Τα νέα παιδιά στο Μάτι εκείνη την αποφράδα μέρα της 23ης Ιουλίου 2018 έχασαν πολλά περισσότερα την παιδική τους αθωότητα και ενθουσιασμό. Έχασαν μέρος της υπάρξεως τους. Βίωσαν τον εφιάλτη δίπλα τους, πάνω τους, μέσα τους. Ο πόνος σπάραξε την ψυχή τους. Ο τρόμος και η αγωνία της επιβίωσης κυριάρχησε.
Μικρά και μεγαλύτερα παιδιά έφυγαν αγκαλιασμένα με ενωμένες ανάσες ως το τέλος. Τα πολύ μικρά αγγελούδια έπαιζαν ως την τελευταία στιγμή. Χαμογελούσαν, τραγουδούσαν, έχτιζαν καστράκια στην άμμο. Ο πύρινος κλοιός τα περικύκλωσε. Έτρεξαν να σωθούν με τους γονείς τους όμως δεν τα κατάφεραν. Έδωσαν μάχη. Άνιση μάχη. Μόνα τους. Κανείς δεν τα είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο. Η ζωή τους πολύ σύντομη. Όχι. Κακία δεν κρατάνε οι μικροί Άγγελοι σε κανέναν.
Να ζήσουν ήθελαν, να παίξουν, να μάθουν, να αγαπήσουν. Τα μικρά παιδιά δεν μισούν κανέναν. Είναι ενάντια στη φύση τους. Ότι και να γίνει από εδώ και στο εξής σε αυτή την παραθαλάσσια κωμόπολη της Αττικής το χώμα της θα είναι πάντα ποτισμένο με δάκρυα. Τα λουλούδια που θα φυτρώνουν έχουν ποτιστεί από τα δάκρυα των ανθρώπων. Αν βρεθείτε στα μέρη που τα μικρά αγγελούδια μας άφησαν, ίσως αντικρύσετε τα πιο λαμπερά λουλούδια του κόσμου.
Λίγο μεγαλύτερα παιδιά, επιζήσαντες από την τραγωδία βρίσκουν για μια ακόμη χρονιά την δύναμη να μας αφιερώσουν χρόνο. Καθίσαμε σιωπηλοί και ακούγαμε όσα μας είπαν. Η ψυχή τους υπαγορεύει τα λόγια τους.
«Όχι, ο χρόνος δεν γιατρεύει ψυχές όταν φίλοι και συγγενείς έχουν πεθάνει . Ειδικά όταν δεν έχουν τιμωρηθεί τα άτομα που είχαν την ευθύνη για αυτήν την τραγωδία» γράφει η εικοσάχρονη Άννυ Αθανασοπούλου και προσθέτει:
Καήκαμε πλήρως αβοήθητοι
«Φυσικά και θέλω να θυμάμαι. Αν δεν θυμόμαστε, αν δεν αγωνιστούμε θα επαναληφθεί. Είναι χρέος μας να αγωνιστούμε για τις ψυχές που χάθηκαν και για την ελπίδα για μια καλύτερη κοινωνία». Ρωτήσαμε αν γνωρίζει ποιος έφταιξε κατά την άποψη της και η απάντηση της αποστομωτική: «Δεν ξέρω ποιος έφταιξε. Ξέρω ότι δεν υπήρχε καμία ενημέρωση και καήκαμε πλήρως αβοήθητοι.
Ξέρω σίγουρα ότι η βοήθεια του πυροσβεστικού σώματος όχι μόνο δεν ήταν επαρκής, απλά δεν υπήρξε. Προσωπικά εγώ λόγω ψυχολογικών προβλημάτων απομακρύνθηκα για ένα χρονικό διάστημα από την περιοχή. Τα παιδιά -όχι μόνο οι Ματιώτες αλλά και πολυάριθμοι εθελοντές- βοήθησαν, έφεραν ρούχα τρόφιμα έκαναν αναδάσωση και στηρίξαμε ψυχολογικά ο ένας τον άλλον.
Για όλη μου τη ζωή θα συνεχίσω να βοηθάω σε παρόμοιες περιπτώσεις, να αναζητώ συνεχώς δικαιοσύνη και να μην ξεχνώ ποσό πολύτιμη είναι η οικογένεια μου και οι άνθρωποι δίπλα μου.
Από τη στιγμή που άνθρωποι μένουν ακόμα σε κατασκηνώσεις θεωρώ τις προσπάθειες της πολιτικής ηγεσίας ανολοκλήρωτες. Όντας κάτοικος και του εξωτερικού για κάποια περίοδο, συγκριτικά η οργάνωση, η προστασία του πολίτη και η τήρηση της νομοθεσίας της Ελλάδας απλά είναι λέξεις ανύπαρκτες.
Η θλίψη και οι αναμνήσεις είναι αμέτρητες. Κόσμος καιγόταν αβοήθητος. Οικογένειες και παιδιά νέα σκοτώθηκαν. Από εκεί και πέρα δεν θεωρώ ότι πρέπει να ειπωθεί κάτι άλλο, είναι υπέρ αρκετά».
Αν μπορούσε η Άννυ να πει κάτι σε εκείνους που χάθηκαν για να τους συντροφεύει θα ήταν: «ένα συγγνώμη που δεν τους βοήθησα, και μια ελπίδα να αποδοθεί δικαιοσύνη προκειμένου να αναπαυθούν οι ψυχές τους. Μου λείπουν όλοι πολύ!»
«Για όσο ζω και μπορώ, θα συνεχίζω να διοργανώνω το τουρνουά του μπιτς βόλεϊ στην μνήμη του συνδιοργανωτή και φίλου Πάρι Κατσουλακη ώστε να μην ξεχάσει ποτέ κανείς τι έγινε τότε».
Ο 26χρονος Ερρίκος Τσινιδης δεν μπορεί να ξεχάσει τίποτα από όσα έγιναν στις 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι. «Μερικά πράγματα δεν ξεχνιούνται, κάποιοι μας ξέχασαν εμείς όμως δεν πρόκειται ποτέ μέχρι να δικαιωθούμε.
Να ξεχάσεις κάτι τέτοιο είναι αδύνατο ειδικά όταν χάνεις φίλους και οικογένεια, σε στιγματίζει για πάντα στη ζωή σου και σε κάνει να εκτιμάς πολλά και σε κάνει να μην σταματάς να κάνεις δράσεις στις γύρω περιοχές για να «δείξεις» ότι δεν πρόκειται να αφήσεις να επαναληφθεί ποτέ. Η ευθύνη πέφτει στους μεγαλύτερους και οι νεότεροι ζητάμε μόνο ένα πράγμα, ΠΟΤΕ ΜΑ ΠΌΤΕ να μην χάσουμε την ελπίδα μας ότι θα τα καταφέρουμε ΜΑΖΙ».
Ο Ερρίκος εξέφρασε την άποψη του για το τι έφταιξε κατά την άποψη του: «Ένα τραγικό λάθος έγινε από την μεριά της ελληνικής αστυνομίας καθώς έστειλαν δεκάδες πολίτες στο επίκεντρο της φωτιάς με αποτέλεσμα το μπλοκάρισμα του παραλιακού μετώπου καθώς και την κάθοδο από τα στενά.
Ύστερα της πυροσβεστικής καθώς έστειλε μεγάλη δύναμη της στο πύρινο μέτωπο της Κινέτας με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν δυνάμεις να επιχειρήσουν στο μέτωπο του Ματιού. Το λιμενικό που καθυστέρησε καθώς σύμφωνα με μαρτυρίες οι πρώτοι που έφτασαν στο παραλιακό μέτωπο ήταν πολίτες και προφανέστατα το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης πέφτει στην πολιτική προστασία καθώς δεν μας ειδοποίησε κανένας. Εμείς κοιμόμασταν τον ύπνο του δικαίου.
Ο Ερρίκος είναι αποφασισμένος να κρατήσει άσβεστη την μνήμη όλων με τον δικό του τρόπο: «Για όσο ζω και μπορώ, θα συνεχίζω να διοργανώνω το τουρνουά του μπιτς βόλεϊ στην μνήμη του συνδιοργανωτή και φίλου Πάρι Κατσουλακη ώστε να μην ξεχάσει ποτέ κανείς τι έγινε τότε».
Ο Ερρίκος θέλει περισσότερα πράγματα να γίνουν για την περιοχή του Ματίου και ενέργειες προς αποκατάσταση του: «Στην αρχή έδειξαν ότι είναι δίπλα στον πολίτη και έγιναν κάποιες ενέργειες όταν όμως τα φώτα της δημοσιότητας έφυγαν εξαφανίστηκαν και αυτοί».
Μας διηγήθηκε και μια προσωπική του ιστορία από τα γεγονότα της 23ης Ιουλίου: «Θα σας πω την προσωπική μου ιστορία καθώς πήρα τον κολλητό μου φίλο Πάρι να δω τι γίνετε και μου είπε ότι είναι καλά και πάει στη Λούτσα. Έπειτα πήρα την γιαγιά μου και το σήκωσε η θεία μου λέγοντας μου «Ερρίκο το σπίτι κάηκε είμαστε καλά πάμε στο λιμάνι «. Αυτά τα 2 τηλέφωνα έγιναν ένα λεπτό αφού έμαθα ότι η φωτιά πλησιάζει την περιοχή. Φανταστείτε πόσα λάθη έγιναν στην ενημέρωση που είχε φτάσει η φωτιά δίπλα μου και δεν το είχα καταλάβει».
Μακάρι να άκουγε αυτό που λέω τώρα από εκεί ψηλά: Μην ανησυχείς για τους δικούς του θα τους προστατεύω και θα τους φροντίζω και θα παλεύω μέχρι να πληρώσουν όλοι αυτοί που το έκαναν αυτό».
«Προσπαθώ να καταλάβω γιατί νιώθω τσίμπημα κάθε φορά που ακούω σειρήνα στην καθημερινότητα μου και συνειδητοποιώ ότι είναι επειδή εκείνη την ημέρα δεν άκουσα καμία». Εμμανουέλα Γερακάκη. Ετών 21
«Στην αρχή πίστευα ότι ο χρόνος θα παίξει σημαντικό ρόλο στην επούλωση των πληγών μας καθώς με τον χρόνο θα επουλωνόταν σιγά σιγά και το ίδιο το Μάτι. Προς έκπληξη μου, τρία χρόνια μετά μπορώ να πω ότι εν τελεί ο χρόνος έχει βοηθήσει πολύ λίγο στο να επουλωθούν οι πληγές. Δεν έχει καταφέρει να πάρει μακριά τον τρόμο και τον πόνο. Καμία φορά νομίζω πως ο χρόνος αντί για να με κάνει να νιώθω καλύτερα, με κάνει να νιώθω χειρότερα. Έχουν περάσει 3 χρόνια και εγώ έχω μείνει στην ίδια μέρα. Με προβληματίζει που εξακολουθώ να έχω ανοιχτές πληγές. Τελικά ίσως κάποιες «πληγές» δεν περνάνε από μόνες τους, αντιθέτως αν τις αφήνεις εκεί χωρίς περιποίηση, δημιουργούν μεγαλύτερες μολύνσεις και σημάδια.
Παράλληλα χρόνο με τον χρόνο «ξεχνιόμαστε», και η απελπισία για απονομή δικαιοσύνης μεγαλώνει και οι σκέψεις ότι αυτή η τραγωδία τουλάχιστον έφερε θετικές αλλαγές στον κόσμο παύουν να είναι τόσο ισχυρές. Τουλάχιστον παύει σιγά σιγά και το Μάτι να είναι συνδεδεμένο μονάχα με εκείνη την ημέρα (για εμένα το Μάτι είναι πολλά περισσότερα).
Είναι μια περίεργη ισορροπία που θέλει κανείς να κρατήσει μέσα του. Καμία φορά αισθάνομαι ότι άμα πω σε κάποιον δυνατά ότι όλος ο πόνος που δημιουργήθηκε εκείνη την ημέρα με τροφοδοτεί θα θεωρήσει ότι είμαι διεστραμμένη. Αλλά στην πραγματικότητα όσο και αν υποφέρεις, κρατιέσαι από αυτόν τον πόνο δυνατά. Είναι η τελευταία απόδειξη ότι κάτι θα βγει από άλλο αυτό, ότι δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, ότι οι άνθρωποι μας δεν θα ξεχαστούν, δεν χάθηκαν άδικα, άσκοπα. Θα παλέψουμε για αυτούς, γιατί ο καθένας από εμάς αισθάνεται ότι έχει, μαζί με την δική του, άλλες 102 ζωές να ζήσει.
Νομίζω ότι δεν τίθεται καν το θέμα ποιος έφταιξε με σειρά προτεραιότητας. Έχω ακούσει από πολλούς να μου λένε «στην Ελλάδα πρέπει να γνωρίζεις ότι ζεις μόνος, μην περιμένεις από το κράτος» αλλά δυσκολεύομαι να συμφωνήσω. Απαιτώ από το κράτος στο οποίο μένω να με προστατεύσει.
Απαιτώ από τους ανθρώπους που βρίσκονται στα ανάλογα πόστα να κάνουν την δουλειά τους. 10’ λεπτά πριν φύγουμε από το σπίτι έμπαινα ξανά και ξανά στις ειδήσεις μήπως καταλάβω γιατί έχει πέσει το ρεύμα στο σπίτι μας, γιατί υπάρχει παντού καπνός. Δεν έβρισκα τίποτα.
Είχα καθησυχαστεί ότι δεν γίνεται να υπάρχει φωτιά κοντά και μην λέει κανένας τίποτα, σίγουρα θα έβρισκα κάτι στις ειδήσεις. Κι όμως. Η φωτιά ήταν λίγα σπίτια παραπάνω. Αν δεν μας είχε καλέσει φίλος που η φωτιά είχε ήδη φτάσει στο δικό του σπίτι, δεν θα είχαμε προλάβει να φύγουμε. 10’ που άλλαξαν το ποιος έζησε και ποιος όχι. Γιατί άλλοι άνθρωποι δεν ενημερώθηκαν από κάποιον φίλο.
Έπρεπε να δουν την φωτιά στην πόρτα τους. Αν όλοι αυτοί είχαν ενημερωθεί έστω 10’ νωρίτερα δεν θα μετρούσαμε 102 θύματα σήμερα. Παράλληλα θυμάμαι τον εαυτό μου μέσα στο αμάξι να σκέφτεται «αποκλείεται να μας αφήσουν να καούμε, που έχει ακουστεί ξανά αυτό σε ανεπτυγμένη χώρα;».
Θυμάμαι να συζητάμε με την μητέρα μου αν πρέπει να πάμε αριστερά ή δεξιά (απόφαση που εν τελεί έσωσε τις ζωές μας) και να αναρωτιέμαι αν είναι λογικό να πρέπει να παίρνουμε τέτοιες αποφάσεις μόνες μας, να μην υπάρχει ένας άνθρωπος να μας καθοδηγήσει. Το χειρότερο βέβαια είναι ότι και όταν υπήρξαν κάποιο άνθρωποι που καθοδηγούσαν, έστελναν τους ανθρώπους μέσα στην φωτιά.
Προσπαθώ να καταλάβω γιατί νιώθω τσίμπημα κάθε φορά που ακούω σειρήνα στην καθημερινότητα μου και συνειδητοποιώ ότι είναι επειδή εκείνη την ημέρα δεν άκουσα καμία. Δεν πιάνω καν το θέμα της διάσωσης. Γιατί ακόμα και αν δεχτούμε ότι δεν υπήρξε ενημέρωση, ότι ξαφνιάστηκαν όσο και εμείς, πως γίνεται στην συνέχεια να μας άφησαν έτσι;
Να κολυμπάει ο κόσμος για ώρες και να μην έρχεται κανένας; Ειλικρινά αναρωτιέμαι τι έκαναν εκείνη την ημέρα οι αρμόδιοι άνθρωποι. Μου φαίνεται αδύνατο να πιστέψω ότι δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε τα ελάχιστα.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, να πρέπει τις υπόλοιπες ημέρες να τους βλέπεις, να βγαίνουν δημοσίως και να κατηγορούν εσένα τον ίδιο. Εσένα και το σπίτι σου, τον τόπο σου. Να λένε ψέμα μετά το ψέμα.
Και εσύ να βράζεις μέσα σου γιατί δεν έσκυψαν καν το κεφάλι, γιατί βγήκαν περήφανα και είπαν ότι έπραξαν σωστά. Ξαφνικά όλος ο κόσμος αποκτά γνώμη, για το τι έγινε εκείνη την ημέρα, για το πως κάηκαν οι άνθρωποι.
Απελπίζεσαι. Ουρλιάζεις ή στην δίκη μου περίπτωση τα κοιτάζεις όλα με μια απάθεια σαν να αρνείσαι να πιστέψεις ότι γίνεται όλο αυτό γιατί αποκλείεται να είναι πραγματικότητα.
Σε καμία περίπτωση ο κόσμος δεν γνωρίζει την αλήθεια για το τι έγινε εκείνο το απόγευμα. Ο κόσμος πιστεύει ότι έφταιξαν τα αυθαίρετα και οι στενοί δρόμοι. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν και αυτά στο Ματι. Όμως είναι άσχετα στα γεγονότα.
Δεν υπάρχει καμία σχέση αιτιότητας ανάμεσα στα θύματα και στους στενούς δρόμους. Με τα λάθη που έγιναν από την πολιτική προστασία, ακόμα και τους μεγαλύτερους δρόμους να είχε η περιοχή, πάλι τόσα θύματα θα μετρούσαμε.