασικό ζήτημα αποτελεί η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών μεγέθυνσης την επόμενη περίοδο, ήτοι πάνω από 3%.
Τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία του ΑΕΠ το β΄τρίμηνο του έτους δίνουν αισιοδοξία στο οικονομικό επιτελείο, το οποίο προχωρά σε αναθεώρηση της εκτίμησης για το ρυθμό ανάπτυξης φέτος σε ποσοστό υψηλότερο του 3,6% που ήταν η πρόβλεψη μέχρι τώρα. Σύμφωνα με πληροφορίες ήδη το υπουργείο Οικονομικών έχει καταλήξει στη νέα αναθεωρημένη εκτίμηση του ρυθμού ανάπτυξης το 2021, κάτι το οποίο ενδέχεται να ανακοινώσει σήμερα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της ΔΕΘ.
«Έξοδος» από την εποπτεία
Πιάνοντας το νήμα από το θέμα της ενισχυμένης εποπτείας, το υπουργείο Οικονομικών στοχεύει η Ελλάδα θα εξέλθει εντός του 2022. Ανοίγει έτσι ένας νέος κύκλος για τη χώρα, μετά από τρία Μνημόνια. Μαζί με το θέμα της άρσης της ενισχυμένης εποπτείας, η κυβέρνηση θέλει να ανοίξει και το θέμα των δημοσιονομικών στόχων που θα επανέλθουν από το 2023 για όλα τα κράτη μέλη.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup του Ιουνίου του 2018 η Ελλάδα θα εξέλθει από το καθεστώς της Ενισχυμένης Εποπτείας τον Ιούνιο του 2022.
Η επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων («κόκκινα» δάνεια), μέχρι το τέλος του 2022.
Σύμφωνα μάλιστα με τα τελευταία στοιχεία, στο τέλος του α΄εξαμήνου του 2021 τα κόκκινα δάνεια μειώθηκαν στα 29,4 δισ. ευρώ, καταγράφοντας σημαντική μείωση πάνω από 50% σε σχέση με πέρυσι. Στα τέλη Ιουνίου , ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε στο 20,3% από 43,6% τον Ιούνιο του 2019, ενώ με βάση τα πλάνα που έχουν ανακοινώσει οι τράπεζες θα μειωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό έως τα τέλη του 2021 ή στις αρχές του 2022.
Πρωτογενή πλεονάσματα
Επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας και ικανοποιητικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Ο στόχος είναι η δημοσιονομική βελτίωση από το 2022 και ικανοποιητικά, ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Σύμφωνα μάλιστα με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, το πρωτογενές έλλειμα το 2021 θα ανέλθει στο 7,1% του ΑΕΠ για να περιοριστεί στο 0,5% το 2022. Από το 2023 εκτιμάται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα και 2,9% το 2024, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, ήτοι κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ που προβλεπόταν για την χώρα μας για τον επόμενο χρόνο και αποτελούσε μεταμνημονιακή δέσμευση.
Επίσης, η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας, έως το 1ο εξάμηνο 2023, αποτελεί έναν εκ των βασικών στόχων της κυβέρνησης. Οι οίκοι αξιολόγησης καλλιεργούν προσδοκίες για αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, όπως έγινε, χθες, για παράδειγμα από την Scope Ratings.
Όλα αυτά θα τεθούν υπόψιν και των θεσμών που θα δώσουν δείγμα γραφής των προθέσεων τους στις 22 Σεπτεμβρίου, όταν, σύμφωνα με πληροφορίες, θα ανακοινωθεί η έκθεση για την ενισχυμένη εποπτεία πλαίσιο της 11ης αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνο Σταθερότητας
Από εκεί και πέρα, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης αναμένεται να ξεκινήσουν τις συζητήσεις για τα δημοσιονομικά και το βασικό ζήτημα για την Ελλάδα είναι ο καθορισμός του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ ετοιμάζονται πυρετωδώς για τις δύο μεγάλες μάχες που θα διεξαχθούν παράλληλα και η έκβαση τους θα καθορίσουν το μέλλον της Ευρώπης και του ευρώ. Η μία αφορά το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάκαμψης και, κατά συνέπεια, τα όρια που θα ισχύουν μελλοντικά για το χρέος και τα ελλείμματα. Η άλλη έχει να κάνει με το έξαρση του πληθωρισμού.
Πηγή: ΟΤ