Δεν πρόκειται απλώς για μια επική ήττα. Η πτώση της Καμπούλ μπορεί να αποτελέσει σύμβολο του τέλους των ΗΠΑ ως μιας παγκόσμιας δύναμης.
«Είμαστε πολύ μεγάλο έθνος για περιοριζόμαστε σε μικρά όνειρα», είχε πει ο Ρόναλντ Ρίγκαν, την εποχή της παντοδυναμίας του, όταν φαινόταν πως η αμερικανική ισχύς δεν είχε όρια. Κάπως έτσι φαίνεται πως σκέφθηκε και ο υιός Τζορτζ Μπους, αρπάζοντας την «ευκαιρία» την οποία του πρόσφεραν οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 για να επιβάλει το δόγμα της Pax Americana σε κάθε άκρο του πλανήτη. Ξεκινώντας, όπως ήταν φυσικό, από το Αφγανιστάν, που αποτελούσε το ορμητήριο της αλ-Κάιντα και το προπύργιο των προστατών της, των Ταλιμπάν.
Σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, οι Αμερικανοί αποχωρούν ηττημένοι και ταπεινωμένοι από το Αφγανιστάν, το οποίο επέστρεψε στον έλεγχο των Ταλιμπάν. Οσο για το παραπάνω δόγμα, έχει γίνει κομμάτια και θρύψαλα, όπως δείχνει και η κατάσταση που επικρατεί στο Ιράκ, τη Συρία και άλλες περιοχές. Μαζί του, η παγκόσμια «αυτοκρατορία» των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μοιάζει να φτάνει στο τέλος της.
«Δεν πρόκειται απλώς για μια επική ήττα. Η πτώση της Καμπούλ μπορεί να αποτελέσει σύμβολο του τέλους των ΗΠΑ ως μιας παγκόσμιας δύναμης» γράφει χαρακτηριστικά η Ρόμπιν Ράιτ στον «New Yorker», σχολιάζοντας τις δραματικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Και συνεχίζει: «Στη δεκαετία του ’40, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν την επιχείρηση της Μεγάλης Σωτηρίας, προκειμένου να απελευθερώσουν τη Δυτική Ευρώπη από την ισχυρή πολεμική μηχανή των Ναζί. Αξιοποίησαν τη δική τους τεράστια στρατιωτική ισχύ, σε ξηρά, θάλασσα και αέρα, προκειμένου να επικρατήσουν της κρατούσας Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Ασία. Ογδόντα χρόνια αργότερα, οι ΗΠΑ εμπλέκονται σε αυτό που ενδεχομένως οι ιστορικοί χαρακτηρίσουν κάποια ημέρα ως η Μεγάλη Υποχώρηση, μπροστά σε ένα συνονθύλευμα ανταρτών που δεν διαθέτει αεροπορική ισχύ ή σοβαρό εξοπλισμό και πυροβολικό, σε μια από τις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη».
Η Ράιτ δεν είναι, βεβαίως, η μοναδική που προχωρά σε τέτοιου είδους διαπιστώσεις. Ιδού τι γράφει ένας από τους «γκουρού» των «Financial Times», ο Γκίντεον Ράχμαν: «Η πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν – 20 χρόνια αφότου εκδιώχθηκαν από αυτήν – θα τερματίσει την αμερικανική επιρροή στο Αφγανιστάν, πιθανότατα για δεκαετίες. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να συγκριθεί με την ανατροπή του σάχη στο Ιράν το 1979, με την πτώση της Σαϊγκόν το 1975, και με την επανάσταση της Κούβας το 1959».
Ο ίδιος σημειώνει, επίσης, αναφερόμενος στις γεωστρατηγικές επιπτώσεις: «Η Κίνα θα υποδεχθεί ικανοποιημένη την ευκαιρία που της δίνεται προκειμένου να αυξήσει την πίεση στην Ινδία, εντείνοντας τους φόβους του Νέου Δελχί ότι περικυκλώνεται. Πάνω από όλα, όμως, το Πεκίνο θα μπορεί να επιχαίρει για τις νέες αποδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο μετα-αμερικανικός κόσμος θα βασίζεται στο ίδιο».
Μπορεί, λοιπόν, ο Τζο Μπάιντεν να υπερασπίζεται ως ορθή την επιλογή του, με το επιχείρημα ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν και δεν πρέπει να κάνουν ες αεί έναν πόλεμο τον οποίο δεν θέλουν να πολεμήσουν οι ίδιοι οι Αφγανοί. Μπορεί ο Αντονι Μπλίνκεν να επιμένει πως η κατάληψη της Καμπούλ δεν έχει σχέση με την πτώση της Σαϊγκόν, με το επιχείρημα ότι άλλο Ταλιμπάν και άλλο Βιετκόνγκ.
Είναι γνωστό, ωστόσο, πως κάθε νέα εποχή έχει τα σύμβολά της. Η θριαμβευτική επιστροφή των Ταλιμπάν στην Καμπούλ, με την υποστολή της αστερόεσσας και τις εικόνες πανικού στο αεροδρόμιο μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν σύμβολα μιας νέας εποχής – λιγότερο αμερικανικής.
«Η Μεγάλη Υποχώρηση της Αμερικής είναι τουλάχιστον εξίσου ταπεινωτική όσο η αποχώρηση της Σοβιετικής Ενωσης το 1989, ένα γεγονός που συνέβαλε στο τέλος της αυτοκρατορίας της και της κυριαρχίας του κομμουνισμού» εκτιμά η Ράιτ. Εάν έχει δίκιο, βρισκόμαστε μπροστά σε κατακλυσμιαίες αλλαγές και ανατροπές.