Η κόρη που κατηγορήθηκε ότι έσφαξε τον πατέρα και τη μητριά της με τσεκούρι. Αθωώθηκε από το δικαστήριο, λόγω έλλειψης στοιχείων.
Στις 20 Ιουνίου του 1893 έληξε η δίκη της 33χρονης Λίζι Μπόρντεν, που κατηγορούνταν για τη δολοφονία του πατέρα και της μητριάς της. Το δικαστήριο την αθώωσε, αλλά είχε ήδη περάσει στην ιστορία ως «η δολοφόνος με το τσεκούρι».
Υπάρχει άλλωστε ένα γνωστό κάντρι τραγούδι στην Αμερική, που λέει:
«Η Λίζι Μπόρντεν πήρε ένα τσεκούρι
Και χτύπησε τη μάνα της, 40 φορές
Όταν είδε τι έκανε
Χτύπησε τον πατέρα της, 41».
Στην πραγματικότητα, η μητριά της Μπόρντεν δέχτηκε 19 χτυπήματα και ο πατέρα της 11.
Μετά από τόσες δεκαετίες, κανείς δεν είναι βέβαιος για την ταυτότητα του δράστη.
Η δολοφονία των Μπόρντεν
Η 4η Αυγούστου του 1892 ήταν μια εξαιρετικά ζεστή μέρα, αλλά ο καιρός δεν επηρέασε καθόλου την καθημερινότητα της οικογένειας Μπόρντεν. Ο οικογενειάρχης Άντριου, ξύπνησε νωρίς μαζί με τη σύζυγό του, Άμπι. Στο πρωινό, τους συντρόφευσε και ο κουνιάδος του Άντριου, Τζον Μορς. Αφού έφαγαν, ο Άντριου και ο Μορς έφυγαν για δουλειές και η σύζυγος Άμπι, πήγε να συγυρίσει τον ξενώνα, όπου κοιμόταν ο καλεσμένος.
Στις 10:30, ο Άντριου επέστρεψε και φώναξε στην οικιακή βοηθό Μπρίτζετ να του ανοίξει, γιατί το κλειδί του μάγκωσε στην κλειδαριά. Η υπηρέτρια κατέβηκε τις σκάλες, του άνοιξε και από τον πάνω όροφο άκουσε το γέλιο της μικρότερης κόρης του Άντριου. Την έλεγαν Λίζι, ήταν 32 χρονών, ανύπαντρη και πήγαινε τακτικά στην εκκλησία.
Η σχέση της με τον πατέρας της ήταν αρκετά ταραγμένη και ακόμα περισσότερο με τη μητριά της, σε σημείο που αρνούνταν να την αποκαλέσει «μητέρα». Εκείνη την ημέρα, όμως, η Λίζι κατέβηκε να υποδεχτεί τον πατέρα της και σύμφωνα με την κατάθεσή της, τον βοήθησε να βγάλει τις μπότες του και να ξαπλώσει στον καναπέ.
Όταν τη ρώτησε πού βρισκόταν η Άμπι, η Λίζι απάντησε ότι η μητριά της είχε αφήσει σημείωμα, που έγραφε ότι θα επισκεπτόταν μια φίλη της. Ο Άντριου αποκοιμήθηκε, η υπηρέτρια, Μπρίτζετ, επέστρεψε στο δωμάτιό της και η κόρη Λίζι πήγε στην αποθήκη, να βρει εξαρτήματα για ψάρεμα. Έμεινε εκεί για περίπου 30 λεπτά, τρώγοντας αχλάδια.
Στις 11:10, η Λίζι μπήκε πάλι στο σαλόνι και αντίκρισε το αιματοβαμμένο πτώμα του πατέρα της. Το κρανίο του ήταν σχεδόν διαλυμένο και το ένα του μάτι κρεμόταν πάνω στο μάγουλό του. Η Λίζι φώναξε στη Μπρίτζετ: «Κατέβα κάτω! Ο πατέρας μου είναι νεκρός! Κάποιος τον δολοφόνησε!»
Βγήκαν στο δρόμο και έντρομες, ενημέρωσαν τους γείτονες και την αστυνομία. Ο κόσμος ρώτησε την Λίζι για τη μητριά της και η απάντηση που έδωσε ήταν η ίδια με πριν. Όταν επιτέλους έφτασε η αστυνομία στο σπίτι, η Λίζι σχολίασε ότι άκουσε την πίσω πόρτα να ανοίγει και είπε στην Μπρίτζετ να πάει στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της, να δει αν επέστρεψε η Άμπι. Η υπηρέτρια ανέβηκε τις σκάλες και μέσα από την ανοιχτή πόρτα του ξενώνα, είδε την μορφή της Άμπι, ξαπλωμένη στο πάτωμα.
Ο ιατροδικαστής έκρινε ότι είχε πεθάνει περίπου μία ώρα πριν από τον Άντριου. Στις 6 Αυγούστου, η αστυνομία ερεύνησε το σπίτι των Μπόρντεν και βρήκε στην αποθήκη ένα μικρό τσεκούρι με σπασμένη λαβή. Έπειτα έψαξε τις ντουλάπες της Λίζι και της αδερφής της, που έλειπε σε ταξίδι. Δεν βρήκαν κηλίδες αίματος στα ρούχα και αποχώρησαν.
Λίγες ώρες αργότερα, επέστρεψαν και ενημέρωσαν τη Λίζι ότι ήταν ύποπτη για τη δολοφονία των γονιών της. Την επόμενη μέρα, μία φίλη της Λίζι την είδε να καίει ένα φόρεμα στην κουζίνα, επειδή είχε λερωθεί με μπογιά. Στις 11 Αυγούστου, η Λίζι συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι τη δίκη.
Η αθώωση της Λίζι Μπόρντεν
Η Λίζι κατέθεσε ότι βοήθησε τον πατέρα της να βγάλει τις μπότες του πριν ξαπλώσει. Όμως, όταν τον είδε η αστυνομία, ο Άντριου φορούσε ακόμα τις μπότες.
Ο χρόνος που πέρασε η Λίζι στην αποθήκη άλλαζε κάθε φορά που διηγούνταν την ιστορία, από 30 λεπτά σε 20 ή σε 10. Οι αστυνομικοί παρατήρησαν, όμως, ότι το πάτωμα της αποθήκης ήταν σκονισμένο, σαν να μην είχε πατήσει κανείς πάνω για μέρες.
Μερικές μέρες πριν τη δολοφονία, ο Άντριου και η Άμπι είχαν αρρωστήσει και η Άμπι υποστήριζε ότι είχαν δηλητηριαστεί. Ο τοπικός φαρμακοποιός θυμόταν ότι η Λίζι είχε αγοράσει υδροκυάνιο, για να καθαρίσει ένα φόρεμα. Αυτή η κατάθεση ώθησε την αστυνομία να συλλάβει τη Λίζι, όμως, όταν εξετάστηκαν τα στομάχια των νεκρών, δεν εντοπίστηκε δηλητήριο και το δικαστήριο αρνήθηκε να συνεχίσει την έρευνα.
Παρ’ όλα αυτά, η Λίζι ήταν η βασική ύποπτη, καθώς είχε πολύ σοβαρό κίνητρο. Ο πατέρας της ήταν ένας από τους πιο πλούσιους κατοίκους της Μασαχουσέτης, με περιουσία που σήμερα θα αντιστοιχούσε σε 10 εκατομμύρια δολάρια. Όμως, σκόπευε να αλλάξει τη διαθήκη του και να αφήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στη σύζυγό του. Έτσι, υπέθεσαν ότι η Λίζι τους δολοφόνησε για να κληρονομήσει τα χρήματα.
Όλες οι ενδείξεις της αστυνομίας έδειχναν ότι η Λίζι ήταν ένοχη, αλλά το δικαστήριο δεν κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. Η υπεράσπιση, που αποτελούνταν από στενούς οικογενειακούς φίλους των Μπόρντεν, βασίστηκε στην παντελή έλλειψη στοιχείων που να συνδέουν τη Λίζι με τους φόνους. Δεν βρέθηκαν ματωμένα ρούχα, ούτε το φονικό όπλο.
Πέρα από περιστασιακές συμπτώσεις, τίποτα άλλο δεν μπορούσε να αποδειχθεί. Ταυτόχρονα, ο δημόσιος κατήγορος φάνηκε να μην προσπαθεί καθόλου να ενοχοποιήσει τη Λίζι. Έκανε ελάχιστες ερωτήσεις, ακόμα και όταν έβλεπε ότι η μαρτυρία τον συνέφερε.
Στις 20 Ιουνίου του 1893, οι ένορκοι συνεδρίασαν για 90 λεπτά και κατέληξαν ότι η Λίζι Μπόρντεν ήταν αθώα. Παρά την θετική απόφαση του δικαστηρίου, ο Τύπος και η τοπική κοινωνία δεν ξέχασε ποτέ τη δολοφονία των Μπόρντεν.
Η Λίζι έμεινε στην ίδια πόλη μέχρι το τέλος της ζωής της το 1927 και στιγματίστηκε κοινωνικά.
Η υπόθεσή της έχει απασχολήσει πλήθος δημοσιογράφων, δικηγόρων και συγγραφέων. Έχουν κυκλοφορήσει θεωρίες που κατηγορούν από την υπηρέτρια, Μπρίτζετ, μέχρι και έναν ανύπαρκτο, νόθο γιο του Άντριου Μπόρντεν, που τον σκότωσε για εκδίκηση.
Ακόμα και μετά την επίσημη απόφαση του δικαστηρίου, όμως, ελάχιστοι ήταν αυτοί που πίστεψαν ότι η Λίζι Μπόρντεν ήταν αθώα. Μόνο που και αυτοί, την κατηγορούν χωρίς στοιχεία.
Το τέλειο έγκλημα; Ίσως, αφού ποτέ δεν πλήρωσε ο δολοφόνος, όποιος κι αν ήταν…
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου