Ο διεθνολόγος Κωνσταντίνος Φίλης κάνει στο την αποτίμηση της επίσκεψης του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ελλάδα
Χωρίς ακρότητες από την τουρκική πλευρά κύλησε η διήμερη επίσκεψη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ελλάδα, επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες ότι, παρά τα προφανή προβλήματα, οι δύο πλευρές θα μπορέσουν να κάνουν ένα -έστω και μικρό στην παρούσα φάση- βήμα προς την ομαλοποίηση των σχέσεων.
Ο λόγος, προφανώς, δεν είναι η έλλειψη διαφορών ανάμεσα στις δύο πλευρές. Αλλωστε, ο Νίκος Δένδιας το τόνισε ξεκάθαρα: «Έχουμε πλήρη επίγνωση των διαφορετικών, και σε αρκετά ιδιαίτερα σοβαρά θέματα των διαμετρικά αντίθετων θέσεων που πρεσβεύουμε. Σκοπός της συνάντησής μας, ήταν να επιχειρήσουμε μια διαδικασία πρώτης συνεννόησης και, εάν καταστεί δυνατό, σταδιακής ομαλοποίησης της κατάστασης σε βάθος χρόνου».
Μια εκατέρωθεν προσπάθεια να κερδηθεί χρόνος «διαβάζει» ο διευθυντής του Ιδρύματος Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου και αναλυτικής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1, Κωνσταντίνος Φίλης, καθώς σε διαφορετική περίπτωση, αν κυριαρχούσαν δηλαδή υψηλοί τόνοι όπως συνέβη στην Άγκυρα, η ρήξη στις σχέσεις μπορεί να ήταν οριστική, κάτι που δεν επιθυμούν οι δύο πλευρές, για δικούς της λόγους η καθεμιά.
Το σκηνικό της Άγκυρας θεωρούνταν δύσκολο να επαναληφθεί για δύο ακόμη λόγους, σύμφωνα με τον κ. Φίλη:
α) Υπήρξε εκτόνωση, τα δύο μέρη εκτέθηκαν και παρουσίασαν σε ένα διεθνές ακροατήριο τις διαφορές τους. Αυτό έγινε με τόσο έντονο τρόπο που ήταν εκ των πραγμάτων ήταν πολύ δύσκολο να επαναληφθεί.
β) Ο Μ. Τσαβούσογλου δεν ήθελε να φύγει από την Ελλάδα -λίγες ημέρες πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ και τη συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν, και λίγες εβδομάδες πριν την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής- με ένα μήνυμα ότι «Ελλάδα και Τουρκία δεν μπορούν επ’ ουδενί να βρουν κοινό τόπο. Εξ’ ου και τα δύο μέρη εστίασαν σήμερα και -γενικά τις τελευταίες ημέρες- στη λεγόμενη «θετική ατζέντα» και σε θέματα χαμηλής πολιτικής στα οποία μπορούν να βρεθούν κοινοί παρονομαστές.
«Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι λύθηκαν τα προβλήματα. Για την ώρα, για τακτικούς λόγους, βολεύει και τα δύο μέρη τα προβλήματα να μπουν στο ράφι μέχρι νεωτέρας» επισημαίνει, με την ελληνική πλευρά να επιδιώκει να κερδίσει χρόνο για την οικονομία, την πανδημία και την αμυντική θωράκισή της.
Η κρισιμότητα του Ιουνίου
Επόμενο βήμα στις διμερείς σχέσεις αποτελεί το τετ α τετ Μητσοτάκη – Ερντογάν στις Βρυξέλλες, στις 14 Ιουνίου. Η ημερομηνία είναι σημαντική, καθώς ο Τζ. Μπάιντεν θα συναντηθεί με τον Τ. Ερντογάν, ενώ δεν αποκλείεται και τετ α τετ με τον έλληνα πρωθυπουργό. Επίσης, τον Ιούνιο θα λάβει χώρα η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, με την Τουρκία να επιδιώκει να εκπέμψει μήνυμα εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών ως όχημα επίδειξης καλής συμπεριφοράς για να αποφύγει την περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεών της με τη Δύση.
Το ζητούμενο τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι να παγιωθεί η αποκλιμάκωση της έντασης και στη συνέχεια να επιχειρηθεί με τη συνάντηση των δύο ηγετών μια σχετική αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, η οποία αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται. «Οι σχέσεις μας διακατέχονται και χαρακτηρίζονται από αμοιβαία δυσπιστία. Δεν υπάρχει καμία εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών. Στόχος είναι να ξαναπιάσουν το νήμα των προσωπικών σχέσεών τους οι δύο ηγέτες, οι οποίοι συναντώνται για πρώτη φορά μετά τον Δεκέμβρη του 2019» επισημαίνει ο κ. Φίλης.
«Εφόσον γίνουν όλα αυτά» διαπιστώνει «τότε θα δούμε κατά πόσον θα συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να πάμε σε ένα επόμενο βήμα, αυτό του ουσιαστικού διαλόγου, κι όχι να παραμείνουμε εσαεί στον προθάλαμο διαλόγου, όπως είναι αυτή τη στιγμή οι διερευνητικές επαφές».
Το αίτημα της Άγκυρας για συζήτηση χωρίς όρους και προϋποθέσεις
«Αγκάθι» στην παραπάνω προσπάθεια πάντως φαίνεται πως αποτελεί το αίτημα της Άγκυρας για συζήτηση χωρίς όρους και προϋποθέσεις, το οποίο θέτει ως προτεραιότητα για προσφυγή στη Χάγη.
Ο Μ. Τσαβούσογλου στην αποκλειστική συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» ουσιαστικά άφησε να εννοηθεί ότι η Τουρκία δεν αποκλείει τη Χάγη αλλά θέτει ως προϋπόθεση ένα διμερή διάλογο επί του συνόλου της ατζέντας που έχει η Τουρκία και όχι αποκλειστικά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ που επιμένει η Ελλάδα. Θέση μάλιστα την οποία επανέλαβε στο τέλος των κοινών δηλώσεων με τον Ν. Δένδια. «Θέλουμε να συνεχίσουμε τις σχέσεις μας με την Ελλάδα χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς όρους» είπε με νόημα.
«Ενώ η Αθήνα βάζει ως προϋπόθεση για τη Χάγη να υπάρχει μια μονοθεματική ατζέντα, να έχει προσχωρήσει η Τουρκία στο Δίκαιο της Θάλασσας και να αρθεί το casus belli, η Άγκυρα θέτει ως προϋπόθεση ένα διάλογο πολιτικό, άνευ όρων και προϋποθέσεων, όπου εκτιμά πως θα επικρατήσει η ίδια, διότι θα γίνει με όρους ισχύος. Επειδή θεωρεί εαυτόν ισχυρότερη από την Ελλάδα, πιστεύει ότι έτσι θα καταφέρει το σκοπό της» εξηγεί ο κ. Φίλης.
Ωστόσο, όπως καθιστά σαφές, καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να δεχτεί προσφυγή στη Χάγη για παραπάνω από ένα ζήτημα, εν προκειμένω υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. «Δεν υπάρχει διάλογος χωρίς να είναι προσδιορισμένο το πλαίσιο και χωρίς να υπάρχει νομική βάση. Δεν μπορεί να ξεκινήσει διαπραγμάτευση χωρίς όρους και προϋποθέσεις, δηλαδή χωρίς Διεθνές Δίκαιο, χωρίς Δίκαιο της Θάλασσας, χωρίς άρση του casus belli».
Ανυποχώρητη η Άγκυρα
Σε ό,τι αφορά δε στις θέσεις της Τουρκίας και αν είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει σε κάποιο πεδίο από αυτά που έχει ανοίξει η επιθετικά αναθεωρητική πολιτική της, ο κ. Φίλης εμφανίζεται απαισιόδοξος.
«Θεωρώ ότι αυτό που θέλει να κάνει είναι να κερδίσει χρόνο, να αλλάξει την εικόνα της και να τη βελτιώσει, παρουσιάζοντας στο διεθνή παράγοντα την εικόνα μιας χώρας που επιθυμεί τον διάλογο και που θέλει να λύνει τα προβλήματα με τους γείτονες, ενώ στην πραγματικότητα προτίθεται να τα λύνει διά της επιβολής και με τους όρους της» καταλήγει.