Και τώρα 14 χρόνια μετά, η Πάρνηθα που ποτέ δεν συνήλθε από εκείνο το χτύπημα, που δεν κατάφερε να κρύψει τη γύμνια της από τον αφανισμό του μοναδικής ομορφιάς ελατοδάσους, νιώθει τον συριγμό του δεύτερου θανάτου
Ήταν το δραματικό καλοκαίρι του 2007, ο Ιούνιος ήθελε λίγες μέρες να τελειώσει, αλλά επεφύλασσε για το τέλος έναν επιθανάτιο ρόγχο. Τη φωτιά που ξέσπασε σε ένα οικοσύστημα – στολίδι, τον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας. Τον Δρυμό που όλοι πίστευαν ότι ακόμη κι αν χάνονταν τα πάντα στην Αττική, εκείνο το δάσος θα έμενε ανέγγιχτο.
Τα φυτά είχαν μαζέψει τα χρώματα τους, η ανθοφορία είχε κάνει τον κύκλο της, ερχόταν μία άλλη εποχή για την καμπανούλα της Πάρνηθας, τον κρόκο, το αγριογαρύφαλλο, το τσάι, την άσπρη παιώνα, τον κόκκινο κρίνο, την τουλίπα, τον έβενο.
Και τώρα 14 χρόνια μετά, η Πάρνηθα που ποτέ δεν συνήλθε από εκείνο το χτύπημα, που δεν κατάφερε να κρύψει τη γύμνια της από τον αφανισμό του μοναδικής ομορφιάς ελατοδάσους, νιώθει τον συριγμό του δεύτερου θανάτου, μαζί με τόσες άλλες περιοχές και γειτονικά της δάση που μόλις πέθαναν σε ένα ντόμινο πρωτόγνωρου τρόμου, χωρίς πιθανότητα αναγέννησης.
Ο εφιάλτης του Αυγούστου του 2021
Η πυρκαγιά τον Αύγουστο του 2021, άρχισε το βράδυ της Παρασκευής να σκαρφαλώνει ξανά τις απόκρημνες πλαγιές του βουνού, με τη νύχτα να κρύβει την αγωνία και τον τρόμο των ενοίκων της, των απογόνων των έμβιων οργανισμών που είχαν επιζήσει από εκείνο το εφιαλτικό βράδυ του 2007.
Το βράδυ είναι η στιγμή που το δάσος αιφνιδιάζεται. Αβοήθητο από τον άνθρωπο, εξαχνώνεται τη στιγμή που ξαποσταίνει. Τότε, από τα 49.000 στρέμματα που είχαν αποτεφρωθεί, τα 27.000 ανήκαν στην περιοχή Natura 2.000 που είχε έκταση 149.000 στρεμμάτων, δηλαδή το 18% της προστατευόμενης περιοχής. Πέθαναν έλατα που είχαν ηλικία μεγαλύτερη από 200 χρόνια.
Στις πλαγιές της Πάρνηθας, απλώνονται χιλιάδες χρόνια τώρα, θαμνώνες φρυγάνων, θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλων, δάση πεύκων, δάση δρυός, δάση κεφαλληνιακής ελάτης, συστάδες παρόχθιας βλάστησης.
Αλλά όταν πριν 14 χρόνια συντελέστηκε η καταστροφή, οι επιστήμονες που περπάτησαν στα καμένα χώματα, ήξεραν πως «το ελατόδασος είναι δύσκολο να αποκτήσει την αρχική του μορφή, να γίνει ξανά ένα ώριμο δασογενές περιβάλλον όπως ήταν πριν από τον Ιούνιο του 2007. Θα χρειαστούν πολλές δεκαετίες».
Από την πυρκαγιά του 2007, μεγάλο χτύπημα υπέστη ο πληθυσμός των κόκκινων ελαφιών που ζει στην περιοχή ήδη από τον 19ο αιώνα. Υπολογίζεται ότι τότε πέθαναν περίπου 50 ελάφια. Νωρίτερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχαν καταγραφεί 110 ελάφια. Στα μέσα της δεκαετίας του 2010, είχαν υπολογιστεί στα 1.300.
Τρέφονταν με πόες και κορομηλιές, αγριοτριανταφυλλιές και αγριομηλιές. Τα ζώα αυτά, που δεν είναι ενδημικά, καθώς ο πληθυσμός τους αναμείχθηκε με 16 ελάφια που μεταφέρθηκαν από τη Δανία το 1908 και το 1913, έχασαν μεγάλο μέρος του χώρου διαβίωσής τους.
Έμειναν ακάλυπτα στις καμένες εκτάσεις, με λιγότερη τροφή, εκτεθειμένα στους εχθρούς τους και τις καιρικές συνθήκες. Κατά περίεργο τρόπο μάλιστα, τα ελάφια που απέμειναν δεν έφαγαν τα νεοφυτεμένα έλατα όπως πολλοί φοβούνταν.
Αν πεθάνει για δεύτερη φορά η Πάρνηθα, τίποτα δεν θα μπορεί να αναστήσει ένα οικοσύστημα που δημιουργήθηκε πριν εμφανιστεί στη Γη ο άνθρωπος. Θα ζει κι αυτό στις μνήμες, όπως και τα χιλιάδες άλλα δέντρα που πλέον στοιχειώνουν τη γειτονιά της Πάρνηθας, αναδύοντας τις τελευταίες ώρες την οσμή του θανάτου.