Οι πιθανότητες να μεταδώσει τον ιό κάποιος που έχει ήδη αναπτύξει αντισώματα, είτε επειδή έχει εμβολιαστεί κατά της Covid-19 είτε λόγω νόσησης, είναι υπαρκτές, σίγουρα όμως είναι σαφώς πιο μικρές σε σύγκριση με τους ανθρώπους οι οποίοι δεν ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες.
Καθώς συνεχίζονται τα προγράμματα εμβολιασμού διεθνώς, παραμένει ακόμη το ερώτημα εάν τα εμβόλια μπορούν να ανακόψουν τη μετάδοση του κορωνοϊού.
Οι πιθανότητες να μεταδώσει τον ιό κάποιος που έχει ήδη αναπτύξει αντισώματα, είτε επειδή έχει εμβολιαστεί κατά της Covid-19 είτε λόγω νόσησης, είναι υπαρκτές, σίγουρα όμως είναι σαφώς πιο μικρές σε σύγκριση με τους ανθρώπους οι οποίοι δεν ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες.
Επομένως δεν θα ήταν άτοπο να πει κανείς, πως ακόμη και όσοι έχουν εμβολιαστεί και με τις δύο δόσεις του εμβολίου θα έπρεπε να γνωρίζουν σε περίπτωση που έχουν κολλήσει κορωνοϊό, πως μπορούν να το μεταδώσουν. Ολοι, πάντως, σημειώνουν πως απαιτούνται διεξοδικές μελέτες και παραπάνω στοιχεία ώστε να υπάρχει ακριβής εικόνα.
«Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο εάν η μείωση στο ιικό φορτίο (λόγω εμβολιασμών) είναι αρκετή για να εμποδίσει τη μετάδοση» δήλωσε πρόσφατα και ο καθηγητής του LSE, Ηλίας Μόσιαλος.
Τι δείχνουν μελέτες
Μελέτες δείχνουν ότι ποσοστό 1%-10% όσων έχουν εμβολιαστεί ή νοσήσει μπορούν να μολυνθούν εκ νέου από τον ιό. Μιλώντας στην επιθεώρηση Scientific American, ο Γκιγιέρμο Λόπεθ Λιουντς, καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας, έσπευσε να προειδοποιήσει πως «είναι βέβαιο ότι υποτιμάμε τις περιπτώσεις μόλυνσης όσων έχουν εμβολιαστεί ή έχουν νοσήσει» – κατά συνέπεια, αν και συνήθως ασυμπτωματικοί, διαθέτουν ιικό φορτίο ικανό με μεταδοθεί σε μη εμβολιασμένους.
«Ενας που έχει ανοσία, αλλά φέρει ιικό φορτίο, μπορεί να μολύνει κάποιον που δεν έχει τις ίδιες άμυνες. Αν και ο άλλος έχει ανοσία, η πιθανότητα μετάδοσης είναι ελάχιστη» σημειώνει ο ίδιος με βάση ρεπορτάζ της ισπανικής «el Pais». Για να ισχυριστεί, στη συνέχεια, ότι με βάση αυτό το γεγονός τα προληπτικά μέτρα πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ μέχρις ότου η διαδικασία εμβολιασμού γενικευθεί και επιτευχθεί συλλογική ανοσία.
Ιταλία: Πολύ χαμηλός ο κίνδυνος επαναμόλυνσης
Υπό το πρίσμα των αναδυόμενων μεταλλάξεων, ο υπολογισμός του κινδύνου επαναμόλυνσης από τον κορωνοϊό είναι κρίσιμης σημασίας για τη διαχείριση της καραντίνας και τη βελτιστοποίηση της τρέχουσας εκστρατείας εμβολιασμού, σε κάθε χώρα.
Μέχρι τώρα περισσότεροι από 150 εκατομμύρια άνθρωποι, παγκοσμίως, έχουν μολυνθεί από τον κορωνοϊό. Οι επαναμόλυνσεις όμως είναι ασυνήθιστες. Και ενώ υπάρχουν πιο συντεταγμένες αναφορές επαναμόλυνσης μεταξύ υγειονομικών, το ποσοστό επαναμόλυνσης στον γενικό πληθυσμό είναι λιγότερο σαφές.
Πρόσφατα αποτελέσματα για την πιθανότητα της επαναμόλυνσης από την Βόρεια Ιταλία, ανακοινώθηκαν, σε μια μελέτη στα πλαίσια της κατευθυντήριας γραμμής για την ενίσχυση της αναφοράς και της επιδημιολογικής ιχνηλάτησης (που δημοσιεύτηκαν στo περιοδικό JAMA doi: 10.1001 / jamainternmed.2021.2959).
Διερευνήθηκε με μοριακό τεστ σε συμπτωματικούς και ασυμπτωματικούς ασθενείς, η συχνότητα εμφάνισης πρωτογενούς λοίμωξης και επαναλοίμωξης του κορωνοϊού μεταξύ ατόμων που είχαν μολυνθεί, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας στην Ιταλία (Φεβρουάριος έως Ιούλιος 2020).
Ως επαναλοίμωξη καθορίστηκε η δεύτερη θετικότητα σε μοριακό τεστ (qRT-PCR), 90 ημέρες μετά από την πλήρη επίλυση της πρώτης λοίμωξης και με τουλάχιστον 2 διαδοχικά αρνητικά αποτελέσματα τεστ μεταξύ των 2 λοιμώξεων. Το παράθυρο των 90 ημερών αποφασίστηκε με βάση αναφορές επιμονής της θετικότητας στα μοριακά τεστ, μέχρι και 12 εβδομάδες (και έως τις 28 Φεβρουαρίου 2021, και εξετάζοντας 122.007 αποτελέσματα από τη Λομβαρδία). Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 59 (40-78) έτη, αλλά τα θετικά κρούσματα ήταν παλαιότερα και γεωγραφικά κατανέμονταν κατά κόρον στην περιοχή του Legnano.
Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης επιβεβαιώθηκαν 5 επαναμολύνσεις μεταξύ 1579 ατόμων που διαγνώστηκαν θετικοί (0.31%; 95% CI, 0.03%-0.58%) και μόνο 1 νοσηλεύτηκε.
Τα αποτελέσματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι οι μολύνσεις είναι σπάνια συμβάντα και οι ασθενείς που έχουν αναρρώσει από τον COVID-19 έχουν μικρότερο κίνδυνο επαναλοίμωξης.
Φυσική ανοσία: Παρέχει προστασία για τουλάχιστον 1 χρόνο
Η φυσική ανοσία μετά από λοίμωξη φαίνεται να παρέχει προστασία για τουλάχιστον ένα χρόνο, κάτι που είναι παρόμοιο με την προστασία που αναφέρεται σε πρόσφατες μελέτες εμβολίων. Παρότι η μελέτη παρατήρησης τελείωσε πριν αρχίσουν να εξαπλώνονται οι νέες παραλλαγές και είναι άγνωστο πόσο καλά θα προστατεύσει η φυσική ανοσία στον ιό άγριου τύπου έναντι παραλλαγών.