Στο προφίλ του στυγερού εγκλήματος, η βιαιότητα είχε από την πρώτη στιγμή βασική θέση, σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και έμπειροι αστυνομικοί λύγισαν βλέποντας το θέαμα μιας στραγγαλισμένης 20χρονης και πάνω σε αυτήν το 11 μηνών βρέφος της.
Όλο και νεότερα στοιχεία έρχονται στο «φως» από την υπόθεση συζυγοκτονίας στα Γλυκά Νερά που προκάλεσε σοκ στην κοινή γνώμη.
Το βράδυ της 11ης Μαΐου οι αστυνομικοί βρέθηκαν μάρτυρες σε ένα θέαμα πρωτοφανούς σκληρότητας, χωρίς να μπορούσαν να φανταστούν τι θα μπορούσε να κρύβεται από πίσω.
Στο προφίλ του στυγερού εγκλήματος, η βιαιότητα είχε από την πρώτη στιγμή βασική θέση, σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και έμπειροι αστυνομικοί λύγισαν βλέποντας το θέαμα μιας στραγγαλισμένης 20χρονης και πάνω σε αυτήν το 11 μηνών βρέφος της.
Όπως ομολόγησε, 37 ημέρες μετά τη στυγερή δολοφονία, ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, ήταν εκείνος που σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια την 20χρονη σύζυγό του.
Σύμφωνα με την έκθεση της ιατροδικαστικής εξέτασης, ο θάνατός της ήταν αγωνιώδης και δεν ήταν ακαριαίος θάνατος».
Από τα στοιχεία της νεκροψίας, διαπιστώνεται ότι έπειτα από σωματική πάλη επήλθε ο θάνατος, καθώς διαπιστώνονται κακώσεις σε διάφορα σημεία του σώματος της 20χρονης. Μάλιστα, ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος φαίνεται να είχε πρόθεση να αποτελειώσει τη σύζυγό του, αφού επί τουλάχιστον 5-6 λεπτά την έπνιγε και δεν την άφηνε.
Μέχρι στιγμής, πάντως, δεν έχει αποσαφηνιστεί πώς έγινε ο στραγγαλισμός και ενώ δεν διαπιστώνονται «σημαντικού βαθμού εσωτερικές κακώσεις στις ανατομικές δομές του τραχήλου, συμπεραίνεται ότι ο θάνατος δεν επήλθε λόγω στραγγαλισμού δια χειρών».
«Το πρόσωπό της ήταν στο μαξιλάρι»
Σοκάρει ολόκληρη η προανακριτική κατάθεση του συζύγου της 20χρονης Καρολάιν και καθ’ ομολογίαν δράστη του εγκλήματος.
Φτάνοντας στην περιγραφή του σκηνικού του εγκλήματος και αφού υποστήριξε ότι προηγουμένως η σύζυγός του του είχε πει: «Όχι μη φέρεις τη μικρή δε σας θέλω», ο 32χρονος φέρεται να κατέθεσε: «Ξεκίνησε να τινάζει το σώμα της για να φύγει από την αγκαλιά μου. Της έλεγα ότι πρέπει η μικρή να ανέβει πάνω και να κοιμηθεί. Η Καρολάιν συνέχισε να τινάζεται, εγώ την κρατούσα όλο και πιο σφιχτά γιατί ήθελα να την κάνω να με ακούσει».
Και πρόσθεσε: «Τιναζόταν. Το πρόσωπο της ήταν στο μαξιλάρι. Εγώ συνέχιζα να την κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου μέχρι που κατάλαβα ότι η Καρολάιν σταμάτησε να κουνιέται. Τα έχασα. Προσπάθησα να την ξυπνήσω την κούναγα. Μάταια. Τι θα γινόταν το παιδί μου; Σκέφτηκα να εξαφανίσω το πτώμα της. Για να φανεί αληθοφανές έπρεπε να κάνω κακό στο σκύλο. Κανείς δε θα πίστευε ότι θα μπορούσα να κάνω κακό στο σκυλί. Θέλω να καταλάβουν όλοι πως ό,τι έκανα μετά το έκανα για να μη χάσει η Λυδια και τον πατέρα της».
Ολόκληρη η προανακριτική κατάθεση του δολοφόνου
«Για μένα η Λυδία μετά κι από αυτές τις περιπέτειες της υγείας της, είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια. Το να σας πω ότι είναι τα πάντα για μένα, νομίζω είναι πολύ λίγο. Όταν χάσαμε το πρώτο παιδάκι, η συμπεριφορά της Καρολάιν άρχισε να αλλάζει. Εκεί που ήταν όλα καλά μεταξύ μας, μπορεί για την οποιαδήποτε σημαντική ή ασήμαντη αφορμή να γινόταν επιθετική απέναντι μου.
» Η Καρολάιν είχε το εξής χαρακτηριστικό. Μπορεί να ήμασταν όλη την εβδομάδα μια χαρά και από τη μία στιγμή στην άλλη μπορεί να γύρναγε ένας διακόπτης και να γινόταν επιθετική απέναντι μου ή απέναντι σε οποιοδήποτε την είχε πειράξει εκείνη τη στιγμή. Μετά από 1 ώρα που θα της περνούσαν τα νεύρα, ήταν όλα μια χαρά, εγώ προσπαθούσα να διαχειριστώ αυτές τις εξάρσεις της. Της πρότεινα να πάμε σε μία ψυχολόγο, εκείνη συμφώνησε και έτσι ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στην κυρία Μυλωνοπούλου για συνεδρίες.
» Ενώ ήμουν με τη Λυδία και έπαιζα μαζί της στον καναπέ, πήγε να πέσει από τον καναπέ και τότε έκανα μία κίνηση να την αρπάξω για να μην πέσει. Η αλήθεια είναι ότι η κίνηση μου αυτή ήταν λίγο άγαρμπή και η Λυδία φοβήθηκε και άρχισε να κλαίει. Η Καρολάιν ήρθε προς το μέρος μας και ξεκίνησε να μου φωνάζει. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς μου είπε εκείνη τη στιγμή. Φεύγοντας όμως από το καθιστικό για να ανέβει στην κρεβατοκάμαρα θυμάμαι ότι μου είπε: «δεν πάτε να ψοφήσετε και οι δύο». Φυσικά και δεν έδωσα καμία σημασία, γιατί ήξερα ότι δεν ήταν ο εαυτός της και ότι το είπε πάνω στα νεύρα της.
» Την τελευταία φορά που ανέβηκα με τη μικρή στην αγκαλιά μου η Καρολάιν προσπαθούσε να κοιμηθεί. Πήγα λοιπόν και έβαλα την μικρή δίπλα της για να κοιμηθούμε όλοι μαζί.
» Άφησα τη Λυδία, η Καρολάιν άνοιξε τα μάτια της, άρχισε να μου φωνάζει επειδή της έφερα τη μικρή και δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Η μικρή ξύπνησε. Τότε η Καρολάιν πάνω στα νεύρα της έπιασε το μωρό με τα δυο της χέρια και το πέταξε με δύναμη μέσα στο λίκνο. Λέγοντας κάτι του στυλ ‘σου είπα ότι δεν την θέλω εδώ’. Πήρα αγκαλιά το μωρό και είπα στην Καρολάιν ‘είσαι με τα καλά σου; Χτυπάς τη μικρή;’ και αυτή μου απάντησε κάτι του στυλ ‘ό,τι γουστάρω θα κάνω, ότι θέλω θα κάνω’.
» Πήρε την μικρή κάτω και κοιμήθηκε στον καναπέ. Το σκεφτόμουν και έλεγα από μέσα μου αν το έκανε αυτό τώρα που είμαι και εγώ μπροστά, αν λείπω, τι θα της κάνει, θα την σκοτώσει; Αυτό δεν μπορούσε να μου φύγει από το μυαλό. Ανέβηκα ακόμη μία φορά στην κρεβατοκάμαρα για να κάνω μία τελευταία προσπάθεια. Ξάπλωσα δίπλα της και την πήρα αγκαλιά. Της είπα να πάρω τη μικρή και να ανέβουμε πάνω και αυτή μου απάντησε ‘Όχι μην φέρεις την μικρή, δεν σας θέλω’.
» Και ξεκίνησε να τινάζει το σώμα της για να φύγει από την αγκαλιά μου. Εγώ συνέχιζα να την κρατάω σφιχτά και της έλεγα ότι πρέπει η μικρή να ανέβει επάνω για να κοιμηθεί. Κάποια στιγμή, όπως τιναζόταν, το πρόσωπο της ήταν στο μαξιλάρι, εννοώ δηλαδή ότι το στόμα της και η μύτη της ακουμπούσαν στο μαξιλάρι. Εγώ συνέχισα να την κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου μέχρι που κατάλαβα ότι η Καρολάιν σταμάτησε να κουνιέται.
» Όλο αυτό πρέπει να κράτησε γύρω στα 5 λεπτά, από την ώρα δηλαδή που την αγκάλιασα μέχρι την ώρα που σταμάτησε να κουνιέται. Τα έχασα. Προσπάθησα να την ξυπνήσω, την κούναγα, αλλά κατάλαβα ότι όλο αυτό που έκανα ήταν μάταιο. Κατέβηκα αμέσως στο σαλόνι να δω αν η μικρή ήταν καλά, είδα ότι κοιμόταν και ανέβηκα πάλι στην κρεβατοκάμαρα. Τότε συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Έβαλα τα κλάματα και αμέσως σκέφτηκα την Λυδία που θα μεγαλώσει χωρίς τους γονείς της.
» Τότε λοιπόν σκέφτηκα να κάνω μία τελευταία προσπάθεια μήπως μεγαλώσει τουλάχιστον με τον πατέρα της. Σκέφτηκα να εξαφανίσω το σώμα της, αλλά κάτι τέτοιο μου ήταν αδύνατον να κάνω. Μόνο που την κοίταζα, έκλαιγα. Το επόμενο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να πω ότι κάποιος άλλος το έκανε. Θα έλεγα στην αστυνομία ότι μπήκαν ληστές μέσα στο σπίτι. Βρισκόμουν σε πανικό. Δεν ήξερα τι να κάνω. Σκέφτηκα ότι για να φανεί πιο αληθοφανές και να πιστέψουν ότι μπήκαν αδίστακτοι ληστές, θα έπρεπε να κάνω κακό στο σκύλο. Κανένας δεν θα πίστευε ότι εγώ θα μπορούσα να κάνω κακό στο σκυλί. Με πόνο καρδιάς κρέμασα το λουρί του σκύλου Στα κάγκελα της σκάλας. Δεν θυμάμαι την χρονολογική σειρά».
Ο 32χρονος περιέγραψε αναλυτικά όλες τις ενέργειες που έκανε προκειμένου να σκηνοθετήσει τη ληστεία καταλήγοντας: «ξεκίνησα να δένω την ταινία στα χέρια και στο στόμα μου. Στη συνέχεια, με τον σπάγκο έδεσα τα πόδια μου, τα χέρια μου μαζί με τα πόδια μου και όλο αυτό το έδεσα στις τάβλες του κρεβατιού. Πριν δεθώ, πήρα τη μικρή από τον καναπέ που κοιμόταν και την έβαλα στο κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας, δίπλα στην Καρολάιν. Η μικρή κοιμόταν».